Η Αλίκη τα τελευταία δύο χρόνια στηρίζεται ψυχολογικά από μια σπουδαία ομάδα. Καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια να επουλώσουν τις πληγές της. Αντίθετα, η ίδια δείχνει να μη συμμετέχει σε όλη αυτή τη διαδικασία. Ένα βράδυ, επιστρέφοντας στο σπίτι, της επιτέθηκαν και ασέλγησαν επάνω της. Τη βρήκαν ξημερώματα, σε άθλια κατάσταση. Από τότε μαράθηκε, τα χείλη της δεν ξαναγέλασαν ποτέ. Σιχαίνεται τον ίδιο της τον εαυτό. Τον μισεί, τον αντιπαθεί. Λες και έφταιγε η ίδια. Στην ομάδα που την παρακολουθεί, ένα καινούριο μέλος κάνει την εμφάνισή του. Οι δικοί της έχουν εναποθέσει όλες τις ελπίδες τους σε αυτόν. Η Αλίκη, αντικρίζοντάς τον, αρχίζει να ουρλιάζει και να τρέχει σαν αλαφιασμένη. Με το ζόρι βγαίνουν οι λέξεις και ίσα που ψελλίζει “βοήθεια”. Ξαναζούσε για ακόμη μία φορά το δράμα της, σε χειρότερο βαθμό, αφού ο νέος ψυχολόγος ήταν ένας από τους βιαστές της. Από το σοκ, έχασε για πάντα τη μιλιά της. Η αλήθεια, δυστυχώς, δεν έλαμψε ποτέ, μόνο παρέμεινε εγκλωβισμένη στους σκοτεινούς διαδρόμους του μυαλού της.
–
γράφει η Βάσω Καρλή
Α ρε Βάσω…με τάραξες. Θύμωσα… Μια σταλιά κείμενο γράφεις και ξεσηκώνεις συναισθήματα… Δε μου άρεσε η τροπή. Η γραφή σου όμως ναι..
Τα λόγια σου με τιμούν και με ξεσηκώνουν συνάμα. Έχεις το χάρισμα να πιάνεις το σφυγμό του κάθε κειμένου με το οποίο καταπιάνεσαι. Σε ευχαριστώ πάρα πάρα πολύ. Πόσο μα πόσο χάρηκα με το υπέροχο σχόλιό σου.