Χαθήκαμε σε αυτό το λίγο
που λογιάσαμε για πολύ.
Όταν ο αγέρας λυσσομανούσε,
άρπαζε φύλλα, κλαδιά,
στροβίλιζε με μίσος
πετάγματα πουλιών, στέγες, ξύλα
ξεχασμένα στην άκρη, προσμονές
δεν κουρνιάσαμε σε μια γωνιά
να συλλογιστούμε το άπειρο.
Κι όταν ο ήλιος έκαιγε το χορτάρι,
και μύριζε ο κόσμος
λιωμένο ρετσίνι,
πνιχτή, αφρίζουσα κάψα και θάμπος,
δεν δροσερέψαμε τη ζωή
με αυτήν την ανάμνηση του αγέρα,
ούτε ξαποστάσαμε τη δίψα
σκουπίζοντας το μέτωπο
κάτω απ’ τον ίσκιο των φύλλων.
Από ποιον να γυρέψουμε, λοιπόν,
μιαν απόκριση
αφού τόσες αστροφεγγιές
ούτε που σηκώσαμε τα μάτια
ν’ ανασάνουμε,
αφού τόσους ήσυχους παφλασμούς
αφήσαμε να σβήσουν, ανέγγιχτοι,
πάνω στην άμμο,
αφού, όλα, τ’ αφήσαμε
ολόκληρα, γεμάτα, μεγάλα
σαν τις σκιές πάνω στους
ασπρισμένους τοίχους,
ανερώτητα, μέσα στη μοναξιά τους;
_
γράφει η Μαριάννα Γληνού
0 Σχόλια