Όλα τα προβλήματα λύνονται: το ημερολόγιο δείχνει Παρασκευή. Η Μαρία πλέον υπηρετεί στο Πρώτων Βοηθειών, με αγαλλίαση δέχθηκε τον διορισμό της.
Όταν ανήγγειλε το νέο στην πιο στενή της φίλη και γειτόνισσα, την Εύα, εκείνη τήν κάθισε στον μεγάλο πράσινο καναπέ: «θα σου πω μια ιστορία, με την ευκαιρία των ημερών που πλησιάζουν, Μαρία. Μια φορά, ένα Πάσχα ήταν, εγώ και ο Πέτρος είχαμε καλεσμένους. Θα γίνονταν οι επίσημοι αρραβώνες εκείνη τη μέρα: ο σκύλος λοιπόν, όρμησε, σε μια στιγμή που κοίταζα αλλού αφηρημένη, και έφαγε όλο το κρέας από τον ανοιχτό, ζεματιστό φούρνο. Τίποτα οι καλεσμένοι! Το πασχαλιάτικο γεύμα χάλασε». «Όμως όχι και οι αρραβώνες…», ψιθύρισε γελώντας η Εύα, και έβαλαν τα γέλια και οι δυό, αρχίζοντας έναν μαξιλαροπόλεμο, δίχως τέλος, που μάλλον κατέληξε σε πούπουλα να αιωρούνται στο δωμάτιο. Στα πούπουλα είχε ο Πέτρος την Εύα και ο Μάριος τη Μαρία.
Στην πολυκατοικία της Εύας και της Μαρίας, υπήρχε ένας καλόκαρδος θυρωρός, ο Ζήσης, ο οποίος ερχόμενος να αρχίσει τη βάρδια του, πρόσεξε έναν φάκελο ριγμένο μέσα από τη σχισμή της εξωτερικής θύρας, που δεν κλειδωνόταν ποτέ ούτε τα βράδια. Από ένστικτο τον περιμάζεψε και διάβασε τη διεύθυνση του παραλήπτη: ήταν το πάνω δικηγορικό γραφείο του Σωτήρη. Ανέβηκε τα σκαλιά και τον τοποθέτησε στη σωστή θυρίδα.
Ένα εικοσιτετράωρο πριν η Μαρία είχε κλείσει τα μάτια ενός αιώνιου γέροντα, Αθανάσιο τον έλεγαν, πλήρης ημερών. Χωρίς να το θέλει θυμήθηκε τους αρραβώνες της Εύας με τον σκύλο που τους κατέστρεψε. (Τι παράδοξο άραγε;) Ασυναίσθητα, έβαλε το χέρι της στην τσέπη της λευκής ποδιάς: τα εισιτήρια για την αποψινή θεατρική παράσταση, τούς έταζαν μια εξόχως υπέροχη βραδιά · τη βραδιά που θα πρωταγωνιστούσε η φίλη της, η Εύα.
Ο μακαρίτης Αθανάσιος ήταν ακόμη ζεστός και χαμογελούσε· δεν έδειχνε φόβο ή τίποτα τέτοιο. Και η Μαρία ήταν ευτυχής που τον βρήκε έτσι. Βέβαια, τώρα εκείνος θα κοίταζε το κηδειόχαρτο με τα ονόματα των συγγενών από αλλού, με μεγάλη αγάπη και θα μειδιούσε με τα τόσο πολλά πρόσωπα που στριμώχτηκαν να μπουν στη χαρά του που για κείνους ίσως θα ήταν λύπη.
Κατάκοπη από τη μέριμνα, επέστρεψε η Μαρία σπιτάκι της και πέταξε την άσπρη ποδιά και την τσάντα στον πράσινο καναπέ. Άνοιξε το ψυγείο: ευτυχώς η καλόκαρδη γειτόνισσα, η Εύα, είχε φροντίσει να της δώσει αποβραδίς τη μηλόπιτα για τα γενέθλιά της, κι έτσι τα παιδιά θα είχαν κάτι έστω για να γλυκαθούν· κι αυτή μαζί.
Τα αγόρια της τα βρήκε, ανακουφισμένη, κοιτώντας από το παραθυράκι της κουζίνας, να παίζουν, ξέγνοιαστα μπάλα στη μεσαυλή, η οποία στην άκρη της είχε μια σιδερένια καταπακτή, που αν τη σήκωνες θα έμπαινες σε μια κοινόχρηστη σιδερένια στριφογυριστή σκάλα που οδηγούσε στο υπόγειο του Πέτρου. Θα είχε λοιπόν καιρό να φτιάξει έναν δυνατό καφέ να καθίσει να σκεφθεί.
Αυτοσχέδιο τέρμα, είχαν τα αγόρια βάλει τις κόκκινες φρεσκοβαμμένες γλάστρες με τα γεράνια. Βγήκε έξω να καπνίσει η Μαρία:
-Βρε Εύα μου, να σαι καλά, κορίτσι μου, με απάλλαξες από μεγάλο κόπο και χρόνια σου πολλά…!, ευχαρίστησε και προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει την Εύα με την μπουγάδα που άπλωνε μες στη μεσαυλή με τα πολλά σύρματα, όμως αέρας δυνατός ανέμιζε τα κατάλευκα σεντόνια και πάλεψαν μαζί να τα στερεώσουν γερά, με σιδερένια μανταλάκια.
Ύστερα ευχαρίστησε και πάλι και πετώντας τα όλα, έτρεξε να μπει κάτω από το καυτό νερό. Και η Εύα είχε τελειώσει και τρέχοντας ανέβηκε τη μαρμάρινη σκάλα της εξωτερικής εισόδου για να στείλει το ευχαριστήριο μήνυμα στους συναδέλφους της επί σκηνής και να αποτελειώσει το ξεδιάλεγμα των ρούχων· όσα δεν της έκαναν πια, θα τα δώριζε και ήταν ευτυχής για αυτό, και για την ευχάριστη είδηση που είχε λάβει, πριν τη φωνάξει κάτω η Μαρία. Στο τέλος θα άραζε να απολαύσει την επιτυχία της με δυό φετάκια μηλόπιτα και περιμένοντας τον Πέτρο να επιστρέψει από τη δουλειά του στο υπόγειο: ήταν μαραγκός και μαρμαράς, μα κυρίως σκάλιζε λευκούς μαρμάρινους σταυρούς στα μνήματα, στο νεκροταφείο.
Στο υπόγειο του Πέτρου του μαραγκού (μεσοτοιχία με τα υπόλοιπα διαμερίσματα- τρύπες), στην τύχη (ή μήπως αργοπορημένα επίτηδες;) θα παιζόταν η παράσταση.
Το τηλέφωνο χτυπά: είναι ο Σωτήρης ο πάνω ένοικος που ο Πέτρος του είχε φτιάξει τα έπιπλα για το δικηγορικό γραφείο του. Εν συντομία τού ανήγγειλε το αισιόδοξο νέο: τον διορισμό της Μαρίας, της φίλης της Εύας, που ήταν η σύζυγος του Πέτρου, και απολογήθηκε που τον καλεί τέτοια ακατάλληλη ώρα.
-Μάλλον ο Ζήσης, ο θυρωρός, μπέρδεψε τα πατώματα…!, κατέληξαν και οι δυό και έβαλαν τα γέλια.
O ήχος του τηλεφώνου ακούστηκε από το πάνω πάτωμα. Έτρεξε, μα δεν το πρόλαβε. Για μια τελευταία στιγμή στάθηκε, ασθμαίνοντας, μα προσπαθώντας να πνίξει την αναπνοή της, πίσω από την πόρτα, νυχοπατώντας. Τίποτα. Όμως το τηλέφωνο ξαναχτύπησε: ήταν η Μαρία, η νοσηλεύτρια:
-Μα, αυτό το σημερινό σχόλασμα Εύα μου, τι να σου πω κορίτσι μου…μου άνοιξες την καρδιά, να τα εκατοστίσεις και πάλι, απόψε θα έρθουμε εγώ και ο Μάριος να σας δούμε με τον Πέτρο. Τα παιδιά θα τα αφήσω στα πεθερικά μου, άσε που όλο και θα τη σκάσουν για να τρέξουν στα γήπεδα, εφηβεία…, τι να πω…!
-Τίποτα. Σας περιμένουμε με τον Μάριο. Πρέπει να σ’ αφήσω τώρα γιατί χτυπάει το κουδούνι της κάτω πόρτας, είμαι πολύ κουρασμένη, Μαρία….
-Εύα μην κλείνεις…, ξέχασα να σου πω, βρήκα έναν μεγάλο κίτρινο φάκελο, στην κυρία είσοδο που γράφει το όνομα σου στη θέση του αποστολέα, παραλήπτης ένα αρχικό μόνο (κεφαλαίο): Π και μια καρδιά στη μέση», όμως η Εύα είχε πετάξει ήδη το ακουστικό και είχε παραδώσει πνεύμα και καρδιά. Σε λίγο θα παρέδιδε και σώμα.
Τα γνώριμα βήματα του Πέτρου την καθησυχάζουν μες το μισοϋπνι της.
Η Εύα πέφτει με τα ρούχα στο διπλό κρεβάτι. Πάνω στη βιασύνη τους, Κάποιοι Άγνωστοι από τα πάνω πατώματα, είχαν προφτάσει την ενύπνια, εφιαλτική παράσταση με πρωταγωνίστρια την Εύα.
Το έργο τους, όμως, πρόδωσε ο Πέτρος, ο μαραγκός, που εμφανίστηκε λίγα λεπτά μετά, και ξεκαθάρισε την υπόθεση, δίνοντας τα συγχαρητήρια και ένα γλυκό φιλί στην Εύα για την αποψινή της παράσταση. Κι έτσι, με χειροκροτήματα και επευφημίες, έπεσε η αυλαία, μέχρι την επόμενη λαμπερή και εκθαμβωτική φορά.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια