–
γράφει η Κατερίνα Σιδέρη
–
Το δεύτερο μέρος της διλογίας «από ήλιο σε ήλιο», φέρει βαρύ συναισθηματικό φορτίο και πληθώρα γεγονότων.
Ο αναγνώστης θα παραβρεθεί σε έναν γάμο που ναι μεν η νύφη φορεί κεντημένο στο χέρι νυφικό, αλλά είναι τόσο σκυθρωπή και απόκοσμη που ο παπάς θα επισπεύσει το ιερό αυτό μυστήριο, θα απορήσει με τον Γκέοργκ που θεωρεί την αγάπη περιττή ενόσω δεν έχει αγαπήσει και δε έχει αγαπηθεί και θα εξοργιστεί με τα ελλιπή μέτρα προστασίας των γαλαριών θέτοντας καθημερινά τους εργάτες σε κίνδυνο για ένα πενιχρό μεροκάματο, ένα κομμάτι ψωμί που τελικά δεν φτάνει να θρέψει ολάκερη φαμίλια.
Έχοντας αγκαλιάσει κάποιους από τους ήρωες από το πρώτο μέρος της διλογίας, συμπάσχουμε στις αγωνίες τους, αδημονούμε να τους δούμε δικαιωμένους και ευτυχισμένους, επιθυμούμε να τιμωρηθούν οι ένοχοι που ζουν εις βάρος αθώων και ταλαιπωρημένων ψυχών και τρέφουμε ελπίδες για τον έρωτα και την αγάπη που προσπαθεί να ανθίσει σε άγονο, άνυδρο και κουρασμένο από πάθη έδαφος.
Ο Κώνσταντης Σπέρας έχοντας στη φαρέτρα του ιδανικά που του μεταλαμπάδευσε ένας πατέρας άξιος και δίκαιος που στηρίζει τους αγώνες των αδικημένων εργαζόμενων, η καθυστερημένη πρόταση γάμου από τον καλόψυχο και γελαστό μάστρο-Βαγγέλη, οι λιποθυμίες μιας άμοιρης παιδούλας, η φλογερή αλληλογραφία που λαμβάνει ο Περσέας και τονώνει το ηθικό του και οι συνεχείς αναβολές του γάμου της υπομονετικής και αξιαγάπητης Ταξιαρχούλας, φορτίζουν άλλοτε με θετικό και άλλοτε με αρνητικό πρόσημο τον αναγνώστη που ήδη διαβάζει με περίσσιο ενδιαφέρον το βιβλίο, καταπίνοντας αχόρταγα τις λέξεις που σιμά θα τον οδηγήσουν στην μεγάλη απεργία της Σερίφου.
…ήταν ένα όνειρο που τέλειωσε. Η πραγματικότητα είναι οδυνηρή…
Η ανυπόφορη φτώχεια πιασμένη χέρι – χέρι με την απροκάλυπτη αδικία, μια εγκατάσταση στην Αθήνα που φέρνει μαζί της στα χείλη της Ανδρομέδας ένα αμυδρό χαμόγελο, οι κρυφές συναντήσεις γεμάτες ζωή, ελπίδα και πόθο, μια προθεσμία έξι μηνών έτσι ώστε οι ζυγοί να λυθούν μια για πάντα, ο Γιάννης που καθηλώνεται σε μια ξύλινη καρέκλα με ρόδες στα 22 του χρόνια, τα στηρίγματα που αφαιρούνται και θέτουν ακόμη πιο επικίνδυνες τις γαλαρίες και το ατύχημα των Έξι, δεν αφήνουν κανέναν ανεπηρέαστο.
Αποκαλύψεις που ντροπιάζουν, προκαλούν πόνο, φθονούν και εξοργίζουν, η βουτιά στον γκρεμό και την ελευθερία, η νεαρή υποψήφια Μίνα, η άδολη καρδιά της Διαμάντως και η πολυπόθητη συμφωνία όλων των εξοργισμένων για συντικάτο, αναπτερώνουν το ηθικό του αναγνώστη που ήδη έχει επιβαρυνθεί με μεγάλο ψυχικό αρνητικό φορτίο και προσδοκάει όπως και οι περισσότεροι ήρωες τη λύτρωση, τη δικαίωση, την πάταξη της αδικίας και ένα έστω μικρό μερίδιο στο όνειρο.
Και ξημερώνει η 7η Αυγούστου 1916, ημέρα που σημάδεψε όλο το νησί, ημέρα που υψώνονται και ανεμίζουν μαύρες σημαίες, ημέρα που οι εργάτες αποκτούν φωνή και βροντοφωνάζουν για τα καταπατημένα δικαιώματά τους!
Η απεργία που μόλις ξεκίνησε, ένα ευχάριστο μαντάτο που γεμίζει τα πνευμόνια του Περσέα ευτυχία και δύναμη για τη συνέχεια και που δυστυχώς θα ανατραπεί από ένα άλλο δυσάρεστο γεγονός, οι νεκροί εργάτες, οι τραυματίες, οι χωροφύλακες, και οι κραυγές που συνθέτουν έναν κανονικό πεδίο πολέμου, οι γυναίκες που προτάσσουν τα σώματά τους πλάι σε εκείνα των ανδρών και ένας αναπάντεχος γάμος χωρίς εκκλησία, θα δώσουν τη σκυτάλη στους τίτλους τέλους της ιστορίας μας, κατευνάζοντας τους ασύγχρονους χτύπους της καρδιάς και οδηγώντας τους εναπομείναντες ήρωες σε νηνεμία και αγαλλίαση.
Από τα βιβλία που διαβάζω, επιλέγω μια φράση που μου κίνησε το ενδιαφέρον για να την μοιραστώ μαζί σας. Από το βιβλίο της Μαίρης Κόντζογλου, ένα σύντομο βιογραφικό της οποίας θα βρείτε στο τέλος του άρθρου, επέλεξα την παρακάτω:
…τι ήταν τελικά οι γυναίκες πάνω σ’ αυτή τη γη;…
Από ήλιο σε ήλιο, έτσι δούλεψαν οι νησιώτες για χρόνια στα μεταλλεία της Σερίφου κάτω από απάνθρωπες και αντίξοες συνθήκες, με αβέβαιο μέλλον, με ψίχουλα για ανταμοιβή, μέσα σε ανθυγιεινό περιβάλλον, παρέα με ψυχές που έμειναν για πάντα δέσμιες κάτω από τόνους χώματα.
Γυρίζοντας πίσω στον χρόνο παρέα με τη Μαίρη Κόντζογλου και θέλοντας να δώσω τον δικό μου τίτλο στην πολύκροτη διλογία, δυο λέξεις κλωθογυρίζουν στο μυαλό μου.
Επιμονή και ελπίδα!
Η Μαίρη Κόντζογλου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Έχει σπουδάσει Πολιτικές Επιστήµες στο Πάντειο Πανεπιστήµιο και έχει εργαστεί σε µεγάλες ελληνικές εταιρείες, µε αντικείµενο πάντα την Επικοινωνία.
Έχει εκδώσει τα μυθιστορήματα Το Μέλι το Θαλασσινό (2008), Περπάτα µε τον άγγελό σου (2009), την τριλογία «Οι μεσημβρινοί της ζωής» (2011) που αποτελείται από τα βιβλία Άγνωστη χώρα, Μεσονύκτιο, Μεσουράνηση, Χίλιες ζωές απόψε (2013), την τριλογία «Τα Παλιά Ασήμια» που αποτελείται από τα βιβλία Τα Παλιά Ασήμια (2014), Προσευχή για τα Παλιά Ασήμια (2015), Πέρα από τα Παλιά Ασήμια (2015), Οι Μαγεμένες (2017) και τη διλογία «Σκουριά και χρυσάφι» (2020) που αποτελείται από τα μέρη Νεγρεπόντε και Πόρτο Λεόνε, η συλλογή διηγημάτων Ώρες κοινής ανησυχίας (2021), καθώς και το βιβλιοφιλικό feelgood μυθιστόρημα Μια νύχτα στο βιβλιοπωλείο (2022).
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Περισσότερες πληροφορίες για το βιβλίο, θα βρείτε εδώ.
0 Σχόλια