Από τη Σίφνο με αγάπη

Κάτω από το πουκάμισό του ένα μαχαίρι στερεωμένο με μονωτική ταινία. Πίεζε το στήθος του όπως περπατούσε, φοβούμενος πως θα του πέσει. Με τόσες μπλούζες από μέσα και το πουκάμισο περασμένο από μέσα από το παντελόνι και όμως φοβόταν. Η αποκάλυψη είναι ένα βήμα από την κάλυψη, σκέφτηκε κι ύστερα κούνησε το κεφάλι του με άρνηση. Όχι, δε θα σκεφτώ πάλι. Τόσοι συνειρμοί αλυσιδωτοί καταλήγουν στην αθώωσή της. Δε θέλω να την αθωώσω. Ούτε και να την προστατέψω. Θέλω να την σκοτώσω. Θέλω να την δω να με κοιτά με τελευταία τρομαγμένη ματιά και να της πω νίκησα. Σε νίκησα.

Βράδια και βράδια ο Περικλής έκανε την ίδια σκέψη και ύστερα ξύπναγε. Είτε από όνειρο είτε από ένα ταξίδι με ανοιχτά τα μάτια. Πάντα να περπατά ιδρωμένος, πάντα να κρατά ένα όπλο και πάντα να αρνιέται να σκεφτεί. Να μη σκεφτεί ποτέ και τίποτα. Να μπορεί να εκτελέσει ψυχρά όπως κάνουν οι πληρωμένοι δολοφόνοι.

Με τα μάτια στην τζαμαρία του σπιτιού, τη φανταζόταν σε εκείνο το άλλο σπίτι να γδύνεται και να δίνεται. Σε εκείνον τον άλλον. Την έβλεπε να γελά. Να χορεύει. Να κυριαρχεί. Κι όμως την είχε. Την είχε. Το ήξερε ότι την είχε. Ήταν δικιά του. Της το είπε. Λάθος. Μόλις της το είπε, εκείνη έγινε φωτιά. Φωτιά που περίσσευε από τα μάτια της, που πέταγε σπίθες από τα στήθη της. Κι ύστερα με βήματα έσπαγε το πάτωμα σε κάθε κίνησή της. Πόσα άκουσε και πόσα δεν άκουσε. Και βουβός να ήταν ο κινηματογράφος στο έργο αυτό, πάλι θα άκουγε τις στριγκλιές της.

Στην τζαμαρία κρεμασμένος με το στόμα ανοιχτό να βγάζει ανάσες πληγωμένες, φανταζόταν όλες τις σκηνές που δε θα μπορέσει ούτε να ζήσει μα ούτε και να κλέψει. Θα πάω. Μια μέρα θα πάω. Κάτω από το σπίτι της. Έξω από το δρόμο της. Θα της πετάξω πέτρες. Θα φωνάξω. Θα σπάσω τους κάδους των σκουπιδιών. Θα φωνάξω σαν ξαναμμένος γάτος. Θα βγει και θα τρομάξει. Θα τα πω όλα! θα της στριγκλίξω. Και εκείνη πάλι θα γελάσει. Το ξέρω. Πάλι θα πει Τόλμα!

Τόλμα, τόλμα, τόλμα… φώναξε και πέταξε την κούπα στο τζάμι σπάζοντάς την σε κομμάτια. Στο στήθος κοντά του πετάχτηκε το «με αγάπη» από το ζωγραφισμένο με μαρκαδόρο πάνω φρασάκι: «από την Σίφνο με αγάπη». Τότε που την γνώρισε. Δεν πήγαν μαζί. Απλά βρεθήκαν στο ίδιο κατάστημα τη λάθος στιγμή. Πάρτην εσύ, της είπε. Θα βρω κάτι άλλο. Όχι όχι είσαι πολύ ευγενικός αλλά θα προτιμήσω την πετσέτα με το χάρτη της Σίφνου, του είπε και τον άφησε να την πάρει. Την κοίταζε να περνά στους διαδρόμους του τουριστικού μαγαζιού μαγνητισμένος. Τι πλάσμα… Γέλαγε, χαιρέταγε τους περαστικούς. Ανήκε του νησιού και των ανθρώπων του, μα από την άλλη η μορφή της το φώναζε καθαρά πως δεν ανήκει σε κανέναν. Τι πλάσμα… Σαν να την έβλεπε να γίνεται τίγρης και να χυμά. Να του χυμά. Στο κρεβάτι. Στο πάτωμα. Στο παγκάκι απέναντι. Τι σκέψεις!

Μία μέρα μετά, βρεθήκανε μαζί με τους φίλους τους στο ίδιο καφέ. Κοιτάχτηκαν με ένα πεινασμένο βλέμμα. Στην τουαλέτα που βρεθήκανε τυχαία να πηγαίνουν την ίδια στιγμή, ενώθηκαν με ένα τολμηρό φιλί χωρίς ερωτήσεις. Του άφησε κόκκινο κραγιόν στο λαιμό και έφυγε με ένα βλέμμα φωτιά για να συνεχίσει τη βόλτα με την παρέα της. Έμεινε πίσω να τρίβει το λαιμό του με σαπούνι να μη φανεί. Πάντα πίσω. Να εξαφανίζει. Να τρίβει λεκέδες. Να μη φανεί. Κομπάρσος. Και εκείνη πρωταγωνίστρια.

Θα την καταστρέψω, γαμώτο! Θα την φάω ολόκληρη. Δε θα μπορεί να πάει πουθενά και ποτέ. Θα μάθει πώς είναι να στερείσαι!. Έλα, της είπε ένα βράδυ. Έλα να το ζήσουμε όλο αυτό. Του κράτησε το χέρι χωρίς να απαντήσει και τον τράβηξε στη γωνία του απέναντι σπιτιού από το ξενοδοχείο που έμενε. Ανέβηκε πάνω του και του χάρισε ένα κομμάτι νύχτας. Σαν υπόσχεση. Και σαν απάντηση. Μόνο που δεν απάντησε. Εκείνος το είδε έτσι. Ύστερα ανταλλάξανε τηλέφωνα και είπαν, στην Αθήνα πια.

Αθήνα… Η κόλασή του. Να τηλεφωνεί, να του λέει σε λίγο. Να «τσατάρει» μαζί της μεσάνυχτα και να την προκαλεί ξανά και ξανά. Κι εκείνη να υπόσχεται χωρίς να υπόσχεται. Πέρασαν μέρες, μήνες δεν ξέρει. Μια μέρα σαν κι αυτή βρεθήκανε στο σπίτι της. Ελεύθερο από άλλους «συγκάτοικους». Το επόμενο πρωί τυλιγμένοι σε τσαλακωμένα σεντόνια, με σώματα ταλαιπωρημένα και χορτασμένα, γελάγανε και λέγανε ιστορίες. Εκείνη πιο αληθινή από ποτέ κι αυτός βυθισμένος. Μαζί της στο δικό του για πάντα που δαγκώθηκε για να μην το ψελλίσει.

Μα τα όνειρα χαλάνε από τον αυθορμητισμό καμιά φορά. Της το είπε, ύστερα από τόσες σιωπές. Ανάμεσα στον καφέ και στο τσιγάρο. Εκεί χαμένος πίσω από τον καπνό του τσιγάρου της που έβγαζε και ξαναέβγαζε της το ξέρασε. Έμεινε να τον κοιτά τρομαγμένη κι ύστερα θύμωσε. Θύμωσε τόσο που δεν ήξερε τι έλεγε. Θύμωσε σαν να χάλασε μια άτυπη συμφωνία μεταξύ τους. Πέταξε ό,τι βρήκε μπροστά της, σηκώθηκε από το κρεβάτι και φόρεσε τα ρούχα της. Φεύγω, είπε. Όταν γυρίσω δε θέλω να υπάρχεις.

Από τότε την κυνηγά. Την σκοτώνει. Την ανασταίνει. Ξανά και ξανά. Μυρτώ μην το κλείσεις. Στο κινητό. Μυρτώ άνοιξέ μου. Στην πόρτα. Μυρτώ άσε με να σου μιλήσω. Στο αυτοκίνητο. Η Μυρτώ η μέγαιρα. Η σκληρή. Η αποφασισμένη. Τον άφησε μόνο. Επειδή ήταν εκεί και όχι αλλού. Επειδή γεύτηκε το άρωμά της και το έβαλε στο δέρμα του. Επειδή αποφάσισε πως το τώρα του είναι το για πάντα. Επειδή, επειδή, επειδή…

«Με αγάπη», κοιτάζει πάλι το σπασμένο κομμάτι που έριξε πάνω του. Ποιος αγάπησε ποιον αναρωτιέται και το πετά κι αυτό. Κοιτούσε για ώρες το μαχαίρι της κουζίνας. Τόσα όνειρα και τόση απόσταση από τα όνειρα στην πραγματικότητα. Ούτε μια τούφα από τα μαλλιά της δε θα μπορούσε… Ούτε έναν πόνο από την καρδιά της δε θα ήθελε… Δειλός και άχρηστος. Σκούπισε τα σπασμένα και τα πέταξε στα σκουπίδια φέρνοντας μια ψυχαναγκαστική τάξη στην αταξία του. Μόνο τα δικά του τα θρύμματα δε θα βρεθεί ένας καλός κάδος να τα πετάξει να ησυχάσει, μονολόγησε.

Ακολουθήστε μας

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 15 – 16 Φεβρουαρίου 2025

Οι προσφορές των εφημερίδων για το Σαββατοκύριακο 15 – 16 Φεβρουαρίου 2025

Real News Καθημερινή Πρώτο Θέμa Το Βήμα της Κυριακής Δώστε μας το email σας και κάθε Παρασκευήθα έχετε στα εισερχόμενά σας τις προσφορές των εφημερίδων (Δεν στέλνουμε ανεπιθύμητη αλληλογραφία ενώ μπορείτε να διαγραφείτε με ένα κλικ και δεν θα...

Επιστροφή στο χωριό

Επιστροφή στο χωριό

Ήθελε πολύ να κλάψει, να ξεσπάσει. Μα όσο κι αν προσπάθησε να βγάλει από μέσα του αυτό που του άδραχνε σφιχτά την καρδιά και του έκοβε την ανάσα, δεν το κατάφερνε. Τα κόκκινα από την αγρύπνια μάτια του παράμεναν στεγνά, σαν τα χωράφια που τα είχε ζεματίσει η αναβροχιά...

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Άφιλτρο τσιγάρο

Άφιλτρο τσιγάρο

ΑΦΙΛΤΡΟ ΤΣΙΓΑΡΟ Κοίτα..  Έλεγα και σου έδειχνα την απλωμένη πόλη προς τα κάτω. Βράδυ στο ‘μπαλκόνι’ της Σαλονίκης. Εγώ δεν την έλεγα ποτέ Σαλονίκη!.  Εσύ μου το κόλλησες. Πάντα Θεσσαλονίκη την έλεγα.  Ολόκληρη.  Γιατί της άξιζε και με το παραπάνω. Κούκλα σαν και σένα....

Αντρικό κούρεμα

Αντρικό κούρεμα

Τα καλοκαίρια γυρίζαμε έξω. Οι μανάδες στο σπίτι οι πατεράδες στη δουλειά εμείς στις αλάνες. Οι αλάνες - δρόμοι, ήταν σαν τις γελοιογραφίες του Mordillo. Αν σου έφευγε η μπάλα στην κατηφόρα, είχες δυο επιλογές. Η μια ν’ αρχίσεις το τρέξιμο ώστε τα δεδομένα του...

Routine

Routine

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης - Ήταν ίσως η μόνη γυναίκα στον κόσμο που ξέβαφε τα χείλια της! Έμοιαζε με εξώφυλλο ακριβού περιοδικού πολυτελείας που κανείς δεν μπορούσε να (εξ)αγοράσει. Είχε φίλους. Πολλούς και λίγους. Οι πολλοί της φίλοι, σαν τα πουκάμισα τα αδειανά...

3 σχόλια

3 Σχόλια

  1. Απόστολος Παλιεράκης

    Η χειμαρώδης ροή της αφήγησής σου και η λογοτεχνικά άψογη αλήθεια του ψυχικού και συναισθηματικού πορτραίτου του ήρωά σου, συνθέτουν και προσθέτουν ένα νέο σου επίτευγμα στα τόσα άλλα. Χαίρομαι, Μάχη και σε συγχαίρω!

    Απάντηση
    • Μάχη Τζουγανάκη

      Τα όμορφά σου λόγια κάθε φορά τα φυλώ στην καλή μεριά της καρδιάς μου. Σε ευχαριστώ πολύ… 🙂

      Απάντηση

Υποβολή σχολίου