Εδώ, στην έπαυλη του πατέρα μου, υπάτου της Ρώμης, ατενίζοντας ένα μέλλον θολό, σου γράφω.
Τα χαρτάκια σε ποικίλες μορφές σχηματίζουν έναν σεβαστό σωρό. Άλλα από τον χρόνο κιτρινισμένα, άλλα ροκανισμένα από τ΄ άχαρά του δόντια. Κατ’ ακρίβεια από μένα μισοσκισμένα.
Σκέφτομαι να τα ψαρέψω, όσα έχουν επιζήσει από το πάτωμα και να τα ταξιδέψω, κάνοντάς τα βαρκάδα στα νερά του περίτεχνου σιντριβανιού που βρίσκεται στο ανατολικό μέρος της έπαυλής μας.
Το άγαλμα της Αναδυομένης Αφροδίτης, με κάνει ν’ αλλάξω όμως γνώμη, όσο αυτή κάθε φορά θ’ αναδύεται, αυτά πολύ φοβάμαι πως θα βυθίζονται στον πάτο του σιντριβανιού, πνίγοντας κάθε ίχνος συναισθήματος.
Προς το παρόν τα χαϊδεύω με την άκρη της μύτης του ποδιού μου, φυλακισμένο εδώ και αρκετή ώρα μου, σε κάτι περίτεχνα κομψά σανδάλια, το τελευταίο μου απόκτημα από την αγορά μας τη φημισμένη.
Διαβάζω με αργή και σταθερή φωνή. ΣΥΓΧΩΡΕΣΕ ΜΕ. Είναι γραμμένο με μικρά, στρογγυλά σχεδόν, παιδικά γράμματα, όπως και η ψυχή μου.
Το διαβάζω σχεδόν κάθε μέρα, προσευχή στα χείλη μου. Το γράφω καθημερινά να το εμπεδώσω.
Η μέρα αυτή, άνοιγε τα φτερά της. Ετοιμαστήκαμε για τα καθημερινά μας ψώνια, πάλι, στην αγορά. Σε αυτή την πολύχρωμη αγορά, τον ομφάλιο λώρο του απόλυτου πολιτισμού έκανες μια βουτιά σε ένα παρελθόν, όπου οι κίονες αγκάλιαζαν επιβλητικά το είναι σου και το ύψωναν στους θεούς. Οι πραματευτάδες στους πάγκους τους με ξέχειλη πραμάτεια φούσκωναν σαν παγόνια να προσελκύσουν την πλούσια πελατεία τους. Άπλωσα το χέρι και βούτηξα ένα βραχιόλι. Ένα μεγάλο μάτι δέσποζε περίτεχνα δεμένο σ’ ένα λεπτό δερμάτινο λουράκι, έτοιμο να παραφυλάξει κάθε πιθανή απόδρασή μου για διαφυγή. Μα δεν χρειαζόταν. Είχα καρφωμένα στην πλάτη μου τα μάτια της, επί σειρά ετών τροφού μου. Μια γυναίκα με καλοσυνάτο στρογγυλό πρόσωπο και πράσινα μάτια γατίσια. Ναι, ήταν κυριολεκτικά γάτα. Ο πατέρας μου είχε κάνει την καταλληλότερη επιλογή για να δαμάζει τον ατίθασό μου χαρακτήρα. Πέταξε με άνεση ένα πουγκί με χρυσά νομίσματα στον πάγκο του πραματευτή, προνόμιο και αυτό των πλουσίων η εξαγορά. Και το βραχιόλι έγινε, άνετα, απόκτημά μου.
Περνώντας τώρα και οι δυο, μέσα από μια στοά και έχοντας μισοσκεπασμένα τα πρόσωπά μας, προφυλαγμένα από το ελαφρό αεράκι που μας ξεσήκωνε τη διάθεση, σφίξαμε περισσότερο τις κουκούλες στα πρόσωπά μας.
Αυτή ήταν η στιγμή που ένιωσα την ψυχή μου και την ψυχή σου να περπατούν συμφιλιωμένες στις στοές της γνώσης, σοφίας και αλήθειας τους. Ήταν τόσο αιώνιες, που μέσα στο χρόνο δεν μέτραγαν αυτόν, αλλά μόνο τα δευτερόλεπτα των στιγμών τους. Αυτό κράτησε όμως μόνο μερικά δευτερόλεπτα, μέχρι η στοά να μας αποκαλύψει.
Γιατί τώρα οι ψυχές μας ταξίδευαν σαν σαπισμένες σανίδες που θαλασσόδερναν μέσα στους χρόνους; Γιατί τ’ αναπάντητα “γιατί” έγιναν τροχοπέδη ανάμεσα στο εγώ μου και το εγώ σου;
_
γράφει η Ανδρονίκη Ατζέμογλου
0 Σχόλια