«Αν δεν ποτίσεις τη γλάστρα σου, θα την ποτίσει άλλος». Ποιος «άλλος»; Μα, τι τώρα…; Η μικρή το πήγαινε το γράμμα. Αυτός την τάιζε, αυτός την πότιζε κι όμως… υπήρχε «άλλος»! Και του Γιώργου του ‘κανε τσαλιμάκια! Ο «άλλος» ήταν ο Γιάννης, ο χαϊδεμένος γιος της Λέλας, δυο σπίτια παρακάτω. Το τσογλάνι αυτό, που κυκλοφορούσε με στρατιωτικό αμπέχονο από μόδα και μαλλί αφάνα, σαν αδερφή. Αδερφή θα ήταν. Όλοι αυτοί οι μακρυμάλληδες αδερφές ήταν. Ένας αλήτης ήτανε, που είχε κάψει τ’ αρχεία του σχολείου του. Άλλο που δεν αποδείχτηκε. Όλοι το ήξεραν.
Το «τσογλάνι» αυτό, που στο μυαλό του Γιώργου ήταν ο ανταγωνιστής, αγαπούσε τη Ζωή! Στο όνειρό του έβλεπε συχνά πως σκότωνε τον πατριό της, να την αφήσει επιτέλους ήσυχη, να ξεβρομίσει κι ο τόπος. Τι άντρας ήταν, να μην μπορεί να τη σώσει. Τι τον σταματούσε, γαμώτο, τι; Έτσι βασανιζόταν και, όταν έβαλε φωτιά στα γραφεία του χουντικού κωλοσχολείου, που δεν την προστάτεψε, κι ας ήξερε, νόμιζε πως έκαιγε ζωντανό το γουρούνι. Δεν μπόρεσε ποτέ να τον αντιμετωπίσει και ήταν πια σίγουρος πως ήταν δειλός. Δειλός δεν ήταν ο Γιάννης, όχι. Ήταν ένα αγόρι με «τον ήλιο στα μαλλιά και μια χρυσή καρδιά»! Δεν ήταν φονιάς κι αυτό ήταν όλο…
Εκεί γύρω στα εβδομήντα του χρόνια ο Γιώργος θα έλεγε: «Μακάρι να ζούσε τώρα ο Γιαννάκης. Θα κάναμε παρέα…»! Μα…, έτσι δε γίνεται πάντα με τους αγγέλους και με τους ήρωες; Έτσι όπως έγινε και με τον Ιησού, που συγκέντρωνε και τις δυο παραπάνω ποιότητες; Πρώτα ο εξευτελισμός κι η σταύρωση κι έπειτα η προσκύνηση της -ακίνδυνης πια- εικόνας! Δεν είναι μεταμέλεια. Είναι υποκρισία!
_
γράφει η Κλεοπάτρα Θανοπούλου
0 Σχόλια