Με παίδεψε η πούλια απ’ το πρωί
δε μ’ άφησε να ξυπνήσω
ανοίγω μάτια μα δεν μπορώ
τον ήλιο να αντικρίσω.
Λες και με παίδεψε η ζωή
στο γέννημά της πάνω
και είναι μελαγχολική απόψε
που με χάνω.
Δε θέλω ήλιο πια να δω
και κρύβομαι και σκύβω
μαζεύω άγρια σύννεφα
και στη βροχή τυλίγω
το φόρεμα που έβρεξα
στύβω να το στεγνώσω
μήπως και ήλιο ξαναδώ
μήπως και ξημερώσω.
Κλάψε απόψε γέροντα
κλάψε για να με νιώσεις
και στην καρδιά μου σίδερο
απόψε να πυρώσεις.
Ξύπνα με πάλι απ’ την αρχή
και ξέπλυνε το χώμα
και δώσε ήλιο την αυγή
να ανθίσει και το σώμα.
Κι όταν σε δω ξανά εγώ,
να ανοίξω τα φτερά μου
για να πετάξουν σαν πουλιά
ξανά τα όνειρά μου.
“για να πετάξουν σαν πουλιά
ξανά τα όνειρά μου”
Ευτυχισμένος όποιος αντέχει να ονειρεύεται…