Τα παιδιά έτρεξαν στον δρόμο των ονείρων
Μόλις είχε νυχτώσει και το αυγουστιάτικο ασήμι
είχε λούσει τον τόπο, καθώς οι μανάδες μάζευαν το βραδινό τραπέζι.
Μα εκείνων τα μάτια, νύστα δεν γνώριζαν,
έφεγγαν ζωή.
Καθώς τα είδαν να ορμούν στους αργυρολουσμένους δρόμους,
έκαναν να τα φωνάξουν σαν σκανταλιά να ετοίμαζαν.
Μα ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο κρύο πρόσωπό τους.
Θες ήταν το ασήμι, θες η λάμψη του χαμόγελου που φώτιζε σαν ήλιος
την ώρα που ένα δάκρυ άρχιζε τη διαδρομή του πως είναι μάλλον απίθανο-ονειρικό.
Μέσα του αντανακλούσε ζωές ανθρώπων, μικρών και μεγάλων,
εκείνων που πέρασαν, είναι και ίσως περάσουν από το τραπέζι αυτό.
Μάνα με βαρύ πρόσωπο που γνώρισε μόνο τον χειμώνα της ζωής
και οι μέρες του ήλιου κράτησαν στιγμές που έμοιαζαν για δευτερόλεπτα.
Με άντρα μήτε εδώ μήτε εκεί, κάποτε στον πόλεμο άλλοτε στην εξορία, εκείνο το τραπέζι πάντα λείψω ήταν.
Εικόνα μιας άλλης εποχής.
Κάποτε έλειπε το ψωμί, άλλοτε το λάδι και το κρέας
μα πιο συχνά ο πατέρας.
Μάνα και πατέρας σε ρολό σκληρό, επώδυνο δίχως επιλογή-
φώναζε καθώς έβλεπε την κόρη της να περιδιαβαίνει με χαρά εκείνες τις σκοτεινές ημέρες.
Πώς μπορεί μες σε τέτοιο σκοτάδι να γενεί τέτοιο φως;
Τρόμαζε με τα όνειρα και τις ελπίδες.
Σκληρή η ζωή, ανέλπιδη, αρνείται τη λάμψη και την ομορφιά των ονείρων
Ο ξερός βράχος στην άνυδρη έρημο δεν γνωρίζει την τρυφερότητα του δροσερού αγγίγματος του ποταμού των βουνοκορυφών.
Το δάκρυ κυλούσε σε διαδρομή δίχως επιστροφή
σαν τον χρόνο που επουλώνει τις πληγές στο πέρασμα των νέων.
Θυμούμενη αυτές και άλλες στιγμές της δικής της μάνας,
σαν θες από φόβο είτε από στοιχειό είτε μάλλον και από ανάγκη,
φωνή δεν έβγαλε καθώς έβλεπε τα παιδιά να οδεύουν
εκεί που ίσως εκείνη δεν κατάφερε να πάει.
Σε ένα κήπο που τα όνειρα έχουν ανθίσει με άσπρα μεγάλα άνθη,
άλλοτε κίτρινα και πράσινα και άλλοτε κόκκινα,
σαν των παιδιών την ψυχή-απέραντη πολύχρωμη θάλασσα από άνθη και κήπους,
όπου κάποτε οι γονείς φύτευαν τις πιο όμορφες μυρωδιές
και μοσχοβολούσαν οι φούρνοι καθώς οι σκέψεις φούσκωναν
και ψήνονταν και ωρίμαζαν και γινόταν μεγάλες και λαμπερές ιδέες
για μία πορεία προς τους κήπους των πιο πολύχρωμων λουλουδιών και των μεγάλων δέντρων
για μία ζωή χαρούμενη στο βλέμμα των ονείρων
για ένα κόσμο όμορφο και φωτεινό των πιο μεγάλων ήλιων.
Κι όπως το δάκρυ κυλούσε έτσι και ο χρόνος περπατούσε ανάμεσα στις ζωές.
Και τώρα το τραπέζι ήταν γεμάτο με φωνές-
άλλοτε νεανικές και άλλοτε παιδικές, οικογενειακές, ερωτικές
και καθώς τώρα πια τα παιδιά των παιδιών διέσχιζαν την οδό των ονείρων
δεν πατούσαν με τα πόδια τους στο δρόμο, μα πετούσαν με φτερά ονειρικά
ενός κόσμου που τα αγκάλιαζε δίχως δάκρυα
και τώρα πια η μάνα αγκαλιά με τον πατέρα στο ίδιο εκείνο καλοκαιρινό Αυγουστιάτικο βράδυ
εμπρός στο ίδιο εκείνο ξύλινο τραπέζι δεν έκλαιγαν
δεν γνώριζαν δάκρυ τι θα πει.
Μες στα τραγούδια και στα χαμόγελα χαιρετούσαν τα παιδιά,
γιατί εκείνα ταξίδευαν πλέον σε άλλους πλανήτες
άλλους κήπους να βρούνε
όπου το γάργαρο νερό δροσίζει και χορταίνει τον κόσμο
όπου τα λουλούδια δεν ανθίζουν μπουμπούκια και άνθη,
μήτε ευωδιές αλλά Νέκταρ ανθρωπιάς και αμβροσία ονείρων,
όπου η γη χαμογελάει και η λύπη και το κλάμα
δεν υπάρχουν και ούτε υπήρξαν και ούτε θα υπάρξουν.
Τα χαμόγελα αυτά σαν ήλιοι θειικοί- ζωοδότες, παντοδύναμοι και αεικίνητοι-
θα θρέφουν και θα μεγαλώνουν τα παιδιά εις τους αιώνας των αιώνων.
Μόνη αντανάκλαση και θύμηση της μακρινής εκείνης εποχής
-αρχής των πάντων- της ζωοδότου πηγής των πάντων,
εκείνο το δάκρυ αρχή της πιο αγνής τρυφερότητας
για την αναζήτηση των πιο τρυφερών και όμορφών ονείρων της μάνας.
_
γράφει ο Αλέξανδρος Κουτσούκος
0 Σχόλια