Στη μέση του έργου, το έχεις ήδη μετανιώσει.

Αλλά, δεν μπορείς να αποχωρήσεις από τη σκηνή. Γιατί τότε ο ήχος των βημάτων σου θα φανέρωνε πόσο δειλός είσαι και θα πρόδιδες όσους βασίστηκαν πάνω σου.

Έτσι γίνεται και στη ζωή. Ειδικά αν είσαι ηθοποιός, έστω και «εν αποστρατεία». Μια φορά ηθοποιός, για πάντα ηθοποιός, έτσι δεν λένε; Αν είσαι από αυτό το είδος, του νάρκισσου, ιδιότροπου, σχιζοφρενή ανθρώπου, είσαι καταδικασμένος. Να βλέπεις την πορεία της ζωής σου, όχι σαν ταξίδι, όπως την βλέπουν όλοι οι κανονικοί άνθρωποι, αλλά σαν θεατρικό έργο. Είσαι της παλιάς σχολής, δεν σου κάνουν οι ταινίες. Εσύ θέλεις η μία πράξη να διαδέχεται την άλλη. Σε ένα έργο που το έχει γράψει ο μέγιστος των συγγραφέων, που δεν τον γνώρισες ποτέ, ούτε σε καθοδήγησε για το πώς να αποδώσεις πιο σωστά τον χαρακτήρα σου, παρά σε άφησε να ξεστομίζεις αυτοσχέδιες ατάκες, να διαλέγεις σκηνικά και συμπρωταγωνιστές και λίγο πριν το τέλος, σε άφησε σακατεμένο και ολομόναχο πάνω σε μια σκηνή. Το γνώριζες ήδη, στο επιβεβαίωσε και το σινάφι σου. Η σκηνή, όσο μικρή ή μεγάλη και αν είναι, ανήκει σε αυτούς που δεν φθάνει μια μαρκίζα να χωρέσει το μέγεθος του ταλέντου τους.

Ο Άρης Δ. δεν έφυγε στη μέση του «έργου» της ζωής του. Ακόμα και όταν είδε τον εαυτό του να αλλάζει. Πίστευε ότι έφτανε ο ρόλος του Ντόριαν Γκρέι που είχε υποδυθεί στο θέατρο για να κλείσει τη μυστική συμφωνία με τον διάβολο και να μην ξυπνήσει ποτέ γέρος. Να μην δει ποτέ τα πυκνά, καστανά μαλλιά του να ασπρίζουν και να αραιώνουν. Τα μάτια του, με εκείνη τη ξεχωριστή απόχρωση του κεχριμπαριού, να περικυκλώνονται από ρυτίδες και μαύρους κύκλους, να χάνουν τη λάμψη τους. Το λατρευτό κορμί που είχε χαρίσει και λάβει απλόχερα όλες τις ηδονές της σάρκας να «συσσωρεύει» τις καταχρήσεις και το βάρος των χρόνων.

Ο αιώνιος θαυμαστής του Τζέιμς Ντιν πίστευε ακράδαντα πως ο θάνατος ήταν μια στιγμή μονάχα. Λίγο κλάμα, λίγος πόνος, χαρά μασκαρεμένη σε ψεύτικη θλίψη. Μορφή και όνομα χαραγμένα με σινική μελάνη στο βιβλίο των αθανάτων. Αυτό ήθελε, λοιπόν; Να φύγει νέος; Είχε τόσες «ευκαιρίες» στη νιότη του. Τότε, ευχαριστούσε θεούς και διαβόλους που τελικά επέζησε. Και ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκε να αποχωρήσει από την σκηνή-ζωή, γιατί σκεφτόταν την υστεροφημία του. Ήθελε το άπιαστο. Την παντοτινή νεότητα. Σαν όλους τους ανθρώπους. Σαν όλους τους ηθοποιούς που έχουν την ατυχία να βλέπουν σε επαναληπτική προβολή την αλλοτινή εικόνα του εαυτού τους.

Ήταν ένα από εκείνα τα γλυκά φθινοπωρινά απογεύματα που τα βήματά του τον είχαν οδηγήσει ξανά στην προβλήτα του μικρού λιμανιού. Κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει έρθει εδώ, στο νησί του, τον τόπο που μεγάλωσε. Κανονικά δεν θα έπρεπε να περπατά αλλά να βρίσκεται ξαπλωμένος συνεχώς, να ξεκουράζεται, να μην επιβαρύνεται ο οργανισμός του. Κανονικά ο Άρης, με αυτό το όνομα που έσφυζε από νιάτα και ζωή δεν θα έπρεπε να κάνει τίποτα. Ήταν θαύμα πως είχε βγει από το σπίτι, πως είχε περάσει τους δρόμους με τα εμπόδια, με ένα μπαστούνι έτοιμο να λυγίσει από το μεγάλο βάρος, πως έφτασε ως εδώ. Μούσκεμα στον ιδρώτα από την υπερβολική προσπάθεια, είχε τόσο καιρό να έρθει σε αυτό το μέρος που του φάνηκαν όλα σα να τα έβλεπε πρώτη φορά.

Μόλις έφτασε στην προβλήτα, σταμάτησε το περπάτημα. Πήρε τρεις βαθιές ανάσες. Καθώς προσπαθούσε να επαναφέρει την καρδιά του στους φυσιολογικούς της χτύπους, κοίταξε τριγύρω του. Η προβλήτα άδεια. Μόνο ένα πουλί στεκόταν σε μια άκρη. Δεν μπορούσε να ξεχωρίσει το είδος τoυ, γιατί τον πρόδιδαν τα μάτια του. Πάνω ψηλά, ο ασθενικός ήλιος έκανε παιχνίδι με τα σύννεφα, φωτίζοντας από διάφορες μεριές τα θεόρατα βράχια απέναντι. Μπροστά του, βρισκόταν μόνο μια μικρή βαρκούλα αραγμένη, μια βάρκα βαμμένη μπλε, δίχως όνομα.

Χωρίς να το περιμένει, ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν. Για ελάχιστες στιγμές, το τοπίο τον είχε μαγέψει. Δεν ήταν ότι το έβλεπε για πρώτη φορά. Αλλά, να τώρα ήταν όλα αλλιώς.

Ήταν άρρωστος. Η τελευταία επίσκεψη στο νοσοκομείο πριν τον ερχομό του στο νησί, του το επιβεβαίωσε. Αν και οι γιατροί του έλεγαν άλλα λόγια με τα χείλη τους και τα αντίθετα με τα μάτια τους, εκείνος κατάλαβε. Πήρε την καλύτερη του φίλη, την αξιοπρέπεια του, και με λίγη βοήθεια από δυο-τρεις έμπιστούς του, ήρθε στο νησί.

Κάθε μέρα ένιωθε να πονά όλο και περισσότερο. Φανταζόταν ότι όλα άλλαζαν στο σώμα του. Το αίμα γινόταν μαύρο, τα σωθικά και τα κόκκαλα παραδίνονταν αμαχητί στην τρομερή αρρώστια. Όσες προσευχές και αν έκανε γνώριζε καλά πως στην κλεψύδρα του είχαν απομείνει ελάχιστοι κόκκοι άμμου.

Προσπάθησε να περπατήσει κατά μήκος της προβλήτας. Βήματα μικρά, αλλά όχι σταθερά, να προσέξει τα νερά από τα κύματα που το προηγούμενο βράδυ, λόγω του αέρα, «έγλειψαν» την προβλήτα. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, η ζωή πέρασε σαν σφαίρα από μπροστά του. Εκείνος, που όλοι γνώριζαν με το μικρό του όνομα, αλλά τρόμαζαν να τον αναγνωρίσουν πια λόγω της κατάστασης του, εκείνος που είχε ερωτευτεί πολύ, χωρίς ποτέ να βρει το ιδανικό «λιμάνι», χωρίς παιδιά για παρηγοριά. Ο Άρης, ο υπερβολικά ταλαντούχος, ο γοητευτικός, που έζησε διπλάσιες στιγμές ζωής εντός και εκτός θεάτρων και κινηματογραφικών πλατό, που χόρτασε από εικόνες, ήθελε λίγο ακόμα. Γι’ αυτό κοίταζε γύρω του αχόρταγα. Για να κλέψει και να πάρει μαζί του λίγο από το γαλάζιο του ουρανού, λίγο από το φως του ήλιου, λίγη από την ψύχρα του απογεύματος, μια ψύχρα που δρόσιζε την ψυχή του. Μόνο αυτά.

Σταμάτησε απότομα το βάδισμά του. Φωτογραφική μηχανή η ψυχή του έκλεισε τις στιγμές αυτού του απογεύματος βαθιά μέσα του. Μια ανάσα βαριά του χτύπησε το στέρνο. Έκλεισε τα μάτια και φαντάστηκε ότι εκατομμύρια βλέμματα είχαν καρφωθεί επάνω του. Τον κοίταζαν με λατρεία και περίμεναν μια κίνηση του για να αφήσουν την αγάπη τους να ξεχυθεί προς το μέρος του. Τα δάκρυα δεν είχαν σταματήσει να τρέχουν από τα μάτια του. Το μπαστούνι που τον στήριζε λύγισε από το βάρος, καθώς προσπαθούσε να σκύψει προς τα εμπρός, για να κάνει την πιο βαθιά υπόκλιση που είχε κάνει ποτέ.

 

_

γράφει η Γιώτα Φλώρου

Η Γιώτα Φλώρου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τώρα, σπουδάζει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Αγαπά πολύ τα βιβλία και τον κινηματογράφο. Κείμενα της έχουν δημοσιευτεί σε διάφορα ηλεκτρονικά μέσα ενώ συμμετέχει στις συλλογές διηγημάτων «Το ταξίδι ενός χαρτονομίσματος», «Summer Stories», «33», και «Καλοκαιρινά Ναυάγια» (εκδόσεις Πολύτροπον). Γράφει τη στήλη του κινηματογράφου στο περιοδικό Tvplus.

Ακολουθήστε μας

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Η μάνα της Φανής

Η μάνα της Φανής

Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα...

Αδιαφυλαξία

Αδιαφυλαξία

Απόψε, τουλάχιστον, θέλω να είμαι ειλικρινής. Αν και αμφιβάλλω αν είμαι καν ικανός να ψεύδομαι. Βλέπεις, μιλώ ξανά στο κενό, μα ακόμα και το κενό ξέρει πως κανείς δεν μπορεί να ψεύδεται χωρίς πρώτα να κατέχει οποιαδήποτε άποψη. Και για να πω την αλήθεια, δεν πιστεύω...

Η κραυγή

Η κραυγή

Με εμπειρίες λιγοστές κι επαρχιώτικες ξεκίνησε τη φοιτητική ζωή στη μεγαλούπολη. Καλόβολος, με καρδιά αγνή, αθωότητα σχεδόν παιδική, προσπαθούσε από τους πρώτους κιόλας μήνες να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σχολής και κυρίως να ανοίξει τους κοινωνικούς του...

1 σχόλια

1 Σχόλιο

  1. Μάχη Τζουγανάκη

    Η ματαιοδοξία συνάντησε την πραγματικότητα… Σπάει κάποτε ο εαυτός και ζητά μονάχα αλήθειες…μα μερικές φορές είναι τόσο αργά… Ομορφο το κείμενό σας…

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου