Ήταν μια από αυτές τις σύντομες στιγμές που μπορεί να συμβούν μεταξύ ξένων. Ιδρωμένη ακόμη από τη γιόγκα, είχε σταματήσει για έναν καφέ στο δρόμο για το αυτοκίνητο. Χαζεύοντας βαριεστημένα τους υπόλοιπους πελάτες, καθώς περίμενε να ακούσει το όνομά της, τον είδε να σηκώνει το βλέμμα από την εφημερίδα που διάβαζε. Τα μάτια τους συναντήθηκαν και κανείς τους δεν απέστρεψε το βλέμμα. Φαινόταν ευγενικός έως και φιλικός αλλά όχι αδιάκριτος, έμπειρος από τη ζωή αλλά όχι κουρασμένος. Αντάλλαξαν χαμόγελα.
Το όνομά της ακούστηκε και με τον καφέ στο χέρι, έφυγε ρίχνοντάς του μια τελευταία ματιά πάνω από τον ώμο της. Ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά φώτιζε το συνήθως ανέκφραστο πρόσωπό της, καθώς διέσχιζε την πόρτα του σπιτιού της. Ήταν κάτι που ποτέ δεν συνήθιζε.
“Φαίνεσαι διαφορετική”, της είπε ο σύζυγός της, σηκώνοντας τα μάτια από την οθόνη του υπολογιστή του. Εξακολουθούσε ακόμη να φορά το χαμόγελο που της είχε δώσει ένας άλλος άντρας, φαρδύ πλατύ πάνω στο πρόσωπό της. Το χαμόγελο που είχε για τον σύζυγό της, εκείνον που κάποτε γνώρισε και ερωτεύτηκε, είχε γίνει πια ανεπαίσθητο, σχεδόν αόρατο.
Εξαφάνισε το ξένο χαμόγελο από το πρόσωπό της και έψαξε για ένα καινούργιο, καθώς συνέχισε να την κοιτάζει εξεταστικά μέσα από τα γυαλιά μυωπίας του. “Τελικά ο έρωτας δεν είναι καθόλου τυφλός”, σκέφτηκε βλέποντάς τον και το χαμόγελο που του έδωσε ήταν μόνο για εκείνον.
_
γράφει η Βασιλική Δραγούνη
0 Σχόλια