Χάθηκα φίλοι
προς λήθη ηθελημένη, όταν
μου ένευσε νεράιδα πικροδάφνη
με τ’ άρωμα των άλικων λωτών της
Σαν έτεινα τα χέρια
σύννεφα πεταλούδες τύλιξαν τη ψυχή μου
και την ξεσήκωσαν να προσκαλέσει
άλλον, αμέριμνο εαυτό μου
Απ’ του νερού τη στράτα νύμφη δροσόχαρη
το βάλσαμό της πρόσφερε
στα φλογισμένα πόδια μου
και δονημένα νεύρα μου χρωμάτισαν με νότες
όλα τα κύτταρά μου
Νανούρισμα μεθυστικό
μείνε εδώ, όπου κι’ αν πας
εδώ θα επιστρέφεις
Δύση μαυλιστική!
Αλώθηκε το βλέμμα μου
Και από χάδι αφρογέννητης γοργόνας
πέτρωσα ενεός
Δάκρυ μου ασυγκράτητο
σε εγερτήρια αρμονία
μ’ αυτό της αλμυρίδας
Της σκέπης της πια εραστής
λατρείας όρκους απαγγέλω
Tου άστεως o ανήσυχος πολίτης
στο απενεργοποιημένο κινητό του
και στη σκιά για λίγο
Μα, αναπόδραστα υλικός
_
γράφει ο Απόστολος Παλιεράκης
Πόσο λυρικά όμορφο….
Μόλις σήμερα, 07/09 βρήκα τη δημοσίευση. Δεν είμαι καθόλου καλός στο διαδύκτιο, αλλά σιγά-σιγά μαθαίνω. Πολλά ευχαριστώ κι ένα πλατύ από καρδιάς χαμόγελο για το σχόλιο…
Όμορφο,ονειρικό ,παραμυθένιο!!!!