–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Οι Βρικόλακες, οι απέθαντοι ή όπως αλλιώς αποκαλούνται, δεν θα μπορούσαν να λείπουν από την λογοτεχνία. Πρόκειται για τα πλάσματα που αψηφούν τους φυσικούς νόμους και παραβιάζουν το σύνορο που διαχωρίζει τον κόσμο των ζωντανών από αυτόν των νεκρών έχοντας συνήθως ένα αίτημα. Το ζητούμενο αυτό είναι τόσο ισχυρό που δεν αφήνει ούτε τον νεκρό ν’ αναπαυθεί στην λήθη ώσπου να το εκπληρώσει, αλλά ούτε και τους ζωντανούς οι οποίοι εμπλέκονται σε αυτό. Ίσως πάλι να πρόκειται για την λαχτάρα του ανθρώπου να κρατηθεί με κάθε τρόπο στην ζωή και να μην αποχωριστεί όσους αναγκαστικά αφήνει πίσω του. Οι Βρικόλακες λοιπόν, ζώντας στο μεταίχμιο αυτών των δύο κόσμων, είναι πλάσματα αποτρόπαια, τρομαχτικά, αλλά ασκούν παντοδύναμη γητεία στους οικείους τους.
Θα αναφερθώ σε τρία παραδείγματα διαφορετικών εποχών, συγγραφέων, χωρών που έχουν ως κοινό σημείο αναφοράς τα πλάσματα αυτά και τα εναγώνια αιτήματά τους προκειμένου ν’ αναπαυθούν:
- Το Φάντασμα του Γρηγόριου Ξενόπουλου: Πρόκειται για μια ιστορία, στην ουσία έναν αστικό μύθο, που διαδραματίστηκε το ΙΗ’ αιώνα στη Βενετοκρατούμενη Ζάκυνθο και ο συγγραφέας την μετέτρεψε σε μεταφυσικό μυθιστόρημα θέλοντας να σκιαγραφήσει την τοπική κοινωνία της εποχής, ηθογραφώντας παράλληλα τους χαρακτήρες, ιδιαίτερα την κεντρική ηρωίδα. Η νεαρή Ελένη Ματαράγκα ερωτεύεται τον κατώτερό της κοινωνικά Κωσταντή, παρά τις αντιδράσεις των γονέων της και του περιγύρου. Τελικά, παρά τις αρχικές αντιδράσεις της, υποχωρεί και παντρεύεται έναν πλούσιο γαμπρό, αφήνοντας τον Κωνσταντή μόνο και καταρρακωμένο. Λίγες μέρες αργότερα ο άντρας πεθαίνει από τον πόνο του, αλλά επιστρέφει ως φάντασμα στοιχειώνοντας τις νύχτες της με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ολοκληρωθεί ο γάμος της: «…Κι η Έλενα σα φοβισμένη, μα χωρίς αντίσταση, κοίταζε μπροστά της, προς την κλειστή πόρτα της κάμαρας. Άξαφνα γούρλωσε τα μάτια της και έβγαλε μια κραυγή δυνατή τρόμου…Δεν πέρασαν λίγες ώρες από την κηδεία του, όταν η Ελένη τον αντίκρισε μπροστά της. Εκεί, στην άκρη του νυφικού της κρεβατιού να την κοιτάει. Ένα φάντασμα. Ξανά και ξανά, αρκετές φορές κάθε βράδυ και για πολλά βράδια ακόμα… Δεν μπορούσε ούτε έρωτα να κάνει με τον άντρα της. Ο Κωνσταντής παρών την κοίταζε, ακίνητος, αμίλητος». Η Έλενα, μετά από αμέτρητες νύχτες τρόμου, καλείται για πρώτη φορά στην ζωή της να πάρει τα ηνία της πορείας της, να αυτονομηθεί και αυτό οφείλει να το κάνει με τον πιο ακραίο και επώδυνο τρόπο: «Το αποφάσισε. Αυτή ήταν η μόνη λύση. Μια νύχτα που έλειπε ο άντρας της από το χωριό, πήρε μια τσάπα, ένα σφυρί και καρφιά και πήγε στο νεκροταφείο. Ξέθαψε το πτώμα και το κάρφωσε με τέσσερα καρφιά στα χέρια και στα πόδια (άλλοι λένε και στην καρδιά). Από τότε ο Κωνσταντής δεν ξαναφάνηκε στο κρεβάτι της…» Ο νεκρός αποζητούσε ακόμα την αγάπη της, ο άδικος θάνατός του απαιτούσε δικαίωση, αλλά το θέλω της γυναίκας αυτή τη φορά υπερέβη τους κανόνες της τοπικής κοινωνίας και επιχείρησε την αδιανόητη πράξη με αντάλλαγμα την ελευθερίας της: «Α, μα έπρεπε να υπάρχει πολύ δυνατή ψυχή μέσα στο ωραίο εκείνο κορμί, για ν’ αψηφήσει τέτοιο φόβο, τέτοια φρίκη…Άλλη στη θέση της θα πέθαινε. Ή θα παραδινόταν στο άγριο φάντασμα ή θα επιχειρούσε να το καρφώσει και θα’ μενε στον τόπο. Η Έλενα το κάρφωσε κι έζησε». Φυσικά, η υπέρβαση αυτή δεν μένει ατιμώρητη: η γυναίκα οδηγείται στην φυλακή με σκοπό να δικαστεί για την πράξη της, ενώ ακόμα και εκεί πρέπει να αγωνιστεί ενάντια στις πονηρές προθέσεις του Πρεβεδούρου που δήθεν θέλει να την βοηθήσει αλλά στην πραγματικότητα επιθυμεί να την αποκτήσει. Ένας ατέρμονος αγώνας μιας νεαρής γυναίκας προκειμένου να κατακτήσει μια θέση στην ευτυχία ενάντια σε κάθε «βρικόλακα», αυτό είναι το φάντασμα. Η αέναη πάλη της ζωντανής, πιο συγκεκριμένα της γυναίκας σε μια κοινωνία που ευνοεί τους ευκατάστατους και ισχυρούς. Ωστόσο, η Έλενα αποδεικνύεται πιο ισχυρή από κάθε φόβο, κάτι που δεν κατάφερε εν ζωή ο Κωνσταντής.
- Θανάσης Βάγιας του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη: Πρόκειται για ένα ποίημα που έμπνευσή του αποτέλεσε ο Θανάσης Βάγιας, μέλος της αυλής του Αλή Πασά, άρχοντα των Ιωαννίνων εκείνη την εποχή, και έμπιστος σύμβουλός του. Θεωρήθηκε προδότης των Ελλήνων και μάλιστα υπαίτιος της σφαγής των Γαρδικιωτών. Όπως ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει : «Ηθέλησα και εγώ εις το γενικόν ανάθεμαν να ρίψω τον λίθον μου κατά του κακούργου τούτου. Αν δεν επέτυχα του σκοπού, ας αποδοθή το πταίσμα εις την αδυναμίαν του βραχίονος του κατασφενοδίσαντος τον λίθον.» Στην προκειμένη περίπτωση, ο Θανάσης Βάγιας επιστρέφει ως βρικόλακας στην γυναίκα του διεκδικώντας την, αλλά αυτό γίνεται ως τιμωρία και θεία Δίκη για τις αποτρόπαιες πράξεις του εν ζωή. Ωστόσο, ακόμα και αυτή η γυναίκα, το μοναδικό συγγενικό του πρόσωπο, τον αρνείται μια και είναι δολοφόνος και αποκρουστικός ακόμα και μέσα στον τάφο του. Μάλιστα και η ίδια πληρώνει το τίμημα των πράξεών του, καθώς οι συγχωριανοί της την έχουν αποξενώσει και καταδικάσει σε απόλυτη απομόνωση και φτώχεια:
« —Πες μου τί στέκεσαι, Θανάση, ορθός,
βουβός σα λείψανο στα μάτια εμπρός;
Γιατί, Θανάση μου, βγαίνεις το βράδυ;
Ύπνος για σένανε δεν είν’ στον Άδη;
Στάσου μακρύτερα… Γιατί με σκιάζεις;
Θανάση, τί έκαμα και με τρομάζεις;
Πώς είσαι πράσινος… μυρίζεις χώμα…
Πες μου, δεν έλιωσες, Θανάση, ακόμα;
Λίγο συμμάζωξε το σάβανό σου…
Σκουλήκια βόσκουνε στο πρόσωπό σου.
Θεοκατάρατε, γιά ιδές, πετάνε,
κι έρχονται επάνω μου για να με φάνε»
Ο απέθαντος άντρας της εξηγεί πως ο λόγος για την νεκρανάστασή του δεν είναι άλλος από την εκδίκηση, καθώς τον κυνηγούν ανελέητα τα φαντάσματα των αμέτρητων Γαρδικιωτών που σφάχτηκαν εξαιτίας του:
«Έξαφνα επάνω μου μια κουκουβάγια
ακούω που φώναζε: «Θανάση Βάγια,
σήκου κι επλάκωσαν χίλιοι νεκροί
και θα σε πάρουνε να πάτ’ εκεί.»
Τα λόγια τ’ άκουσα και τ’ όνομά μου.
Σκάνε και τρίβονται τα κόκαλά μου.
Κρύβομαι, χώνομαι όσο μπορώ
βαθιά στο λάκκο μου, μη τους ιδώ.
«Έβγα και πρόβαλε, Θανάση Βάγια,
έλα να τρέξομε πέρα στα πλάγια.
Έβγα, μη σκιάζεσαι, δεν είναι λύκοι.
Το δρόμο δείξε μας για το Γαρδίκι».
Έτσι φωνάζοντας σα λυσσασμένοι
πέφτουν επάνω μου οι πεθαμένοι.
Και με τα νύχια τους και με το στόμα
πετάνε, σκάφτουνε το μαύρο χώμα.
Και σαν μ’ εβρήκανε όλοι με μια
έξω απ’ του τάφου μου την ερημιά,
γελώντας, σκούζοντας, άγρια με σέρνουν
κι εκεί που μου είπανε με συνεπαίρνουν.
Ω, τί μαρτύρια! Ω! τί τρομάρες!
Πόσες μού ρίξανε σκληρές κατάρες!
Μου δώκαν κι έπια αίμα πημένο.
Γιά ιδές, το στόμα μου το ’χω βαμμένο.»
Μέσα στο μαρτύριό του, ο Βρικόλακας σκέφτεται σαν ύστατη λύση την γυναίκα που ήταν κάποτε στο πλευρό του και την διεκδικεί άγρια, απαιτητικά, λυσσαλέα:
«—Μέσα στο μνήμα μου για συντροφιά
θέλω απ’ το στόμα σου τρία φιλιά.
—Όταν σου ρίξανε λάδι και χώμα
ήλθα, σ’ εφίλησα κρυφά στο στόμα.
—Τώρα περάσανε χρόνοι πολλοί…
Μου πήρε η κόλαση κειο το φιλί.
—Φεύγα και σκιάζομαι τ’ άγρια σου μάτια.
Το σάπιο κρέας σου πέφτει κομμάτια.
Τραβήξου, κρύψε τα, κείνα τα χέρια.
Απ’ την αχάμνια τους λες κι είν’ μαχαίρια.
—Έλα, γυναίκα μου, δεν είμ’ εγώ
κείνος που αγάπησες έναν καιρό;
Μη με σιχαίνεσαι, είμ’ ο Θανάσης.
—Φεύγ’ απ’ τα μάτια μου, θα με κολάσεις.
Ρίχνετ’ επάνω της και τηνε πιάνει,
μέσα στο στόμα της τα χείλη βάνει.
Στα έρμα στήθια της τα ρούχ’ αρχίζει,
που τη σκεπάζουνε, να τα ξεσχίζει.
Την εξεγύμνωσε… το χέρι απλώνει…
Μέσα στον κόρφο της άγρια το χώνει…
Μένει σαν μάρμαρο. Κρύος σα φίδι
τρίζει απ’ το φόβο του το κατακλείδι.
Σα λύκος ρυάζεται, τρέμει σα φύλλο…
Στα δάχτυλα έπιασε το Τίμιο Ξύλο.
Τη μαύρη εγλίτωσε το φυλαχτό της·
καπνός, εσβήστηκε απ’ το πλευρό της»
Η γυναίκα, παρά τον φόβο της και παρά το γεγονός ότι σώζεται άθελά της από Θεία παρέμβαση, αναλαμβάνει να προειδοποιήσει τους συγχωριανούς της, πέρα από την επιφυλακτικότητα απέναντί της και μάλιστα τους υποδεικνύει και τον τρόπο, παίρνοντας το ρίσκο να της επιτεθούν. Ωστόσο, δεν διστάζει στιγμή να αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο με θάρρος ενάντια στην βαριά μοίρα της να είναι η σύζυγος του σφαγέα:
«—Κι εγώ είμ’ η γυναίκα του. Κάμετε το σταυρό σας,
πάρτε λιβάνι, κάψετε, να διώξτε τον εχθρό σας.
Εψές τη νύχτα εμπήκ’ εδώ, εστάθηκε σιμά μου…
Σχωρέστε τονε, Χριστιανοί, κλάψτε τη συμφορά μου.
Παίρνει το λόγγο. Το παιδί κι η μάν’ ανατριχιάζουν,
και το σταυρό τους κάμνοντας τρέμουν που την κοιτάζουν.»
- Ο Βρικόλακας του Charles Baudelaire:
Στην περίπτωση αυτή, ο βρικόλακας αποκτά άλλες διαστάσεις, καθώς η απέθαντη φύση του είναι περισσότερο προνόμιο παρά κατάρα. Από την ερεβώδη ύπαρξή του του πηγάζουν πανίσχυρες η λίμπιντο και η γοητεία, ενάντια στις οποίες καμιά θνητή φύση δεν μπορεί να αντιταχθεί. Το σκοτάδι, η υπέρβαση του φυσιολογικού και του αποδεκτού γίνονται ύμνος στον έρωτα δίχως όρια και ηθικούς ή άλλης φύσεως φραγμούς. Ο Βρικόλακας είναι η μορφή της απόλυτης κυριαρχίας στον κόσμο του σκότους και του φωτός και έχει κι αυτός ένα αδήριτο αίτημα: την κατάκτηση μιας νεαρής μελαχρινής γυναίκας, την σαρωτική νίκη του έναντι της συμβατικής ζωής, της νιότης, κάθε μορφής άβατου και ιερού.
«Καθὼς οἱ δαίμονες μὲ τ᾿ ἄγριο μάτι,
θὰ σοῦ ξανάρθω σιγὰ στὸ κρεβάτι
καὶ θὰ γλυστρήσω κοντά σου ἀχνός,
σὰν τὰ φαντάσματα τῆς νυκτός.
Ξανὰ θὰ σοῦ δώσω μελαχροινή μου
σὰν τὸ φεγγάρι ψυχρὸ τὸ φιλί μου
καὶ χάδια τέτοια σὰν τοῦ φιδιοῦ
ποὺ σέρνεται πλάι σὲ τάφο νεκροῦ.
Καὶ μόλις φέξει ἡ αὐγὴ πελιδνὴ
τὴ θέση μου θὰ ῾βρεις ἐκεῖ ἀδειανὴ
καὶ κρύα ὡς ποὺ νὰ ῾ρθει πάλι τὸ βράδυ.
Ὅπως οἱ ἄλλοι μ᾿ ἀγκαλιὲς καὶ χάδι…
στὴ νιότη σου καὶ στὴ ζωή σου ἐδῶ
θὰ βασιλέψω μὲ τὴ φρίκη ἐγώ.»
Βρικόλακες, λάμιες, δαίμονες και τόσα άλλα πλάσματα σκιαγραφούνται έξω από την φύση, την τάξη, τον ανθρώπινο νόμο. Αποτελούν απονομή μη ανθρώπινης δικαιοσύνης, υπερβάσεις, αέναες αναμετρήσεις ανάμεσα στο σκοτάδι και στο φως, στην ζωή και στον θάνατο. Είναι το πεπρωμένο της θνητότητάς μας, που επιβάλει να παλεύουμε για κάθε αίτημά μας και να αγωνιούμε αναρωτώμενοι αν υπάρχει κάτι μετά τον θάνατο, έστω και αν αυτό προξενεί τρόμο.
Η Λογοτεχνία μας παρέχει ποικιλία εκδοχών, δεν μένει παρά να διαλέξουμε αυτήν που προτιμούμε.
0 Σχόλια