Πρόσωπο από μπογιά
σκυφτό, γεμάτο νερό
τα μαλλιά του.
Πυρκαγιά πυρετού
τα μάγουλά του.
Μάτια, δάκρυα
νωπής λαδομπογιάς.
Κραυγάζει βοήθεια
καταμεσής του πελάγους
των ανθρώπων.
Πρόσωπο βαμμένο υπερβολικά.
Καρνάβαλος συναισθημάτων
σε μια εποχή ψυχικού χιονιά.
Βρέχει πάνω στα ματοτσίνορά του.
Τρέχει η φωτιά των χειλιών του
ξηλωμένη κλωστή.
Ένας ακόμα κόμπος σχοινί στη θηλιά του κόσμου.
Σήμερα πνίγεσαι εσύ,
όμορφη.
Η μόνη ζωγραφιά της ζωής μου.
Μαραίνονται οι πυρόξανθες τούφες
πάνω από το μέτωπό σου.
Τις κάμωσα με ξενύχτια υπνοβασίας στα όνειρά μου.
Κλείνουν οι βαθουλωτές κόχες σου.
Σαν ξύλινα μουσικά κουτιά που σωπαίνει
το μελωδικό παράπονό τους.
Βαραίνουν τα βλέφαρά σου στην τόση υγρασία,
ζητούν ύπνο.
Σκουραίνει η λάσπη της σάρκας σου
τα φτερά μου.
Φθίνει η ανάσα σου μέσα μου.
Χάνω κάθε μέρα τον ρυθμό της.
Κι αυτή η άτιμη, η μπόρα, δεν λέει
να κοπάσει.
Λίγο λίγο, καταμεσής των ουρλιαχτών μου
σε σφάζει.
Δεν προλαβαίνει το πινέλο να σε σώσει.
Δεν προφταίνουν οι λέξεις να σε κλειδώσουν
αδιάβροχη.
Ουρανέ, σταμάτα να με κοιτάζεις.
Πρόσωπο της βροχής
μείνε κοντά μου.
Φθινόπωρο είναι θα περάσει.
Είναι απέθαντη η μοναξιά
δίχως τη φωνή σου
το βράδυ
να ξενυχιάζει
τα αγκάθια των ανθρώπων.
Φθινόπωρο είναι.
Δεν θα του περάσει.
_
γράφει ο Τάσος Μιχαηλίδης
0 Σχόλια