(Φωτογραφία: Στράτος Γιαννόπουλος)
Σήμερα, στην λογοτεχνικής δράση «Ελάτε να μιλήσουμε για τη λογοτεχνία» φιλοξενούμε τον αναγνώστη Μιχάλη Κοτσαρίνη, τον οποίο και ευχαριστώ για την τόσο αυθόρμητη εξομολόγησή του!
Πρώτα όμως ας γνωρίσουμε την προσωπικότητά του:
Βιογραφικό Μιχάλη Κοτσαρίνη
Μεγάλωσα σε εποχές προ διαδικτύου και όπως πολλοί της γενιάς μου ήμουν (και παραμένω) φανατικός αναγνώστης καθώς μέσα από τα βιβλία γνώριζα ανθρώπους, πράγματα και κόσμους ολόκληρους πέρα από τα στενά όρια της ελληνικής επαρχίας και των δύο καναλιών της τότε τηλεόρασης.
Αργότερα ως φοιτητής στην Αθήνα, ήρθα σε επαφή με πολλούς βιβλιόφιλους ανακάλυψα έναν πλούτο λογοτεχνικό αλλά και τη δύναμη της δικτύωσης που έμελλε να αλλάξει τον κόσμο μας. Το πέρασμά μου ως μεταπτυχιακός από την Αγγλία διεύρυνε ακόμα περισσότερο τους ορίζοντές μου.
Έχω εγκατασταθεί και εργάζομαι στην επαρχία και η ανάγνωση παραμένει ο συνδετικός κρίκος όλων των υπόλοιπων ενδιαφερόντων μου και ένας παράγοντας που με φέρνει πιο κοντά σε ανθρώπους πολύ μακριά από μένα.
Επικοινωνία
Θα με βρείτε στο goodreads: https://www.goodreads.com/user/show/5852226-michael-kotsarinis
Έχω το podcast Ex Libris: https://www.facebook.com/exlibrismichael
το YouTube κανάλι: Ex Libris by MikeBooklover (https://www.youtube.com/channel/UCLU_6kKQvhFsg554UNOStWg)
Ερωτηματολόγιο για αναγνώστες και κριτικούς βιβλίων
Γιατί διαβάζεις; Τριάντα χρόνια πριν, που ο κόσμος έμοιαζε σαφής και τακτοποιημένος και όλα ήταν(;) πιο απλά, είχα κι εγώ σαφή και απλή απάντηση: “διαβάζω για να περνάω ευχάριστα το χρόνο μου και να μαθαίνω καινούρια πράγματα”. Και ενώ αυτά ισχύουν ακόμα (ευτυχώς η χαρά της εκμάθησης καινούριων πραγμάτων δεν με έχει εγκαταλείψει) δεν με καλύπτουν επαρκώς ως απάντηση. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω γιατί διαβάζω με την έννοια ότι το διάβασμα είναι τόσο αναπόσπαστο μέρος της προσωπικότητάς μου, που δεν χρειάζεται να σκεφτώ κάποια αιτιολόγηση, χρησιμοθηρική ή όχι. Διαβάζω γιατί είμαι εγώ (και το αντίστροφο βέβαια).
Ποια είναι τα κριτήρια που σε ωθούν να αγοράσεις ένα βιβλίο; Το βασικό κριτήριο επιλογής για μένα είναι το θέμα, η υπόθεση του βιβλίου. Αν είναι έξω από τα ενδιαφέροντά μου δύσκολα θα βρει το δρόμο προς τη βιβλιοθήκη μου χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είμαι ανοιχτός σε καινούρια είδη και πειραματισμούς. Σε αυτό, ιδίως σε βιβλία που δεν τα έχω προηγουμένως ερευνήσει στο διαδίκτυο, βασικός παράγοντας είναι τα γραφόμενα στο οπισθόφυλλο. Και λίγα πράγματα με εκνευρίζουν τόσο όσο τα ανακριβή οπισθόφυλλα που δίνουν τελείως διαφορετική εντύπωση για το βιβλίο. Ευτυχώς, τώρα που υπάρχουν πολλές πηγές στο διαδίκτυο όλο και σπανιότερα βασίζομαι σε αυτό και συνήθως πάω ενήμερος (και προαποφασισμένος) στο βιβλιοπωλείο. Τη μεγαλύτερη βαρύτητα στη διαδικτυακή μου έρευνα έχουν οι κριτικές και οι γνώμες φίλων και γνωστών που έχουμε παρόμοιες προτιμήσεις αλλά και οι κριτικές αναγνωστών. Σπάνια επηρεάζομαι από τις, συνήθως διθυραμβικές, κριτικές δημοσιογράφων και από τις κριτικές των επαγγελματιών του χώρου κρατάω αυτές που δίνουν πραγματικές πληροφορίες και όχι “φιλοσοφίες”. Το όνομα του συγγραφέα σπανίως είναι κριτήριο επιλογής, αντίθετα είναι κατά κύριο λόγο κριτήριο απόρριψης. Αν ένας συγγραφέας δεν μου ταιριάξει με την πρώτη ή ακόμα χειρότερα και με τη δεύτερη φορά, είναι απίθανο να ξαναπιάσω έργο του. Εξώφυλλο και τίτλος δεν είναι αποφασιστικό κριτήριο απλά ένας έξυπνος τίτλος ή ένα ωραίο εξώφυλλο θα με ωθήσουν στο οπισθόφυλλο και σε περαιτέρω έρευνα. Όπως καταλάβατε σπάνια πλέον αγοράζω βιβλία αν δεν τα έχω ψάξει πρώτα καθώς λείπουν ο χρόνος και το χρήμα. Το οποίο όσο και αν δεν μου αρέσει να το παραδέχομαι έχει εξελιχθεί σε βασικό κριτήριο. Πολλές φορές βιβλία που έχω αποφασίσει να διαβάσω περιμένω να πέσει η τιμή τους ή να τα βρω σε προσφορά ή να τα δανειστώ.
Σε κουράζουν τα πολυσέλιδα βιβλία; Ποιον αριθμό σελίδων θεωρείς ως ιδανικό; Για να απαντήσω ευθέως, όχι! Δεν με κουράζουν τα πολυσέλιδα βιβλία αλλά στην πραγματικότητα η ερώτηση για εμένα στερείται νοήματος. Δεν έχει σημασία ο αριθμός των σελίδων αλλά το περιεχόμενο. Αν ένα βιβλίο είναι καλογραμμένο και μου κρατά το ενδιαφέρον, ας είναι όσο πολυσέλιδο θέλει! Από την άλλη έχω κουραστεί αφόρητα με ολιγοσέλιδα βιβλιαράκια. Το ότι τελειώνουν γρήγορα δεν απαλύνει τις κακές εντυπώσεις! Υπό την έννοια αυτή δεν πιστεύω σε ιδανικό αριθμό σελίδων, ο κάθε συγγραφέας ας γράφει όσο πολλά ή λίγα θεωρεί ότι πρέπει για να πει την ιστορία του όπως τη θέλει. Για μένα το να δώσω αριθμό σελίδων θα ήταν σαν να βάζω τα βιβλία στη ζυγαριά και να τα κρίνω “με το κιλό”.
Σε ποιο στάδιο της ανάγνωσης αντιλαμβάνεσαι αν ένα βιβλίο ανταποκρίνεται ή όχι στις προσδοκίες σου; Σου έχει τύχει παρά τις αρχικές αρνητικές εντυπώσεις, να σε αιφνιδιάσει στην συνέχεια θετικά;
Είμαι από αυτούς που δεν παρατάνε εύκολα ένα βιβλίο ακόμα και αν δε μου αρέσει. Πείτε το ψυχαναγκασμό, πείτε το αισιοδοξία ότι θα αλλάξει κάτι όσο προχωρά, πείτε το απλή περιέργεια αλλά ούτε που θυμάμαι πότε παράτησα βιβλίο τελευταία φορά. Βέβαια, έχοντας διαβάσει μέχρι τέλους ένα βιβλίο έχω το πλεονέκτημα ότι μπορώ να είμαι και πιο απόλυτος στην κριτική μου καθώς δεν υπάρχουν επιχειρήματα του τύπου “το τέλος τα αλλάζει όλα”. Βέβαια ένα καλό τέλος από μόνο του δε σώζει ένα βιβλίο που δεν με ικανοποίησε, όπως και ούτε μια καλή αρχή. Μου έχουν συμβεί και τα δύο, δηλαδή βιβλία με καλή αρχή να με απογοητεύουν όσο προχωρούν αλλά και βιβλία με κακή αρχή να εξελίσσονται εξαιρετικά στην πορεία. Συνήθως εκεί που “πονάνε” τα περισσότερα βιβλία είναι στο τέλος. Δεν υπάρχει πιο απογοητευτικό πράγμα να έχεις “φτιαχτεί” με την πλοκή, να έχεις δεθεί με τους χαρακτήρες, να ξενυχτήσεις για να το τελειώσεις και το τέλος να είναι “πλαδαρό”, “χλιαρό” ή ασαφές. Γενικά με την εμπειρία που έχω ως αναγνώστης περίπου μέχρι τη μέση έχω κατασταλάξει στο αν το βιβλίο καλύπτει ή όχι τις προσδοκίες μου. Σπάνια και μόνο αν αλλάζει στη συνέχεια ριζικά το βιβλίο θα αλλάξω γνώμη μετά το σημείο αυτό. Δεν μπορώ πάντως να θυμηθώ πρόσφατα κάποιο βιβλίο που να έκανε ευχάριστη ανατροπή στο τέλος.
Θεωρείς πως οι παρουσιάσεις βιβλίων υλοποιούνται για να γνωρίσεις καλύτερα το έργο ενός δημιουργού ή συμβαίνουν απλά και μόνο για εμπορική διαφήμιση;
Ζώντας στην “όμορφη ελληνική επαρχία” δεν μπορώ να απαντήσω χωρίς ολίγη πίκρα. Αναφέρομαι, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, στις παρουσιάσεις βιβλίων που οργανώνουν οι εκδοτικοί οίκοι (σε συνεργασία συνήθως με βιβλιοπωλεία) και όχι στις διάφορες συζητήσεις και εκδηλώσεις που οργανώνουν από μόνα τους κάποια ψαγμένα βιβλιοπωλεία σε πολλές περιοχές της χώρας. Σαφώς και οι παρουσιάσεις βιβλίων γίνονται για εμπορικούς πρωτίστως λόγους όσον αφορά τους εκδοτικούς οίκους. Ειδικά στην επαρχία αυτό φάνηκε ξεκάθαρα. Τις “καλές εποχές” (ας τις πούμε έτσι χάριν ευκολίας) λίγοι εκδοτικοί οίκοι και συγγραφείς “καταδέχονταν” να μας τιμήσουν με την παρουσία τους. Στις αρχές της “κρίσης” όταν άρχισαν να πέφτουν οι πωλήσεις, μας θυμήθηκαν αρκετοί εκδοτικοί οίκοι στην προσπάθειά τους να κρατηθούν. Τώρα που έχει βαθύνει η “κρίση” και έχουν “στεγνώσει” οι προϋπολογισμοί, Ελλάδα είναι μόνο η Αθήνα (άντε και λίγο η Θεσσαλονίκη, που είναι ελληνική, για να μην ξεχνιόμαστε, αλλά για Ελλάδα βλέπουμε…). Αλήθεια πόσο δύσκολο είναι να αξιοποιηθεί το διαδίκτυο (πχ live streaming με συμμετοχή των ακροατών στις ερωτήσεις); Μην αρχίσετε να ζητάτε νούμερα και στοιχεία, δεν κάνω έρευνα αυτή είναι καθαρά η προσωπική μου αίσθηση ως αναγνώστη!
Στο δεύτερο σκέλος, τη γνωριμία με το έργο του δημιουργού, οι παρουσιάσεις είναι δύο κατηγοριών. Αυτές που απλά προωθούν το έργο και στην ουσία τους είναι μια απλή διαφήμιση διανθισμένη με την παρουσία του συγγραφέα και αυτές που πραγματικά αξίζουν και βλέπεις το πάθος του δημιουργού και την προσπάθειά του να μιλήσει με και να αφουγκραστεί το αναγνωστικό κοινό.
Εν κατακλείδι, οι παρουσιάσεις έχουν και τα δύο σκέλη. Δυστυχώς μόνο λίγες καταφέρνουν να ξεφύγουν από το καθαρά εμπορικό κομμάτι και είναι αυτές που δικαιολογούν την ύπαρξη και των υπολοίπων.
Στην μάχη ελλήνων και ξένων λογοτεχνών, ποιον κρίνεις ως νικητή;
Δεν ήξερα ότι είμαστε σε πόλεμο! Πέραν της ελαφράς ειρωνείας, που ελπίζω να μου συγχωρήσετε, για μένα η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος έκφρασης που επιχειρεί μεταξύ άλλων να γεφυρώσει λαούς συνήθειες και αντιλήψεις και όχι να δώσει τροφή σε αντιπαραθέσεις ειδικά του τύπου “Έλληνες” εναντίον “ξένων”. Δεν παραγνωρίζω την ύπαρξη κειμένων “μίσους” αλλά θεωρώ ότι αυτά κινούνται στο περιθώριο και δεν είναι το θέμα μας εδώ. Έχω διαβάσει εξαιρετικά βιβλία από Έλληνες και από ξένους συγγραφείς άλλα και άθλια πάλι ασχέτως εθνικότητας. Οι Έλληνες συγγραφείς έχουν το πλεονέκτημα της αμεσότητας της γλώσσας και των κοινών παραστάσεων, όμως αυτό είναι και μειονέκτημα καθώς τα βιβλία που αποφασίζουν οι εκδότες να μεταφράσουν (θεωρώ πως) έχουν μια αναγνώριση και σχετική επιτυχία στις χώρες τους. Έτσι όταν μιλάμε για βιβλία στα ελληνικά συγκρίνουμε ως ένα βαθμό τα “καλύτερα” των ξένων με το σύνολο των ελληνικών. Δεν είναι σπάνιες οι φορές που από ολόκληρη σειρά βιβλίων εκδίδεται στα ελληνικά μόνο το πιο επιτυχημένο από αυτά στο εξωτερικό. Έτσι είναι κάπως άδικη η σύγκριση αυτή. Αν κάποιος έχει άνεση σε μια (η και περισσότερες) ξένη γλώσσα εύκολα διαπιστώνει πως οι διαφορές εκμηδενίζονται. Φυσικά μιλάω πάντα από τη σκοπιά του αναγνώστη και όχι του εκδότη όπου παίζουν ρόλο νούμερα, πωλήσεις και κέρδη.
Διαβάζεις περισσότερο νέους, κλασικούς ή γενικά καταξιωμένους λογοτέχνες;
Θεωρώ πως κρατάω μια καλή ισορροπία αλλά τολμώ να πω ότι έχω παραμελήσει λίγο τους κλασσικούς. Βέβαια αν ο συγγραφέας είναι καταξιωμένος στο χώρο του ακόμα καλύτερα και ας μην είναι κλασσικός. Ο δισταγμός έναντι των κλασσικών οφείλεται στο ότι τα έργα τους είναι πολυαναλυμένα και τόσο ευρέως γνωστά που μου στερούν κάπως τη χαρά της ανακάλυψης, ειδικά αν μου είναι γνωστή η πλοκή. Με τους νέους υπάρχει ο δισταγμός του αν θα επενδυθεί άδικα χρήμα και χρόνος αλλά ευτυχώς με το διαδίκτυο αυτό έχει μετριασθεί αρκετά.
Το ιδανικό μέρος και ώρα για ανάγνωση;
Διαβάζω γενικά παντού όποτε έχω χρόνο και δεν με ενοχλούν! Μεγάλο μου παράπονο ότι ζαλίζομαι όταν διαβάζω σε λεωφορεία και αυτοκίνητα. Κατά τα άλλα διαβάζω σε καφετέριες, ουρές, παραλίες, βαρετές ομιλίες, καταλαβαίνετε!
Σαφώς, όμως, αγαπημένη μου ώρα το απόγευμα προς βραδάκι, εκεί που το φως παίζει με το σκοτάδι και αγαπημένο μου μέρος ο άνετος καναπές στο μικρό μας γραφείο περιστοιχισμένος από τα βιβλία μας.
Τι περισσότερο ή λιγότερο πιστεύεις πως έχει μια ταινία που είναι βασισμένη σε βιβλίο;
Αποφεύγω να δω ταινία πριν διαβάσω το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε. Αυτό το κάνω μόνο για βιβλία που είναι χαμηλά στις προτεραιότητές μου και αμφίβολο αν τελικά θα τα διαβάσω. Αυτό κυρίως έχει να κάνει με την ιδιοτροπία μου να μη θέλω να γνωρίζω την εξέλιξη της πλοκής καθώς μετά θα βαρεθώ να διαβάσω το βιβλίο. Στη συνέχεια να ξεκαθαρίσω ότι αναφέρομαι σε ταινίες βασισμένες σε βιβλία που μου άρεσαν. Υπάρχουν δύο κατηγορίες, αυτές που σέβονται το βιβλίο και οι άλλες. Οι πρώτες θεωρώ υπερτερούν του βιβλίου στο σημείο της ατμόσφαιρας και της περιγραφικής δύναμης της εικόνας και της μουσικής καθώς επίσης και στην ένταση που μπορούν να δώσουν στους διαλόγους. Βέβαια έχουν το μειονέκτημα ότι δεν έχουν συνήθως το χρόνο να μεταφέρουν τα λεπτά σημεία της πλοκής και όλες τις σκηνές ενός βιβλίου αλλά και την εγγενή δυσκολία της παρουσίασης της σκέψης και των κινήτρων των ηρώων. Οι άλλες, αυτές δηλαδή που παίρνουν ένα βιβλίο και το αλλάζουν τελείως έχουν το πλεονέκτημα του “ακαταλόγιστου” και το μειονέκτημα ότι δυσφημούν το βιβλίο.
Ποια η γνώμη σου για τα βιβλία που εξελίσσονται και προωθούνται σε τριλογίες; Είναι εμπορικά ή όχι;
Αν και δεν είμαι επαγγελματίας του χώρου, η αίσθησή μου είναι ότι οι τριλογίες (και λοιπές -λογίες) έχουν αποδειχθεί εμπορικά επιτυχημένες. Το ζητούμενο, όμως, για μένα, ως αναγνώστη, δεν είναι το εμπορικό κριτήριο. Η στάση μου απέναντι σε αυτές είναι απλή και σύνθετη συνάμα. Δεν έχω κανένα πρόβλημα ενώ τολμώ να πω ότι με διευκολύνουν σε αρκετές περιπτώσεις αρκεί, όμως, να τηρούνται δύο προϋποθέσεις, σημαντικές κατ’εμέ: πρώτον να είναι συνεπείς και πλήρεις και δεύτερον να μην εξελίσσονται σε πολυ-λογίες. Το πρώτο συνήθως (αλλά όχι πάντα) επιτυγχάνεται όταν ο συγγραφέας έχει ολοκληρωμένη εικόνα για το έργο του και το χωρίζει με βάση κάποια κριτήρια για να το επεξεργαστεί καλύτερα. Το δεύτερο είναι μια ασθένεια που χτυπάει τις τριλογίες (αλλά ακόμη και μεμονωμένα έργα) που γνωρίζουν εμπορική επιτυχία και ξαφνικά “πολλαπλασιάζονται”! Αυτή η ασθένεια αρκετές φορές αποβαίνει μοιραία και για την πρώτη μου προϋπόθεση. Βέβαια παίζουν πολλά ακόμα ρόλο και θα μπορούσαμε να γράψουμε τριλογία μόνο για αυτό το θέμα αλλά ας το κλείσω εδώ.
Αν είσαι συγγραφέας, ποιητής, αναγνώστης ή κριτικός βιβλίων, τότε σε καλούμε σε μια προσωπική λογοτεχνική συνέντευξη-ταμπού στην στήλη ”Θάλασσα ιδεών”!
Για να σας αποσταλεί το ερωτηματολόγιο επικοινωνείτε μαζί μου στο προφίλ www.facebook.com/giannopoulos.theofilos ή στο ηλεκτρονικό ταχυδρομείο [email protected] με τίτλο θέματος: «Μιλάμε για τη λογοτεχνία» συμπληρώνοντας την λέξη «Συγγραφέας», «Ποιητής» , «Αναγνώστης» ή «Κριτικός βιβλίων», ανάλογα με την ιδιότητά σας.
Σας ευχαριστώ εκ των προτέρων για την συμμετοχή.
Ελάτε να βάλουμε όλοι μας από ένα λιθαράκι ώστε ο λογοτεχνικός κόσμος να γίνει ακόμη ομορφότερος!
Με όλη μου τη θετική ενέργεια
Θεόφιλος Γιαννόπουλος
0 Σχόλια