Στις κριτικές του ο Τέλλος Άγρας διαρκώς ανακινούσε ζητήματα αισθητικής ορίζοντας ένα δικό του θεωρητικό μοντέλο, σε μία προ-θεωρίας εποχή της κριτικής. Πατώντας σε έναν συνδυασμό αισθαντικών σχολίων και φιλοσοφικής δοκιμής, εξέθεσε την κριτική στις αισθήσεις, τα συναισθήματα και τα γραμματολογικά εργαλεία της φιλολογίας. Η αισθητική όμως ήταν το κυρίαρχο όχημα της κριτικής του.
Αν του τα έρθουν δίπλα στη θέση του Benn πως «(…)η ποίηση δεν βελτιώνει, ωστόσο κάνει κάτι πολύ πιο κρίσιμο: μεταβάλλει. Δεν έχει τη δύναμη να παρεμβαίνει ιστορικά, αν είναι καθαρή τέχνη, δεν έχει τη δύναμη να παρεμβαίνει θεραπευτικά και παιδαγωγικά. Επιδρά διαφορετικά: αίρει τον χρόνο και την ιστορία(…) Όλα τα πράγματα μεταβάλλονται, όλες οι έννοιες και οι κατηγορίες αλλάζουν χαρακτήρα τη στιγμή που τις παρατηρούμε υπό το πρίσμα της τέχνης(…)»[1], τότε το ποιητικό πρίσμα παραμορφώνει τον χώρο τον χρόνο και τα αντικείμενα μέσα από το συναισθηματικό κάτοπτρο του ποιητή.
Και αυτό ακριβώς κάνει και η Γεωργία Δεμπερδεμίδου με την πρώτη της ποιητική συλλογή «μονόδρομος καθρέφτης» (Γαβριηλίδης, 2018). Στην πραγματικότητα η πρωτοεμφανιζόμενη δημιουργός αναπλάθει τον κόσμο μέσα από ένα ενδιαφέρον μείγμα μεταφορών, στοχασμών και αναζητήσεων για τον Άνθρωπο. Πλάθει πρισματικές εικόνες και στιχουργεί τη διάθλασή τους. Με μία ρομαντική διάθεση γεμάτη φως στοχάζεται για τον ανθρώπινο βίο τον έρωτα και τη μνήμη.
Η εικονοποιία της ως ψηφίδες και όλοι το ίδιο κάδρο αφήνει γλυκά αποτυπώματα στην καρδιά του ακροατή/αναγνώστη (τα βράδια). Όμορφα επιμίσθια (άραγε οι άνθρωποι να είναι από δω;, άδειο ποτήρι, Ω! νύχτα, ματωμένη μνήμη, μνημονεύω, λοβοτομή, αδιόρατη φωνή) εντείνουν τη συναισθηματική ένταση. Η νύχτα είναι κυρίαρχη στη στιχουργική της (άδειο ποτήρι, τα βράδια, τα πηγαία φτερά, έβαψε ο ήλιος, σπασμένες αλυσίδες) συνήθως έναστρη. Μα το σκοτεινό τοπίο δεν οδηγεί σε κάποιο πεσιμισμό. Αντίθετα, το φως του φεγγαριού ενισχύει το ρομαντικό κλίμα και γλυκαίνει τον χώρο (το μαντήλι, πανσέληνος, Ω! νύχτα, σπάζει η νύχτα, ξένες οι λέξεις, ασημένια στάχυα, γλυκές μελαγχολίες, μοναδικές οι άκρες).
Η ποιητική δράση τοποθετείται σε ανοιχτό χώρο• ο ουρανός, η νύχτα, η θάλασσα και η εναλλαγή των εποχών αφήνουν ένα πολύχρωμο καναβάτσο μέσα στη φύση. Άλλωστε το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται με την κλητική προσφώνηση στους μήνες (κουρσάρος, μοναδικές οι άκρες) ή τούτοι καταγράφονται άμεσα σε στίχους οι εποχές ενισχύοντας τις φυσιολατρικές ανταύγειες της ποιητικής της και εντείνοντας τη αισιόδοξη οπτική της (ταξίδι φθινόπωρο, ο Μάης μου, άνοιξις, η βροχή).
Ο ρομαντισμός όμως δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Είναι η εκφραστική δίοδος στοχαστικές αναζητήσεις της δημιουργού (λοβοτομή, απαλλαγή, εν τη ζωή το άνθος, αιμάτινα τα ίχνη, μυστικός δείπνος). Εκθέτει μία ελπίδα αισιοδοξίας ακόμα και στις μελανές σελίδες (μονόδρομος καθρέφτης, επιθυμίες διαδρομές, μνημονεύω, διπλής πριν, υγρό σαν χώμα).
Οι λυρικές ανάσες ισορροπούν με αισθητικές μεταφορές και παρομοιώσεις (χαρτογραφώ, εν τη ζωή το άνθος, απαλλαγή, αιμάτινα τα ίχνη, υγρό σαν χώμα) ή παρωδίες (Μυστικός Δείπνος, κουρσάρος, μοναδικές οι άκρες) και σε μία αντισυμβατική συχνά ως προς το συντακτικό άξονα γλώσσα.
Η άτακτη σειρά λέξεων σε προτάσεις σε ορισμένες συνθέσεις διαταράσσουν τη νοηματική αναμενόμενη πορεία της γλώσσας και μέσα από την ανοικειωτική σύνταξη έλκουν την προσοχή (χαρτογραφώ, γλώσσα της ψυχής, αδιόρατη φωνή). Άλλοτε ο στιχουργικός ρυθμός σπάει τη νοηματική συνέχεια του στίχου σε διαφορετικούς στίχους. Έτσι όμως αφήνει τον χρόνο σε μία ρευστή πορεία ειδικά στην απαγγελία (απαλλαγή, Μυστικός Δείπνος, μοναδικές οι άκρες).
Άλλωστε η ποιητική της Δεμπερδεμίδου διακρίνεται από μία χαρακτηριστική προφορικότητα (Δεκέμβρης της αγάπης, γλυκές μελαγχολίες, μονόδρομος καθρέφτης) με έντονο το διαλογικό στοιχείο που διαμορφώνεται από ερωτήσεις (διπλής πτυχής, το μη υπάρχον μονάχα, γλώσσα της ψυχής, λοβοτομή, το τζαμί) και το δεύτερο ενικό πρόσωπο (επιθυμίες διαδρομές, πανσέληνος, το μαντήλι, σπάζει η νύχτα) ως βουβό υποκριτή ή ως είδωλο στον καθρέφτη (Οκτώβρης) και το β’ πληθυντικό (διπλής πτυχής).
Επιλογικά η πρώτη ποιητική συλλογή της Γεωργίας Δεμπερδεμίδου αφήνει μία γλυκιά επίγευση με την ζέστη αισιοδοξία με την οποία αντιμετωπίζει το παρόν, παρά το γεγονός ότι δεν προβληματίζει, δεν οδηγεί τον αναγνώστη σε νέες στοχαστικές ατραπούς. Αφήνει όμως ανοιχτή την πόρτα της ποιητικής της εξέλιξης και της ωρίμανσης στο χειρισμό της γλώσσας και των συναισθημάτων.
_____
[1] Gottfried Benn, ομιλία για λογαριασμό της Βορειοδυτικής Ραδιοφωνίας (NWDR), (Κολωνία, 15/11/1955), μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης, Ποίηση, τεύχ. 23.
0 Σχόλια