Ο ήλιος είχε πάρει το δρόμο της ανατολής και ο κυρ-Μήτσος κοίταζε από το παράθυρο του τον κόσμο, νιώθοντας φυλακισμένος μέσα σ’ ένα αδιέξοδο παρόν. Τα χρόνια είχαν περάσει και στα σμιλεμένο από τον αέρα και τις ρυτίδες πρόσωπό του αποτυπώνονταν τα όνειρα και οι χαμένες προσδοκίες μιας γενιάς.
Οι εποχές διαγράφονταν στα κουρασμένα, μα λαμπερά μάτια του σαν υδατογραφίες ζωγράφου άλλης εποχής, χωρίς διάκριση – χειμώνας και καλοκαίρι σαν ένα. Ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπο του: ήταν δάκρυ χαράς και ανακούφισης για μια ευτυχισμένη ζωή ή ένα δάκρυ για όσα του στέρησε η ελπίδα;
Ποιός ξέρει… ούτε καν ο ίδιος, γιατί πάντα ένιωθε πως ήταν στη ζωή του ένας απλός θεατής, ούτε καν κομπάρσος αφού οι άλλοι αποφάσιζαν γι’ αυτόν. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ήταν μια μαριονέτα. Δεν κατάφερε ποτέ του να αισθανθεί τίποτε άλλο πέρα από μοναξιά, παρά τις ατέρμονες προσπάθειες των ανθρώπων γύρω του να τον βοηθήσουν ν’ αποτινάξει τις αλυσίδες του μυαλού του και να καταφέρει να ονειρευτεί.
Γιατί ο γρίφος της ζωής του αποτελούσε ένα άλυτο μυστήριο.
_
γράφει ο Αλέξανδρος Πήχας
“Ποιός ξέρει… ούτε καν ο ίδιος, γιατί πάντα ένιωθε πως ήταν στη ζωή του ένας απλός θεατής, ούτε καν κομπάρσος αφού οι άλλοι αποφάσιζαν γι’ αυτόν. Είχε καταλήξει στο συμπέρασμα πως ήταν μια μαριονέτα.”
Βρε με ποιον μοιάζει…
Εξαιρετικό Αλέξανδρε!!!
Σε ευχαριστώ πολύ Ελένη..όντως απο μια αλλη σκοπιά μοιάζει με κατι πολύ οικείο σε όλους μας…