Ο Γιώργος, καθισμένος στο γραφείο του, σκυμμένος πάνω από έναν υπολογιστή, προσπαθεί να στριμώξει αριθμούς σε ένα εξελόφυλλο. Το τσιγάρο ανάβει στο τασάκι και η στάχτη γεμίζει το τραπέζι. Το μισάνοιχτο παράθυρο την ταξιδεύει στα χαρτιά του αλλά την αγνοεί. Όπως αγνοεί και οτιδήποτε συμβαίνει γύρω του. Αναψοκοκκινισμένος προσπαθεί να καταλάβει γιατί δε βγαίνει σωστά το ποσό της εκτύπωσης που του δώσανε από το λογιστήριο. Προσθέτει και ξανά-προσθέτει στο κομπιουτεράκι και πάλι λάθος. Ανοίγει καινούριο φύλλο εργασίας τα ξαναβάζει ένα-ένα και σαν τον Δημήτρη Χορν αναφωνεί τα δικά του αταίριαστα νούμερα… ξεφυσώντας!
Η Άννα του έχει τηλεφωνήσει ήδη τέσσερις φορές. Μα δεν το σηκώνει. Ξέρει τι θέλει. «Άλλο λίγο ρε Άννα» σκέφτεται «και θα είμαι σπίτι» για να πάνε στο τραπέζι που κανόνισε με τους φίλους της. «Αμάν ρε Άννα» της είχε πει το πρωί σαν έδενε τη γραβάτα του. «Τι πας και κανονίζεις μέσα στις καθημερινές τραπέζια και λοιπά; Αφού ξέρεις ότι ποτέ δεν ξέρω πότε θα γυρίσω! Άσε δε που ο Πέτρος με την Ελένη το ξενυχτάνε πάντα και δε λένε να ξεκολλήσουν από το τραπέζι! Πώς θα ξυπνάμε το πρωί; Και έχει και το ταξίδι του ο Βασιλείου. Κάνε να μη θελήσει τίποτε άλλο και με ξεσηκώνει από τα χαράματα! » μουρμούραγε μπροστά στον καθρέφτη βλέποντάς το είδωλό της να τον κοιτάζει αμίλητη.
Δεν του απάντησε. Πήγε μέσα στην κουζίνα. Δεν πρόλαβαν να πούνε και τίποτε άλλο. Έφυγε σφαίρα για τη δουλειά. Να φτάσει πιο νωρίς από τους υπόλοιπους να μην τον τρελάνουν με τις καλημέρες, τα σπιτικά κέικ και τα πώς πέρασαν το προηγούμενο βράδυ. Ποιο μωρό τους ξενύχτησε, ποια ταινία είδανε ή τι έγινε στη σειρά που βλέπουνε σχεδόν όλοι ανελλιπώς! Του είναι τόσο βαρετά όλα αυτά και κυρίως προκαλούν ηχορύπανση και δε μπορεί να συγκεντρωθεί!
Το απόγευμα πέρασε αθόρυβα στο γραφείο του Γιώργου. Τον άφησε ακίνητο στην καρέκλα του. Οι περισσότεροι συνάδελφοι είχανε φύγει και εκείνος ακόμα εκεί. Να το ετοιμάσει. Να το πάρει αύριο στο ταξίδι του σωστά ο προϊστάμενός του. Ευτυχώς η Άννα σταμάτησε τις κλήσεις. «Κατάλαβε ότι δε θα έρθω. Φιουυυ» είπε . Θα τους βρει στο τραπέζι. Εξάλλου εκεί θα είναι μέχρι τα άγρια μεσάνυχτα ταλαιπωρώντας τους σερβιτόρους! Γέλασε με τη σκέψη του και άναψε ένα καινούριο τσιγάρο. Ξαφνικά το σκέφτηκε. Του έλειπε ένα χαρτί. Πώς δεν το είχε σκεφτεί τόση ώρα; Ψάχνει στο γραφείο του, τα ανακατεύει όλα με μανία αλλά δεν το βρίσκει.
«Ελένη μήπως ξέρεις..» λέει γυρίζοντας το κεφάλι του προς το γραφείο της συναδέλφου του και σταματάει.
Έχει ήδη φύγει. Μιλάει στο κενό. Στον υπολογιστή της στριφογυρνά το screen saver με το μωράκι της αγκαλιά. Βέβαια. Η Ελένη όχι μόνο φεύγει νωρίς, αλλά φεύγει και πιο νωρίς από εκείνον. Μειωμένο ωράριο. Εμείς λιώνουμε και εκείνη τρέχει σπιτάκι της για να χουχουλιάζει με το μωρό της. Η Ελένη και όλες οι Ελένες… τον κάνανε τώρα να κάθεται εδώ μόνος του και να κάνει λογαριασμούς. Ορίστε έφυγε και ο Τάσος. Έχουνε λέει στο σχολείο μία παράσταση για την ανακύκλωση και η κόρη του θα είναι ένα αλουμινένιο κουτί. Ούτε Χριστούγεννα είναι ούτε 28η Οκτωβρίου ούτε τίποτα. «Δε φτάνει που φεύγει όλες εκείνες τις ημέρες για να προλάβει μια σχολική γιορτή, έχουμε και αυτές τις παραστάσεις!» μονολογεί.
Ανάβει κι άλλο τσιγάρο, αφήνοντας το προηγούμενο να καίει στο τασάκι. Πώς θα βρει το χαρτί σκέφτεται. Αρχίζει και ψάχνει σε όλα τα συρτάρια της Ελένης. «Μα αυτό δεν είναι γραφείο πια!» αναφωνεί. Φυλλάδια από ένα σωρό εταιρείες για μωρά, εξετάσεις του μωρού, πιπίλες! Ναι…θυμήθηκε, που έλεγε στους υπόλοιπους πως πια δεν έχει τσάντα μόνο πιπίλες έχει και πράγματα της μπέμπας της.. Ε μα πια.. όχι δε θα γίνει έτσι εκείνος. Έτσι γίνονται εκείνοι που και πριν το μυαλό τους το είχανε πάνω από το κεφάλι τους. Αυτός διαφέρει. Να…ο μόνος που κάθεται εδώ να βρει μια λύση..
Η ώρα περνά. Ο φύλακας το κτιρίου τον έχει ήδη ρωτήσει ευγενικά πάνω από πέντε φορές πότε πιστεύει ότι θα φύγει για να κλειδώσει και να βάλει το συναγερμό. «Σε λίγο μωρέ Θανάση, τι σε νοιάζει όλο το βράδυ εδώ θα είσαι» του λέει νευριασμένα. Δεν καταλαβαίνει γιατί τον ενοχλεί να πάει λίγο πιο πέρα το πρόγραμμά του αφού εδώ θα είναι. Τι έχει να κάνει; Όλο σε έναν υπολογιστή είναι. Και στο Skype τον πέτυχε χτες να κάνει τον πίθηκο στο γιο του. «Είναι κακόκεφος σήμερα ο γιος μου» του είπε ντροπαλά. Δεν του απάντησε καν και έφυγε για το σπίτι.
Στο τελευταίο συρτάρι στέκεται πια τυχερός. Θριαμβευτικά πλέον κάθεται στην καρέκλα του, καταχωρεί και τα νέα ποσά και η νέα αναπαράσταση των αριθμών έρχεται σε απόλυτη συμφωνία με το λογιστήριο. Τεντώνει τα χέρια του προς τα πάνω και ηρεμεί. Για πρώτη φορά, κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Όλα πλέον ολόμαυρα. Βράδιασε. Κοιτάζει το ρολόι. Είναι 22:00. Κλείνει υπολογιστές, τακτοποιεί αργά και προσεκτικά τα χαρτιά του στα συρτάρια , φοράει το σακάκι του και φεύγει για το εστιατόριο.
Στο εστιατόριο, μετά από ώρα που έψαχνε για πάρκινγκ φτάνει κοντά 23:00. Κοιτάζει το κινητό του σαν βγαίνει από το αυτοκίνητο. «Περίεργο» σκέφτεται που δε βλέπει καμία κλήση ή μήνυμα. Μπαίνει μέσα και τριγυρίζει το βλέμμα του στα τραπέζια για να τους εντοπίσει.
«Καλησπέρα σας. Να σας βοηθήσω;» του λέει ένας σερβιτόρος
«Ε… ναι... ψάχνω τη γυναίκα μου μαζί με άλλο ένα ζευγάρι» λέει και συνεχίζει να κοιτάζει ένα-ένα τα τραπέζια
«Α... μήπως λέτε για μία γυναίκα που ήταν σε εκείνο το τραπέζι;» του λέει και δείχνει ένα άδειο μικρό τραπεζάκι στην αίθουσα των μη καπνιστών
«Ε… όχι-όχι, αποκλείεται η γυναίκα μου να διάλεγε τραπέζι εκεί!» γελάει δείχνοντας το πακέτο με τα τσιγάρα του
«Μμμ… τότε πείτε μου το όνομα της κράτησης για να μιλήσω με τον υπεύθυνο να μάθουμε» του είπε με ευγένεια
«Λαζάρου. Άννα Λαζάρου» του λέει δυνατά
Ο σερβιτόρος πηγαίνει στην υποδοχή. Ύστερα από λίγα λεπτά ξαναγυρνά κρατώντας ένα φάκελο
«Η γυναίκα σας ήταν τελικά σε εκείνο το τραπέζι. Αυτό το άφησε για εσάς» είπε και του έδωσε το φάκελο.
Έκπληκτος ο Γιώργος, ανοίγει το φάκελο βιαστικά. Στο διπλωμένο χαρτί χορεύει λυπημένα το μήνυμα της Άννας με κραγιόν «Δε θέλω αυτόν τον πατέρα!». Ξετυλίγει το χαρτί και βλέπει τις αιματολογικές εξετάσεις της Άννας. Έγκυος, γράφει σε μια μικρή γωνιά. Τα χέρια του τρέμουν. Ο χρόνος σταματά. Σκέφτεται το μωράκι στο screen saver της Ελένης, το κοριτσάκι του Τάσου ντυμένο τενεκεδάκι, το γιο του Θανάση που γέλαγε με τον πίθηκο και βουρκώνει. Δεν ξέρει τι τον έχει πιάσει. Σφίγγει το χέρι του στο σερβιτόρο δυνατά και φεύγει για το αυτοκίνητο.
Στο ραδιόφωνο παίζει γλυκιά μελωδία. Η Αρβανιτάκη ερμηνεύει Ελύτη που αρέσει στην Άννα του. Και τότε το άκουσε, σα να το άκουγε για πρώτη φορά ετούτο το στιχάκι:
«πάντα πάντα θα ‘ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει…»
Πατάει τέρμα το γκάζι κλαμένος. «Άννα μου θα γίνω άλλος!» φωνάζει δυνατά…
_
γράφει η Μάχη Τζουγανάκη
Μην ξεχνάτε πως το σχόλιό σας είναι πολύτιμο!
Όχι δεν έχει δεύτερη ζωή κι αυτην την μία που έχουμε δεν της φερόμαστε όπως της αξίζει.Καταντήσαμε να δίνουμε περισσότερη αξία στα νούμερα και στους αριθμούς τι ειρωνεία δουλευουμε ολη μέρα για να αυξάνονται τα νούμερα κάποιων και να μειώνεται η αξία της ζωής μας αφού δεν τη ζούμε πραγματικά ….. Συγχαρητήρια για την ιστορία σας για άλλη μια φορά!!!!!!
Έτσι είναι όπως τα λέτε. Υπάρχουν όμως κάποιες ανατροπές στη ζωη μας…κατι σαν δεύτερη ευκαιρία για όλους αρκεί να μην τις προσπερνάμε…
Καλό τριήμερο!
Πολύ ωραίο!
Σας ευχαριστώ πολύ!