Ο χρόνος δεν κυλάει εδώ. Είναι ο χώρος φαρδύς, μια άπλα ανάμεσα σε δυο δάση, από εδώ με πεύκα, στην άλλη με ελιές και ο χρόνος, αν και υπάρχει τεράστια έκταση, παίρνει εκείνο το στενό ρυάκι, ήταν κάποτε ένα χειμαρρώδες ποτάμι και προχωρεί ο χρόνος, σκοντάφτει στις πέτρες του πεθαμένου ρέματος και έτσι, προσέχοντας και σκουντουφλώντας προχωράει αργά.
Και όμως, άσπρισαν τα μαλλιά της.
Ακούει τη σιωπή να πέφτει και κάπου εκεί νιώθει την υπόκωφη πτώση μιας διαμαντένιας μνήμης. Γιατί ήταν από διαμάντι η παιδική ηλικία της μνήμης ετούτης, για τη δική της δεν ξέρει.
Η ίδια βέβαια δεν γνωρίζει πως είναι, αν έχουν ασπρίσει δηλαδή τα μαλλιά της, γιατί δεν έχει επίγνωση του χρόνου και ο χώρος που διάγει τη ζωή της στέκει απαράλλαχτος μέσα σε όλον τον χρόνο: μια κοιλάδα ανάμεσα σε δύο δάση και ένα ποτάμι που πέθανε και άφησε στο οστεοφυλάκιο τις πεθαμένες του όχτες. Από μέσα του ένα ρυάκι προσπαθεί να ζωντανέψει τη μνήμη.
Και εκείνον τον καιρό, τον αλλοτινό, οι νεκροί κατέβαιναν με το ποτάμι και στη θάλασσα συναπαντούσαν το υγρό στοιχειό και τον φρενοβλαβή άνεμο και αναπαυόταν. Φύγαν και εκείνοι και αυτή μια ανάμνηση στον χώρο πως κάποτε υπήρχε χρόνος, δεν έχει πως να πεθάνει και ζει.
Υπάρχει μόνη στο χωριό. Γύρω της η φύση αχόρταγη έφαγε ως και τα σπίτια, «τα ξεκοκάλισε,» λέγαν και άλλος «πνίγομαι» και άλλος «με πεθαίνει το οξυγόνο» και φύγαν και τα μαλλιά της άσπρισαν τόσα χρόνια πριν.
Ζει μόνη. Έχει το φως της μέρας, των άστρων, μερικών κεριών και έχει τη φωνή του πεθαμένου ποταμού, των ζώντων δέντρων. Έχει τον εαυτό της. Δεν χρειάζεται μνήμες. Λίγο πριν τον πρώτο ήλιο κάθεται στο μπαλκόνι της, όσο και ετοιμόρροπο αντέχει τα αόρατα κιλά της και σαν ο ήλιος φεύγει ανακλαδίζεται και μετρά τα άστρα, όχι πως ξέρει να μετρά μα ξέρει να τα βάνει σε μιαν αριθμητική σειρά μέσα της, ή αγναντεύει τη μαυράδα του ορίζοντα, ή ξεσπυρίζει το κρύο.
Πέρασε έτσι καιρούς.
Ζούσε για τον πατέρα, τον υπηρετούσε πιστά, δουλικό του χρόνια, τον περίμενε στο κατώφλι και τον υποδεχόταν, το κεφάλι σκυφτό, του έβαζε το πιάτο, ο πατέρας έτρωγε μόνος, έτσι ήθελε, εκείνη καθόταν σε εκείνο το σκυφτό σκαμνάκι έτοιμη να τον υπηρετήσει, του έφερνε τις παντόφλες, του έπλυνε τα ρούχα, μετά τον ίδιο, καθάριζε τον καμπινέ, μετά θα ξεσκάτωνε και τον ίδιο και μετά η ίδια τον έθαψε.
Και άπλωνε χέρι ο πατέρας και το δεχόταν παντού και άπλωνε και άλλα ο πατέρας και τα δεχόταν, γιατί ήταν τότε που δεν είχε φωνή και δύναμη. Ώσπου το κορμί της λύγισε τόσο που απέκτησε εκείνη τη δύναμη που έχουν τα ανεμοδαρμένα καράβια και γίνονται βράχος και κρατούν από τη θάλασσα τη λύσσα και τους αφρούς και την περιπαίζουν σπάζοντάς την σε κομμάτια.
Θα ζούσε και με τον άντρα, θα τον υπηρετούσε πιστά, δουλικό του χρόνια, τον περίμενε στο κατώφλι και τον υποδεχόταν με το μαύρο τσεμπέρι στην κεφαλή σκυφτό, του έβαζε το πιάτο, το τσίπουρο, ο άντρας έτρωγε μόνος, έτσι ήθελε, εκείνη κουβαριαζόταν σε εκείνο το λιπόθυμο σκαμνάκι, την άντεχε γιατί το σκαμνάκι τη λυπόταν, έτοιμη όλες τις στιγμές να τον υπηρετήσει, θα είχε μια βίτσα εκείνος και δεν μιλούσε, του έφερνε τις παντόφλες, τον ξέντυνε, τον έντυνε μετά θα τον ξεσκάτιζε και μετά η ίδια θα τον έθαβε.
Θα ήταν και τα παιδιά της, θα τα υπηρετούσε και εκείνα, ίσως με κάποια ευχαρίστηση, τα ξεσκάτωνε και τα έπλυνε, τα χαιρετούσε και τα υποδεχόταν στο κατώφλι, σκυφτή, ίσως κάποτε και ηλιόλουστη, είχε μάθει να είναι σκυφτή, το ηλιόλουστη το έβγαζε από το πολύ της βάθος, τα έντυνε και τα καθάριζε, τα έβαζε να τρώνε μόνα τους, έτσι εκείνη είχε μάθει, τα έβλεπε μέσα από το τσεμπέρι της, καθισμένη σε εκείνο το σκαμνάκι που έτριζε και πέθαινε σαν δεν ήταν πάνω του, σαν εκείνη καθόταν έπαιρνε σθένος το σκαμνάκι και κρατούσε το λιανό της (λιωμένο) σώμα. Και μετά η ίδια θα τα αποχαιρετούσε σαν μίσευαν και θα έμενε μια μέρα και μια νύχτα να κοιτά τον δρόμο.
Κάποια στιγμή έκαμε έτσι με το χέρι, απόδιωξε όσα την έτρεχαν, μνήμες και ονείρατα φθονερά σαν θεριά και έμεινε μόνη με το κορμί της. Και κοίταξε γύρω της την ησυχία. Και ένιωσε μόνη, μιας και ήταν μονάχη σε ολάκερο το χωριό και ήρθε και μέρεψε.
Με τον πρώτο ήλιο κάθεται στο μπαλκόνι της, σε εκείνο το στεγνό σκαμνάκι που μια κουρελού πάνω του το αναζωογόνησε, κάθεται ως να δει τα άστρα ή το μαύρο του ουρανού και βλέπει και πάνω στο φεγγάρι κάθε που εκείνο φαίνεται, βλέπει κάθε φορά και μία λέξη. Δεν λαχταρίζει να τις συνταιριάσει, όχι που δεν ξέρει γράμματα, αλλά γιατί γνωρίζει αυτό που οι λέξεις θα γράψουν.
Βρήκα τη ζωή μου λημεριάζοντας σε ετούτο το τοπίο
Με τα πεύκα και τις ελιές να με αναμαλλιάζουν
Περάσαν καιροί και άλλοι καιροί περάσαν και όλο και πλέκει τα μαλλιά της και κοιτά, τη μέρα πέρα, εκεί που το ποτάμι κάποτε υπήρχε, εκεί που τα πεύκα πλέχτηκαν με τις ελιές, κοιτά εκείνην τη φεγγοβολούσα ολοπόρφυρη πέτρα και θυμάται…
Θυμάται που διάλεξε εκείνη την πέτρα, τη σήκωσε με πείσμα από τα νερά, είχε πάνω της η πέτρα εκτός από το βάρος της το πείσμα και την ορμή του ποταμού, η ίδια ήταν λιανή μα η δύναμή της τεράστια, με τον πόθο να την πολλαπλασιάζει, ίσα που τη σήκωσε θυμάται και την πήγε στο σπίτι, θυμάται πως τη σήκωσε σημαδεύοντάς τον στο πάνω άδεντρο μέρος του και εκείνο το σαρκίο το καθισμένο στο τραπέζι την περιγελούσε, θυμάται πως μετά την έκρυψε πίσω από το σκαμνί της και τη σκέπασε με ένα σεμεδάκι και άκουσε τον πατέρα, «γιατί είσαι ικανή άραγε;»
Ήταν η πρώτη φορά. Την τρίτη, η πέτρα έσκισε εκείνη την κορυφή τη γυμνή, την κορυφή της φυλακής της, την κομμάτιασε και όλα έγιναν πορφύρα.
Και μετά πήρε την πέτρα, έμεινε με την πορφύρα της η πέτρα και την επέστρεψε σε εκείνο το σημείο, έπρεπε να ξαναβρεί το ποτάμι τον εαυτό του, και το ποτάμι κυλούσε και το ποτάμι πέθαινε με τον καιρό και το ποτάμι ξεψύχησε, άφησε κάποια νερά να το θυμίζουν, αλλά η πέτρα, τόσα χρόνια, τόσο νερό και τόσα χιόνια, και ακόμα έρχεται στα μάτια της με ανεξίτηλο το αίμα και το φονικό και σβήνει και τον πατέρα και τα ονείρατα για άντρα, και τον γιο και την κόρη σβήνει, και μένει όπως ήτανε μια ζωή. Κυρίαρχη του εαυτού της, αυτή που αν και ερήμωσε ο τόπος τον γεμίζει με τη σκιά της.
_
γράφει ο Θεόδωρος Πάλλας
0 Σχόλια