Μια μέρα μετά το χιόνι.
Ήταν γκρίζα, ”κλεισμένη” η προηγούμενη μέρα.
Πολλοί δεν θέλησαν να μετακινηθούν, ο πάγος δεν αστειεύεται.
Όπου δεν βλέπει ο ήλιος, ο χιόνι είναι πιο ”σκληρό”, πιο ”άγριο”.
Οι πιτσιρικάδες προφανώς δεν καταλαβαίνουν από λογικές.
Κάπου ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα ”γεννήθηκε” ο χιονάνθρωπός τους.
Ένα από τα πολλά ”πλάσματα” του κρύου που γεννήθηκαν εκείνη τη μέρα.
Μικρά και γελαστά είναι συνήθως κι ας κρατάει το γέλιο μόνο λίγες ώρες.
Αυτός εδώ ο… φουκαράς, που βρέθηκε ανάμεσα στα παρκαρισμένα είχε για μάτια δυο κουμπιά, μισό καρότο που κατέβηκε βιαστικά από κάποια κουζίνα για μύτη και μια κορδέλα για κασκόλ.
Δεν ξέρω πόσοι πρόλαβαν να τον δουν κι αν τα κουμπένια μάτια του είδαν το χάραμα της άλλης μέρας.
Πάντως εκεί, κατά το μεσημέρι της επομένης του χιονιού, δυο κουμπιά, μισό καρότο και μια κόκκινη πάνινη κορδέλα ξεχώριζαν ανάμεσα στα αυτοκίνητα.
Δεν υπήρχε δάκρυ, υπήρχαν… δάκρυα, δάκρυα μικρό ρυάκι από τα πολλά χιόνια που έλιωναν κι από τους άλλους χιονάνθρωπους που είχαν πια αφήσει την τελευταία τους…σταγόνα.
Η πόλη ανέβαζε ρυθμούς και το κλάμα των χιονανθρώπων πότιζε τους δρόμους και χανόταν στους σκοτεινούς σωλήνες.
Οι χιονάνθρωποι είχαν φύγει χαμογελαστοί, το δάκρυ τους ήταν αυτό που έκλεινε την παράσταση και που θα ετοίμαζε νερό πια, το φούντωμα της άνοιξης.
–
γράφει ο Νίκος Νασόπουλος
0 Σχόλια