Το πρωινό, χλωμό, υγρό στην παραλία,
με την ομίχλη, ένα πέπλο, να καλύπτει
όσα απλώνονται μπροστά κι είναι μαγεία
μα και πληγή αγιάτρευτη στα στήθη,
να νοιώθεις ότι πια δεν σου ανήκει,
όμως, δεν παύεις ν’ αγαπάς τη νοσταλγία,
που σου ξυπνά, μόλις τη δεις, η Σαλονίκη.
Και να σε πιάνει ξάφνου κάτι σαν μανία,
μια διάθεση το δρόμο για να πάρεις,
που σε τραβά να βγεις στην Εγνατία
και μέσα από δρομάκια φορτωμένα
θύμησες, που δεν λεν να ξεθωριάσουν,
να δρασκελίσεις σαν παιδί στα δεκαεννιά σου
για γειτονιές όπου ζητούν να σ’ αγκαλιάσουν.
Οδός Ολύμπου και Ιουλιανού γωνία
φρεσκοκομμένος ο καφές να σου μυρίζει,
να σου τρυπά τη μύτη με λαγνεία
από χαρμάνι ανατολίτικο η μνήμη.
Να ζωντανεύουν καπηλειά και καφενεία,
απωθημένοι έρωτες και οι χαμένοι φίλοι,
και ιστορίες, που περνούν σαν λιτανεία.
Και σαν στην ανηφόρα βγεις για το Τσινάρι
και γκρεμισμένο το παλιό τουρκόσπιτο αντικρίσεις,
άψυχο τώρα πια να κείτεται ντουβάρι,
το ξέρεις και το ξέρω θα δακρύσεις,
κάποιων στιγμών σαν ξετυλίξεις το κουβάρι
και θα τραβήξεις για τα Κάστρα να μεθύσεις,
τρίτη πορτάρα αριστερά, με κατοστάρι.
_
γράφει ο Γιώργος Ν. Μουσταΐρας
0 Σχόλια