Για όλους τους γύρω μου πενθούσα ακόμη βαριά τον «απροσδόκητο» θάνατο της Λίζας κι ας είχε περάσει ένας ολόκληρος χρόνος. «Πέθανε ξαφνικά, σαν κάποιος να τράβηξε απότομα το καλώδιο της ζωής της από την πρίζα. Σαν την ξαφνική μπόρα που σηματοδοτεί το τέλος του καλοκαιριού. Σαν την αναπότρεπτη προδοσία που κατεβάζει απότομα την αυλαία του προηγούμενου έρωτα. Σαν τον στριγκό θόρυβο που σε απαλλάσσει από την αδιανόητη αίσθηση αιχμαλωσίας κάποιου νυχτερινού εφιάλτη». Λόγια που επαναλάμβανα σιγανά, με θλιμμένο ύφος. Σαν…να τέλειωσε ένας διαρκής εφιάλτης! Ήταν η αλήθεια που δεν έπρεπε να αποκαλύψω ποτέ.

Προσπαθούσα να προσδιορίσω τα συναισθήματά μου, από αυτό το γύρισμα της ζωής μου. Είχα ευχηθεί τόσες φορές την εξαφάνισή της! Δεν τολμούσα να σκεφτώ τον… θάνατό της, από καθαρό φόβο και μόνο. Ήθελα να διακτινιστεί κάπου μακριά από μένα, σαν να περίμενα ένα θαύμα. Η αλήθεια είναι ότι υπήρξαν φορές που μ’ έφτανε στο σημείο να θέλω να τη σκοτώσω χωρίς όμως να λερώσω τα χέρια μου, με τη μεσολάβηση κάποιου δολοφόνου, πληρωμένου από κάποιον άλλο που είχε  μ’ εμένα τον ίδιο σκοπό. Όμως δεν υπήρχε άλλος που να είχε υποφέρει τόσο από τις ιδιοτροπίες, τις ειρωνείες, τον τρανταχτό, απαίσιο ήχο του γέλιου της, από τη χυδαιότητα των τρόπων της. Πάντοτε απορούσα με την επιλογή μου. Είχα ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης γι αυτό. Η αλήθεια είναι ότι είχε διαφοροποιηθεί πολύ με την πάροδο του χρόνου. 

Την έφερνα στον νου μου μετά τον θάνατό της, με μία φθίνουσα συχνότητα σαν να μην ήταν εκείνη που η σκέψη της βασάνιζε το μυαλό μου νυχθημερόν για ένα μεγάλο μέρος της ζωής μου. Παρόλα αυτά, κάποιες φορές λίγο πριν ο ύπνος παραλύσει ολοκληρωτικά τη θέλησή μου, εκείνη την ώρα του απολογισμού και της αποτίμησης του χρόνου, έψεγα τον εαυτό μου όταν στη διάρκεια ολόκληρης της μέρας δεν είχε περάσει ούτε ένα δευτερόλεπτο από το μυαλό μου, μία έστω, από τις καλές στιγμές μαζί της στο απώτερο παρελθόν.

Είχε παγιωθεί μέσα μου η ιδέα ότι τίποτα δεν είναι οριστικό. Όλα, αισθήματα και γεγονότα υπόκεινται στη φθορά του ανελέητου χρόνου, έτσι οι τύψεις που ενδεχόμενα θα τάραζαν τη συνείδησή μου ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Στο μεταξύ εκμεταλλευόμουν κατά κάποιο τρόπο το ενδιαφέρον των φίλων που προσπαθούσαν να με αποσπάσουν από την πλασματική δυστυχία μου με τρόπους που μ’ έκαναν να αισθάνομαι ότι βρίσκομαι πάντα στη σκέψη τους, ακόμη κι ότι αποτελώ κέντρο του ενδιαφέροντός τους πολλές φορές. Οι άνθρωποι επικεντρώνονται στις κακοτυχίες των άλλων, ιδίως όταν το συναισθηματικό ή το πραγματικό μέγεθός τους είναι μεγαλύτερο από των δικών τους. Η σύγκριση αφαιρεί ένα μέρος της οδύνης που πιστεύουν ότι οφείλουν μετά την αποτίμηση της δυστυχίας τους. Έτσι ένιωθα ασφαλισμένος σ’ αυτή τη (βολική για μένα) δυστυχία που νόμιζαν όλοι ότι βίωνα.

Σκεφτόμουν ολοένα και συχνότερα να κάνω πάλι τη ζωή μου με μια άλλη γυναίκα, την είχα ήδη εντοπίσει, ήταν δικό της εξάλλου το πρώτο βήμα, νεώτερη πιο όμορφη, με τρόπους και με σημαντική περιουσία που θα με απάλλασσε από την πίεση των δανειστών μου, χωρίς όμως να αλλοιωθεί η εικόνα του πενθούντος συζύγου. Κατέληγα ότι έπρεπε να περιμένω.

Το φετινό καλοκαίρι, η απουσία όλων και η δική μου ανυποχώρητη άποψη, παρά τις συμβουλές και παρακλήσεις όλων «να ταξιδέψεις για να ξεχαστείς», με πραγματική αιτία τα άθλια οικονομικά μου και κοινωνική δικαιολογία το πένθος, ήταν η πρώτη φορά που ένιωθα να με πνίγει το σπίτι σ’ έναν ανυπόφορο βαθμό. Άγριο πράγμα η μοναξιά. Στριφογυρνούσα σαν τρελός προσπαθώντας ν’ αποφύγω τις αλλεπάλληλες εικόνες της κοινής ζωής μας, που με κατέκλυζαν με τη μουσική υπόκρουση ενός αντάτζιο που έχανε σταδιακά τον ελεγειακό του ρυθμό και πλήγωνε τα μηνίγγια μου με ήχους ταινίας τρόμου, επαναφέροντας μπροστά στα μάτια μου την αλλοιωμένη μορφή της νεκρής, που κάποτε αγάπησα, στο πολύ μακρινό παρελθόν.

Πίστευα ότι όλα κάποτε εξασθενούν, τα αισθήματα αμβλύνονται, οι παρελθοντικές μνήμες και εικόνες γίνονται ολοένα πιο θολές, οι δυσάρεστες σκέψεις από τις προδοσίες και τις ανομίες μας λιγότερο ενοχλητικές, ότι αυτό που κάποτε ήταν ολοζώντανο παύει να είναι, ακόμη κι αν δεν έχει συμβεί ένας αληθινός θάνατος. Ο μεγαλύτερος έρωτας ή το μεγαλύτερο μίσος χάνουν την έντασή τους κι αυτοί που αγαπήσαμε παράφορα ή που μισήσαμε με όλη την δύναμή μας κάποτε θα μας είναι αδιάφοροι, σαν να μην υπήρξαν ποτέ, γιατί καινούρια αισθήματα θετικά ή αρνητικά διαδέχονται τα παλιά, καινούρια πρόσωπα προκαλούν το ενδιαφέρον μας, σαν τις νέες ιδέες ή τις καινούριες τεχνολογίες που απορρίπτουν ή βελτιώνουν τις παλιές. Ήταν όλα τακτοποιημένα μέσα μου, όπως τα είχα σχεδιάσει, όπως ήθελα να συμβούν. Κι όμως …άρχισα να αυτοδιαψεύδομαι.

Ήρθε εκείνη η μοναχική νύχτα προς το τέλος του καλοκαιριού, που η εικόνα της ήταν μπροστά μου ολοζώντανη με μια παρακλητική έκφραση στο πρόσωπό της σαν να μου έλεγε, «μη μου το κάνεις αυτό», που μου έφερε τόση ταραχή, τέτοια, όπως εκείνη που λιποθύμησα στην πραγματικότητα πάνω στο άψυχο ταλαιπωρημένο σώμα της. Δεν φανταζόμουν πόσο πολύ μπορεί να σε παραλύσει ο φόβος… 

Ένιωθα σαν ένα σχοινί να σφίγγει ολοένα και περισσότερο το λαιμό μου. Η καρδιά μου θαρρούσα θα σκίσει τα πλευρά μου και τα μηνίγγια μου δε θα άντεχαν το σφυροκόπημα. Πανικοβλήθηκα. Σηκώθηκα κάθιδρος από το κρεβάτι μου και άναψα όλα τα φώτα, να διώξω τον εφιάλτη.

Βρήκα ξανά το μαξιλάρι μου όταν συνήλθα κάπως. Η ίδια εικόνα επέμενε ξανά και ξανά, κι ύστερα εκείνος ο απαίσιος κρότος που στην πραγματικότητα δεν είχα ακούσει ποτέ, μόνο τον είχα φανταστεί, που παράσερνε το σώμα της πάνω στην άσφαλτο και το πετούσε άψυχο μέτρα μακριά.

Μια δυνατή βροντή μ’ έκανε να πεταχτώ σαν ελατήριο από το κρεβάτι. Έτρεξα έξω στο δρόμο, χωρίς να έχω απόλυτο έλεγχο των κινήσεών μου. Οι χοντρές στάλες νερού της καλοκαιρινής μπόρας  μούσκευαν το πρόσωπό μου, κατρακυλούσαν από το σαγόνι διαπερνώντας τον λαιμό, και είχα προς στιγμή την αίσθηση ότι χαλάρωναν το σφίξιμο του σχοινιού που απειλούσε να με πνίξει. Έριξα το κεφάλι μου προς τα πίσω κι ένιωσα το ρυάκι του νερού να γίνεται ποτάμι, να παρασέρνει μακριά τον βρόγχο.  Άρχισα ν’ αναπνέω με σχετική κανονικότητα, η καρδιά μου όμως σφυροκοπούσε ακόμη στο στήθος μου. Τα γόνατά μου παρέλυαν, δε με κρατούσαν. Προσπάθησα να πιαστώ από κάπου, αλλά δεν υπήρχε τίποτα στη μέση του δρόμου. Μία επίμονη αίσθηση έλλειψης διεξόδου από το δράμα μου, έκανε πλήρη κατάληψη στο σώμα και στο μυαλό μου. Ξάπλωσα πάνω στο βρεγμένο, λασπωμένο οδόστρωμα με την ελπίδα ότι δεν ήμουν αόρατος, ότι κάποιος απρόσεκτος οδηγός θα με παράσερνε, όπως εκείνος που πλήρωσα με τα τελευταία δανεικά χρηματικά αποθέματα, για να παρασύρει τη Λίζα. Η μειωμένη ορατότητα από την αδιαπέραστη κουρτίνα της καλοκαιρινής μπόρας έλπιζα ότι θα βοηθούσε.

_

γράφει η Τζένη Μανάκη

Ακολουθήστε μας

Ο καπετάνιος

Ο καπετάνιος

Των θαλασσών τα λόγια τα ’μαθα μικρή,στα χείλη του παππού μου, στου κύματος τη βρύση.Καπετάνιος ήτανε, με βλέμμα ακριβό,κι ο άνεμος τον χαιρετούσε σαν να 'ταν αδελφός. Τα καλοκαίρια, στην όμορφη ΑμμουλιανήΙστορίες έλεγε για να αποκοιμηθούμεΙστορίες που του είχε πει η...

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

2 σχόλια

2 Σχόλια

  1. 'Αννα Ρουμελιώτη

    Ατμοσφαιρικό … εξαιρετικά δοσμένη η ψυχολογία του ήρωα, η διακύμανση των συναισθημάτων του. Κι ένα τέλος καθηλωτικο. Καλώς ήρθες Τζένη μου, χαίρομαι ιδιαίτερα που θα ανταμώνουμε εδώ!!

    Απάντηση
  2. Tζένη Μανάκη

    ΄Αννα ευχαριστώ για το σχόλιό σου! Χαίρομαι κι εγώ !

    Απάντηση

Υποβολή σχολίου