Συννεφιασμένο απόγευμα Σαββάτου. Ο μεσήλικας άντρας, καθισμένος αναπαυτικά στη θέση του στο βαγόνι του τραίνου, κοιτούσε αφηρημένα το τοπίο έξω. Κάποια στιγμή, έβαλε το χέρι του στην εσωτερική τσέπη του μπουφάν του κι έβγαλε έναν χιλιοδιπλωμένο, τσαλακωμένο φάκελο.
Το τελευταίο γράμμα της αδελφής του, πριν από ένα μήνα περίπου.
…ο πατέρας είχε κάποια ενοχλήματα στην καρδιά τελευταία…τον πήγαμε στο νοσοκομείο της πόλης, παρόλο που ο ίδιος επέμενε πως “δεν είναι τίποτα”… ο γιατρός είπε να προσέχει… χθες βράδυ, λίγο πριν αποκοιμηθεί, ψιθύρισε το όνομά σου…”Στέφανε”…, έλεγε μεταξύ άλλων.
Και το τηλεγράφημα που έλαβε πριν από λίγες μέρες.
Πέντε λέξεις μοναχά, μοιραίες και τελεσίδικες.
Πατέρας απεβίωσε. ΣΤΟΠ. Κηδεία Κυριακή απόγευμα. ΣΤΟΠ.
Πόσο καιρό, αλήθεια, είχε να δει τον άνθρωπο που τον είχε φέρει στη ζωή; Τον περήφανο Γιώργη Ροντήρη;
Πετυχημένος παραγωγός κι έμπορος κρασιών, προόριζε το Στέφανο για διάδοχό του στην οικογενειακή επιχείρηση.
Τον νεαρό, όμως, τον μαγνήτιζε η απεραντοσύνη της θάλασσας.
Μάλωσαν έντονα πατέρας και γιος.
«Έχω άλλα όνειρα για τη ζωή μου εγώ…»
«Ούτε υπολογίζεις… ούτε σέβεσαι τίποτα…»
Πώς πέρασαν έτσι τόσα χρόνια… τόσα χρόνια μοναξιάς; σκέφτεται ο Στέφανος, σφίγγοντας τα χαρτιά στα χέρια του.
Πλανεύτρα η θάλασσα τον κράτησε χρόνια ολόκληρα κοντά της. Έγραφε γράμματα συχνά στους δικούς του και τους έστελνε φωτογραφίες και καρτ ποστάλ από διάφορα λιμάνια.
Η μάνα κι η αδελφή του, επικοινωνούσαν όπως κι όσο μπορούσαν μαζί του. Απ’ την πλευρά του πατέρα σιωπή.
Δεν με συγχώρεσε ποτέ γι’ αυτή την “ανταρσία”, όπως μου ’πε τότε… μονολογεί ο Στέφανος, καθώς το τραίνο μπαίνει στο σταθμό.
Στην αποβάθρα τον περίμενε η αδελφή του. Βουρκωμένοι αγκαλιάστηκαν κι οι δυο, δίχως να μιλούν.
Αμίλητοι ήταν και σ’ όλη τη διαδρομή μέχρι το σπίτι. Μοναχά όταν μπήκαν στη μεγάλη σάλα, όπου βρισκόταν τοποθετημένο το φέρετρο, ο Στέφανος έσπασε επιτέλους τη σιωπή.
«Θέλω να μείνω μόνος μαζί του…», είπε μόνο.
«Μα, αδελφέ μου….»
«Θέλω να μείνω μόνος μαζί του…», ξανάπε εκείνος.
Η αδελφή του τον άγγιξε στοργικά στον ώμο κι ύστερα βγήκε έξω, κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα.
Ο Στέφανος ακούμπησε φευγαλέα τα ακροδάχτυλα στο κρύο, ξυλιασμένο πρόσωπο του νεκρού.
«Ήρθα…», ψιθύρισε. «Είμαι εδώ. Χρόνια ολόκληρα περίμενες κι εσύ μια λέξη, μια κίνηση από μένα… χρόνια ολόκληρα περίμενα κι εγώ μια λέξη, μια κίνηση από σένα. Πόσο καιρό χάσαμε, αλήθεια. Σε είχα συνέχεια στο νου μου. Κι όταν ταξίδευα μήνες ολόκληρους σε ξένες θάλασσες… κι όταν έριξα άγκυρα στην Ισπανία για το χατίρι της Μαρισόλ της Καστιλιάνας… κι όταν γεννήθηκε ο γιος μας ο Χόρχε. Σου μοιάζει, πατέρα. Να ‘ξερες πόσο σου μοιάζει. Και…»
Μια φωνή τον διέκοψε.
«Είναι ώρα, τέκνον μου!» η φωνή του ιερέα.
Ο Στέφανος έγνεψε αχνά.
Αμίλητος, με το κεφάλι σκυφτό, ακολούθησε τη νεκρική πομπή. Στο νου του στριφογύριζαν αυτά που του ‘χε πει ο Χόρχε, στην τελευταία τους συνάντηση.
«Αν ζούσε η μητέρα, σίγουρα θα με καταλάβαινε…»
Μαχαίρι στην καρδιά του η απώλεια της Μαρισόλ, σαν να ‘ταν μόλις χθες… κι ας είχε περάσει τόσος καιρός. Ποτέ δεν την ξέχασε κι ούτε θέλησε να βάλει άλλη γυναίκα στο πλάι του.
«Έχω κι εγώ τα δικά μου όνειρα, πατέρα. Προσπάθησε να με καταλάβεις, σε παρακαλώ».
Ο Χόρχε μου, το παλληκάρι μου, σκέφτηκε σκουπίζοντας ένα δάκρυ. Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, στα αμπέλια….
Πήγε να χαμογελάσει σ’ αυτή τη σκέψη, μα συγκρατήθηκε.
Γιώργη Ροντήρη, θαρρείς κι η ψυχή σου ζητά να βρει διέξοδο μέσα από τον εγγονό που δεν γνώρισες ποτέ, είπε από μέσα του.
Είχε πάρει την απόφασή του. Την επόμενη μέρα κιόλας θα έπαιρνε το αεροπλάνο και θα πήγαινε στην Καστίλη. Ήδη ένιωθε να του λείπει πολύ ο γιος του. Κι είχε τόσα να του πει….
Η εικόνα είναι από το flickr (http://www.flickr.com/photos/pat_mcdonald/8900212085/)
0 Σχόλια