Ο ήλιος έμπηγε την άχνινη1 λεπίδα του μες στα ψαχνά του λόφου μας. Κρήτη. Νομός Ρεθύμνης. Εκεί που οι βράχοι στένουνται2 ψηλά απ’ τους εγκρεμνούς3, σαν στάλες κεχριμπάρια. Εκεί που η θάλασσα πληγιάζει τη στεριά. Εκεί που περιστέρες κι αετοί κεφαλοδένονται με τυλιχτό σαρίκι4. Μελαχρινός λοιπόν ο λόφος, και βυσσινιά σαν το δαμάσκηνο η λεπίδα του ήλιου, κάναν πρωί-πρωί στον ουρανό ντόρο μεγάλο. Μαχαίρων’ ο ένας, αμύνονταν ο άλλος και δώστου πάλι απ’ την αρχή: ώσπου μια ώρα, έσπασε στον ορίζοντα ένα κοτσάνι φως -και να το, το ξημέρωμα! Απρίλης μήνας. Πάνω στο ξεβλαστάρωμα των καιρών και στον κελαηδημό των άστρων.
Εγώ, μόλις είχα ξυπνήσει. Ανάσανα βαθιά, φρέσκος αέρας -κρύσταλλο και θυμάρι. Σαν δόρατα τρυπήσαν τότε τρείς αχτιδούλες κίτρινες το ριγωτό παντζούρι της βεράντας. Ξεσηκωθήκαν οι κουρτίνες, κηλιδώθηκε και το παρκέ με στάμπες-στάμπες φως. Άκουσα απ’ έξω δυό χελιδονάκια, τσίου-τσίου-τσιρ-τσιρ-τρό. Το πρώτο γκραν! απ’ το μοτοσακό του γείτονα που ‘φευγε για την αγορά. Και το συρτό τσούγκρισμα της μεγάλης πήλινης γλάστρας με τον τοίχο: κείνος ο Ζάχος -ο τζαναμπέτης γάταρος της γειτονιάς- θα ‘φερνε φαίνεται πάλι βόλτα στη μάντρα μας να πιάσει καμιάν ακρίδα ξερικιά5, κάνα τζιτζίκι αμέριμνο, κανέναν μπάμπουρα με τα φτερά όλο ζζζζζζ σαν πράσινα ανεμιστηράκια. Ο Νίκος δίπλα μου ανάσαινε ακόμα τον ύπνο του σαν αναιμική ανεμώνη: λαχούρια μαύρα τα μαλλιά του, πόρτες καγκελωτές τα μάτια του, καράβια τ’ άγλυκά του χείλη. Κι έτσι όπως είχε πεσμένο τ’ αριστερό του χέρι αθέλητα έξω απ’ τα σεντόνια, γυάλιζε στον παράμεσο η χρυσή του βέρα με τ’ όνομά μου- η βέρα: αυτή η λιανή φετούλα χρυσάφι που μάς ένωνε στα μάτια του Θεού και στα μάτια των ανθρώπων, φτιάχνοντας για το «μαζί» μας μια κιβωτό -για τώρα και για πάντα. Τόν σκέπασα καλά, και βγήκα μάνι-μάνι στην αυλή ν’ απλώσω τη μπουγάδα όσο ήταν ακόμα νωρίς, γιατί -Μεγάλη Παρασκευή, σήμερα- καμιά δουλειά δεν είχε προκοπή.
Το πλυντήριο. Αυτό το βάσανο με τα άστυφτα. Είχαμε φωνάξει μια βδομάδα τώρα τον μπάρμπα-Διαμαντή τον λεχτρολόγο6, αλλά -μέρες Λαμπρής- ποιανού μάστορα να τού παντίδει7 να ‘ρθει; Πήρα λοιπόν με υπομονή να τα στύβω όλα στα χέρια, ένα-ένα, πετσέτες, κεφαλομάντηλα, ποδιές και ρόμπες, πανταλόνια και πουκάμισα, πανούλες και φορμάκια. Έστυβα κι άπλωνα ώρα ώσπου, στο τελευταίο μου σκουτί, ελευθερώθηκε η καμπάνα της Ευαγγελίστριας απέναντι κι έκλαιγε σαν ελαφίνα πού τής πήραν τα παιδιά της. Νταν-νταν- ντούν. Και πάλι νταν-νταν- ντούν. Σφίχτηκε τότε η καρδιά μου, μάλλιασε και χωνεύτηκε το μέσα μου. Θυμήθηκα την Παναγιά. Ποια άλλη Μάνα προστρέχει και παρακαλά για να σωθούνε οι απόγονοι των φονιάδων του Παιδιού Της; Νταν-νταν- ντούν. Και πάλι νταν-νταν- ντούν. Ποια γη θ’ άνοιγε πάλι φέτος, να κλείσει μέσα της του κόσμου το Χρυσάφι; Ποιος αέρας θα κόπαζε, ποια θάλασσα θα πάγωνε και ποια βουνά θα μαυροντύνονταν; Ήταν το Ρέθεμνό μας ικανό για Τέτοια Υποδοχή; Αν ναι, τότε άξια και τρισάξια αυτή η γη! Κι ας τή μαχαίρωσε η λεπίδα του ήλιου στο ξημέρωμα. Αύριο βράδυ κιόλας, με το «Χριστός Ανέστη!», θα ‘κλείναν σαν τσεπούλες άσπρες όλες ανεξαιρέτως οι πληγές της. Νταν-νταν- ντούν. Και πάλι νταν-νταν- ντούν. Μην κλαις, κυρά-καμπάνα. Και μην κλαις, κυρά-Παναγιά. Μην κάνετε έτσι, και λουριδιάζεται8 η ψυχή μου. Είμαι κι ευσυγκίνητη, τρομάρα να μού ‘ρθει. Εγώ, και πόσος άλλος κόσμος. Ο ήλιος τότε πικράθηκε σαν περγαμόντο και κρύφτηκε μες στο κουκούλι των συγνέφων. Έβαλε ψιχάλισμα. Ένα ψιχάλισμα του πικροράδικου, της μέντας και της φαρμακερής οχιάς. Κοκκίνισαν και τα βουνά, πνίγηκε ο τόπος στη λασπουρένια λύπη. Κι η καμπάνα, ντάν-ντάν-ντούν, έκλαιγε απαρηγόρητη.
–Μαμάκα μου;
-Αγόρι μου; Ξύπνησες; Πρόσεχε το στύλο!
Το παιδί. Πήγαινε ντουγρού για την κολώνα του υπόστεγου. Παράτησα και μανταλάκια κι όλα κι έτρεξα να τόν πιάσω μη μού πεδικλωθεί πουθενά, έλα από ‘δω ψυχή μου, τού φίλησα το χεράκι, μπράβο το παλληκάρι μου. Ο Βαρσούλης ήτανε το μοναχοπούλι μου. Πενταμισάρι9 φέτος, ένα χρόνο ήθελε ακόμα και θα τόν στέλναμε στο σκολειό. Μα, πώς να τόνε στείλω εκεί μαζί με τ’ άλλα, τα γερά; Ο Βάρσος μου είχε γεννηθεί τυφλός. Ολότυφλος. Από τότε που τόν πρωτοβάστηξα στα χέρια μου μωρό, είχε τα βλεφαράκια του σγουρά -ραμμένα σαν με κόπιτσες αναμεταξύ τους, κι οι κόρες των ματιών του ήσαν άσπρες σαν κουταλιές βανίλια υποβρύχιο. Μια τύφλωση σπάνια, μπορεί και κληρονομική, μάς είχαν πει οι γιατροί. Κι έτσι, δεν έβλεπε -το φως μου. Ποτέ δεν είδε φως. Μ’ ανατολή ποτέ δεν ξύπνησε, κι ούτε με σούρουπο αποκοιμήθηκε ποτέ. Κι όλο μάς ρώταγε, κι εμένα και τον πατέρα του, τι χρώμα αυτό και τι σχήμα έχει τ’ άλλο. Αγοράκι μου, τού λέω, πάμε να πλύνουμε το προσωπάκι. Μήπως πεινάς; Μπήκαμε μέσα, κλειδώσαμε, τόν βοήθησα να νιφτεί κι ύστερα τόν κάθισα στην πρώτη ψάθινη καρέκλα της κουζίνας και πήρα να τού τοιμάζω φλισκούνι τσάι με μέλι και ψωμί. Βρήκαμε εκεί το Νίκο κιόλας ξυπνητό, νιμμένο10, να πίνει μια γουλιά πικρό καφέ.
-Μέλπω. Λουλούδια να πάρουμε.
-Θα πάρουμε, Νικολή μου. Το ‘χω στο νου μου. Ρώτησα χθες την κόρη του Παπαστεφανή, που ‘χει τ’ ανθοπωλείο στις Δρυγιές11. Ανοιχτά έχουν ως το μεσημέρι.
Ο Νίκος μου ήτανε κτηνοτρόφος. Άνθρωπος απλός, του μόχθου. Λιγόλογος, ευσεβής, πράος, γαλαντόμος. Τον Βαρσούλη μας, τόν είχε θησαυρό. Καλός πατέρας. Και καλός σύζυγος. Σαν πέρδικα μέ πρόσεχε και μ’ αγαπούσε. Έφαγα κι εγώ λίγο ψωμί στο τάκα-τάκα, έπλυνα τα φλυτζάνια κι αρχίσαμε να ντυνόμαστε για την εκκλησία. Η Αποκαθήλωση. Η πραγματική. Όχι αυτή που χρησιμοποιούνε σήμερα οι λογής-λογής πολυγράφοι για να δείξουνε πως ξέρουν ελληνικά. Αποκαθήλωση δικαιούται να λέγεται μόνο εκείνη της Μεγάλης Παρασκευής. Για τ’ άλλα όλα, λέξεις υπάρχουν -κι αν δεν υπάρχουν, βρίσκονται. Περπατούσαμε με το παιδί ώρα πολλή μες στα σουβλερά χαλίκια, στους κακοτράχαλους χωματόδρομους, στη βροχή που πήρε λίγο-λίγο να δυναμώνει. Στη μέση, σταματήσαμε και για λουλούδια. Διαλέξαμε ένα μπουκέτο τρυφερές ανεμώνες, λυγερά γιασεμιά κι ολόγλυκα κρινάκια. Ύστερα, ξανά πάλι δρόμος. Ώσπου μια κάποια ώρα φάνηκε μπροστά μας η Ευαγγελίστρια, όμορφη κι αψηλή σαν πύργος, κι όσο σιμώναμε τον αυλόγυρό της νιώθαμε τη μοσχολιβανιά μέχρι τις φύτρες των μαλλιών μας. Μέσα, κλαίγαν οι άγγελοι. Κλαίγαν οι τρούλοι. Κλαίγαν τα μανουάλια, τα στασίδια, τα παράθυρα με τα χρωματιστά σφυρήλατα λουλούδια. Κλαίγαν οι Άγιοι στις ποικιλόχρωμες φορεσιές τους, κι από τον πόνο λιώνανε τα φωτοστέφανά τους -στάζοντας χάμω σέβας ανθρώπινο, θυσιασμένο. Κλαίγανε τα μωσαϊκά, κλαίγαν οι εξώστες. Κλαίγαν κι οι διάκονοι, κλαίγαν κι οι κληρικοί. Κλαίγαν κι οι άνθρωποι οι απλοί, με τα σεμνά κεράκια στο ένα χέρι, και τα μπουκέτα με τα πένθιμα γαρύφαλλα στο άλλο. Ίδρωναν οι τοίχοι του ναού, γάριαζαν κι οι φυλλάδες των ψαλτάδων. Ψάλλαμε κι εμείς μαζί. Ο Βάρσος έλεγε την κληρονομίαν «πληρονομίαν» κι όλο πάλευε το καημένο να ψάλλει κι αυτό όπως μπορούσε, πότε στρίγκλικα και πότε σωστά. Κάποια ώρα, γίνηκε μες στο ναό ησυχία μεγάλη κι ένας ιερέας γκρίζος με τα μάτια όλο φλεβίτσες κόκκινες πλησίασε το Σταυρό. Κύριε, δείξε μας πάλι φέτος πώς να Σε πενθήσουμε.
Πρώτα, το ένα Σου χεράκι.
Έπειτα, τ’ άλλο. Απαλά. Σαν να ξεκολλάει απ’ το Σταυρό τραυματισμένη πεταλούδα.
Κι ύστερα, τα πόδια.
Το Σώμα του κόσμου τώρα, τυλιγμένο σ’ ένα λευκό Πανί.
Όλα τα καντηλάκια γύρω θαμπώσαν τότε μονομιάς, κι από το δίπλα στασίδι ακούστηκαν δυό λυγμοί, κάτι γυναίκες που είχαν πέσει με τα γόνατα, κάτι άντρες που έστεκαν σπαθιά με τα κεφάλια κάτω. Μοσχοβόλησε, Χριστέ μου, το Πανί, είπα μέσα μου την ώρα εκείνη. Δώσ’ του ανάσα, δώσ’ του φως! Έτσι άσπρο όπως είναι, κάνε το Πανί Σου γάλα, να φάνε τα παιδάκια που πεινάνε! Κάνε το Πανί μπαμπάκι, γάζες κι επιδέσμους, να γιάνουν των αρρώστων οι πληγές! Κάνε το αγνή παρηγοριά στα χείλη των γερόντων! Κάνε το νυφικό στα σπίτια των μονάχων, και σπάργανα βρεφών στα σπίτια των ατέκνων! Κάνε το ασβέστη και μπογιά χιονιστική, να γλυκοφέξουν οι ταράτσες των σπιτιών ήλιο και καλοσύνη! Κάνε το άστρα γυάλινα, να ‘χουν οι ναυτικοί παρέα στα ταξίδια τους! Κάν’ το περιστέρι αφράτο, να πάει ν’ ανακηρύξει στους λαούς τ’ άγιο κλωνί της νίκης!
Ο Νίκος δίπλα μου ήτανε κι αυτός συνεπαρμένος, βροχερός. Τού ζούληξα τον καρπό τρυφερά -μού ‘γνεψε άσε με, δεν ήθελε πολλά. Κι από την άλλη πάντα, το παιδί πήρε στα ξαφνικά να με τραβάει. Τι θες χρυσό μου, τού λέω σιγά, λίγο ακόμα και θα πάμε σπίτι να παίξεις με τον Ζάχο. Όχι μαμά, μού λέει. Δε θέλω να φύγομε. Είναι μια φωτεινή Κυρία, εκεί, στα δεξιά του Σταυρού. Μάς κοιτάζει τόση ώρα και κλαίει. Κλαίει πολύ, μαμά! Πάμε να Τήν αγκαλιάσω;
Δεν πρόλαβα να τού πω πάμε. Έτρεξε σαν σκιουράκι κατά το Σταυρό. Προσκύνησε τα ματωμένα καρφιά, τον σπόγγο με το ξύδι, άφηκε κι ένα γιασεμί κι ύστερα -να, η Κυρία!- έκανε ολόχαρα κι έδειξε με το χεράκι του την εικόνα της Παναγίας στο δεξιό παρεκκλήσι.
Έγιν’ η καρδιά μου αμμοχάλικο, λιώσανε πάνω μου όλα. Ο Νίκος κόντευε να λιποθυμήσει. Ένας διάκονος τότε σαν κάτι να κατάλαβε, ήρθε κοντά, μη φοβάστε, μάς λέει, πάτε κι εσείς να προσκυνήσετε.
Κοιτάξαμε το παιδί κατά πρόσωπο.
Τα μάτια του.
Δεν ήσαν πια σγουρά, πιασμένα κόπιτσες. Ούτε είχανε κουταλιές βανίλια μέσα, όχι.
Τα μάτια του ήσαν δυό ζωηρές αμυγδαλένιες θάλασσες12.
_
γράφει η Ιωάννα Μαρία Νικολακάκη
____
- άχνινη: απαλόχρωμη, καμωμένη από πάχνη πρωινή
- στένουνται (κρητικό ιδίωμα): στέκονται, είναι στημένοι
- εγκρεμνούς: γκρεμούς
- κεφαλοδένονται με τυλιχτό σαρίκι: η φράση είναι μεταφορική και συμπληρώνει την κρητική καταγωγή του τοπίου.
- ξερικιά: με όψη ξερή, όπως έχουν οι άσαρκες ακρίδες στη φύση
- λεχτρολόγο: ηλεκτρολόγο
- τού παντίδει (κρητικό ιδίωμα): τον βολεύει χρονικά, έχει χρόνο να έρθει
- λουριδιάζεται: κόβεται σε λουρίδες, κομματιάζεται.
- Πενταμισάρι: πεντέμισι χρονών παιδί
- νιμμένο: η μετοχή του ρήματος «νίπτομαι», που θα πει πλένομαι
- Δρυγιές: μικρό χωριό του Νομού Ρεθύμνης
- δυό ζωηρές αμυγδαλένιες θάλασσες: το ουσιαστικό «θάλασσες» δείχνει το χρώμα των ματιών του μικρού Βάρσου μετά από το θαύμα (σε αντιπαραβολή με το: «οι κόρες των ματιών του ήσαν άσπρες σαν κουταλιές βανίλια» που αναφέρεται πιο πάνω). Το επίθετο «αμυγδαλένιες» περιγράφει το σχήμα των βλεφάρων του (σε αντιπαραβολή με το: «σγουρά -ραμμένα σαν με κόπιτσες αναμεταξύ τους»). Και το επίθετο «ζωηρές» φανερώνει την κίνηση των ματιών, που τώρα μπορούν και βλέπουν.
0 Σχόλια