Όταν πήρα στα χέρια μου, για πρώτη φορά, το «Ακατάλληλο» του Δήμου Χλωπτσιούδη, το άνοιξα, όπως κάνω συνήθως, σε μία τυχαία σελίδα και διάβασα: «Μια μαύρη λίμνη η πόλη τη νύχτα…»
Σπάνια θυμάμαι την αίσθηση της πρώτης φοράς από τα βιβλία που ανοίγω, αυτή η συγκεκριμένη όμως, αποτυπώθηκε στη μνήμη μου, γιατί ήταν ολόιδια μ’ εκείνη που νιώθει κανείς όταν ακούει κάποιον βιρτουόζο να γρατζουνάει μια κιθάρα, ένα βιολί ή να χαϊδεύει τα πλήκτρα του πιάνου. Τότε που τον κατακλύζει ξαφνικά η μελωδία και ξεπετάγονται εικόνες. Γιατί η και ποίηση μελωδία είναι, όταν μπορεί κανένας να την ακούσει.
Μια μαύρη λίμνη, λοιπόν, όπου καθρεπτίζονται, τρεμοπαίζουν και λαμπυρίζουν αστέρια, σε μια επιφάνεια σκοτεινή, ήρεμη, που καλύπτει ένα εσωτερικό γεμάτο ζωή που κοιμάται. Όλοι; Και βέβαια όχι! Γιατί υπάρχουν κι εκείνοι που ξενυχτούν. Μαζί τους και οι άνθρωποι του κοινωνικού περιθωρίου. Οι «φτωχοδιάβολοι» της νύχτας και των «κακόφημων» δρόμων, ανάμεσα στους οποίους, συχνά, συναντάμε την ποίηση. Ειδικά την ποίηση του Χλωπτιούδη. Εκεί, ανάμεσα σε πόρνες, σε άστεγους, σε πρόσφυγες και μετανάστες.
Πόρνη χορεύει
ξυπόλυτη στο δρόμο
Εσμεράλδα κυνηγημένη
από στοιχειωμένους
ιεροεξεταστές της ηθικής
στο ξέφωτο των μαγισσών
συλλέκτες υπογραφών.
Όταν ακούω για πορνεία
τρομάζω
νομίζω ότι πρέπει να υπογράψω
σε ανακριτές αξιών
δήλωση μετάνοιας
(«δήλωση πορνείας»)
κι ακόμα
Στο δρόμο ζει η μουσική
ζητιάνος
στου πενταγράμμου τα παγκάκια
Ανθοφορίας αρμονία
στεφανώνει τη φθορά
του χειμώνα
κρεσέντο έγχορδο
στολίζει δρόμους
παγωμένους.
Χείμαρρος τ’ ακόρντα
ρακένδυτα ταξιδεύουν
πιάτο φιλεύουν
στον περαστικό
νότες γεμάτο.
(«άστεγη πανδεσία»)
Από την άλλη, όμως, μπορεί ένα ποίημα, να μη θέλει κιόλα να πει κάτι; Μπορεί κι ο ποιητής, να μην έχει καμιά τέτοια πρόθεση και μάταια ο αναγνώστης ν’ αναζητά, συνεπώς, το νόημα των στίχων; Φυσικά και μπορεί! Ιδίως στα υπερρεαλιστικά (σουρεαλιστικά) ποιήματα. Μόνο που, ένα τέτοιο ποίημα, δεν είναι εύκολο να το γράψει κανείς. Δεν είναι, σε αντίθεση με ό,τι ίσως θα πίστευε κάποιος. Μπορεί και να είναι το δυσκολότερο είδος. Μοιάζει με παραδοξολογία, όμως δεν είναι, γιατί ένα τέτοιο ποίημα, οφείλει απαραιτήτως να είναι όμορφο, μοναδικό, τολμηρό, να συγκινεί με την επιλογή και τη διάταξη των λέξεων, αν δεν θέλει, όπως έγραφε ο Ελύτης στην «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο», εκφράζοντας τους φόβους του, να διολισθήσει προς τη βλακεία.
«Τριάντα αιώνες και πλέον ο άνθρωπος πασχίζει να βάλει τη μια λέξη κοντά στην άλλη με τέτοιον τρόπο που η σκέψη να εξαναγκάζεται να παίρνει καινούριες, αδοκίμαστες στροφές. Ιδού πού για πρώτη φορά η λειτουργία αυτή σταμάτησε. Είμαστε πανέτοιμοι για τη βλακεία», έγραφε σε αυτό το ολιγοσέλιδο πόνημά του.
Γιατί, και μια πεταλούδα, για παράδειγμα, δεν θέλει να μας πει κάτι πετώντας, είναι όμορφη όμως, ελεύθερη, φυσική, αθώα, ανεπιτήδευτη και χαίρεσαι να τη βλέπεις να φτερουγίζει. Και στην ποίηση του Χλωπτσιούδη συχνά συναντάμε αυτού του είδους την ομορφιά. Την ομορφιά του ανεπιτήδευτου ποιητικού λόγου, που γίνεται στην ποίησή του συναρπαστικός, καθώς κεντάει τις λέξεις πάνω στον ποιητικό καμβά, σαν επιδέξιος ζωγράφος, που τις πιο αδρές πινελιές του, τις φυλάει για το τέλος, εν είδη, ας μου επιτραπεί η έκφραση, ποιητικού κρεσέντου.
Ίχνη λέξεων
αφήνει η θάλασσα
γαλάζια χαμόγελα πετούν
αιχμάλωτα στα χείλη
σαν λουλούδια
σε ξανθά μαλλιά
ρυτιδιάζει η θάλασσα
στα υγρά παιχνίδια
και ο μπάτης ανεμίζει
γέλια νεανικά
σε γυμνές αγκαλιές
καημοί δε χωρούν
στο θέρος
φυλακίζονται στις πόλεις
για τους τυχερούς
Η ποίηση του Δήμου όμως, είναι κυρίως ανθρωποκεντρική, κοινωνιολογική, όπως ήδη, εν ήδη υπαινιγμού, αναφέραμε λίγο πρωτύτερα. Δεν στέκει αμέτοχη και συνεπώς είναι, κατά κάποιον τρόπο, «ακατάλληλη» για εκείνους που θέλουν οι ποιητές να μένουν αδιάφοροι στα τεκταινόμενα:
Πάντα ήθελα να αλλάξω τους κανόνες.
Να απελευθερωθούν τα άλογα
από τους πύργους
που τους προστατεύουν
και να τρέχουν ελεύθερα στο μαυρόασπρο τερέν
και οι αξιωματικοί
να κινούνται κυκλικά
γύρω από την τάφρο.
Θα ήθελα όμως κυρίως οι παίκτες
να σταματήσουν
να θυσιάζουν πιόνια
για να νικήσει ο βασιλιάς.
Ας σκεφτούμε μια φορά
τα πρώτα πιόνια που διπλά τρέχουν
προς τη θυσία.
(«αλλαγή κανόνων»)
Μας λέει, με μια κάποια ρομαντική διάθεση, στο υπέροχο ποίημα «Αλλαγή κανόνων», όπου ο ποιητής, «φλέγεται» από την επιθυμία για μια πιο δίκαιη κατανομή ρόλων, μια ισοπολιτεία, όπου δεν θα υπάρχουν δυνάστες.
Όπως επίσης, με το δικό του μοναδικό τρόπο, ο ποιητής, μάς «συστήνει» την προσφυγιά, δεμένη στο κατάρτι του ξεριζωμού, σαν το άγαλμα της Νίκης της Σαμοθράκης, αυτής που κοσμούσε το ναό των μεγάλων θεών Καβείρων, (ή μήπως τον Οδυσσέα και την επιστροφή στην Ιθάκη του); Η προσφυγιά, επομένως: Το οδυνηρό συνεπακόλουθο των πολέμων, με τον εύστοχο παραλληλισμό του ποιήματος, και τον εξίσου ευρηματικό συμβολισμό στο πρόσωπο της ξεριζωμένης «Νίκης», δεμένης στη πλώρη του πλοίου, κατά τη διάρκεια της μεταφοράς της, προκειμένου να καταλήξει στο μουσείο του Λούβρου το οποίο και κοσμεί μέχρι σήμερα. Η επιστροφή είναι, λοιπόν, το ζητούμενο. Αυτή θα είναι η νίκη. Η δικαίωση του κάθε ξεριζωμένου που αναζητά την Ιθάκη του.
Πρόσφυγας δεμένος
με φιρμάνι δουλεμπορικό
άφωνα θρηνωδεί
τη γη που αφήνει.
Στους αιώνες φτερωτή
των Καβείρων η Νίκη
ναυμαχίας ανάθημα
κόντρα στον άνεμο
το υγρό ρούχο κυματίζει
στην πλώρη πρίμα
την ισορροπία ζυγίζει.
σαλπίζει την επιστροφή
στα χώματα των αδελφών.
Πρόσφυγας από μάρμαρο παριανό
στολίζει το Λούβρο.
(«μαρμάρινος πρόσφυγας»)
Φυσικά ούτε λύσεις υπάρχουν, αν κάποιος τις αναζητά, ούτε υποδείξεις. Στην ποίηση εξάλλου δεν επιτρέπονται οι συνταγές. Γιατί, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι, η ποίηση είναι ο διαχρονικά ατίθασος, ο ασυμβίβαστος λόγος. Δεν είναι διδαχή. Πηγάζει από το θυμικό, το συναίσθημα, τη δημιουργική φαντασία, την αρμονία, την ομορφιά. Είναι λόγος απείθαρχος, και συχνά αυτονομημένος. Ακόμα και αυτοαναιρούμενος, ορισμένες φορές. Είναι ο λόγος με τη μεγαλύτερη όσμωση στη μουσική, τη μελωδία, την εικαστική, τη φιλοσοφία, τους οραματισμούς. Και ανεξάρτητα από το πιο ρεύμα, κατά καιρούς, ακολουθεί κι από ποιο επηρεάζεται, είτε είναι αυτό του ρομαντισμού, είτε του παρνασσισμού, του συμβολισμού, του υπερρεαλισμού κλπ, εκείνο από το οποίο δεν γίνεται να αποστασιοποιηθεί ο ποιητής, είναι ο βασικός κανόνας της ελευθερίας του λόγου, ακόμα και όταν αυτός υποτάσσεται σε κάποια φόρμα. Όπως και δεν μπορεί επίσης να στέκει αδιάφορος απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα και να κάνει πως τάχα δεν βλέπει.
Ο Δήμος Χλωπτσιούδης όχι μονάχα τα βλέπει αλλά και, με το δικό του τρόπο, τα δείχνει. Όπως δείχνει και την ομορφιά. Γιατί και αυτή υπάρχει επίσης παντού. Η ομορφιά του έρωτα, η οποία τόσο εύγλωττα εμφανίζεται στο ποίημα: «Προσκύνημα στο Αγιονήσι», όπου ο έρωτας υπερβαίνει τους ανθρώπινους κανόνες, και τα διαμορφούμενα ήθη, αλλά και η ομορφιά των συναισθημάτων, την οποία μας φανερώνει ο ποιητής, δείχνοντάς την με το δικό του συναρπαστικό τρόπο, όπως δείχνουμε σε ένα παιδί μια χιονισμένη βουνοκορφή, ένα κόκκινο σύννεφο, το φεγγάρι. Ανοίγει της ποίησης το παράθυρο και τον ακούμε να περιγράφει:
«Φεγγάρι κόσμημα
στο λαιμό του ουρανού
δακρύζει μαργαριτάρια
και τα άστρα βεγγαλικά
στου έρωτα την άμπωτη.
Κι ήρθε το φως
με χαμομήλι
το γυμνό κορμί να σκεπάσει
στεφάνι από μαργαρίτες
στα χείλη ν’ ακουμπήσει».
(«ΙΙ»)
Τέλος, επιτρέψτε μου να πω και δυο λόγια για τον ίδιο τον ποιητή Δήμο Χλωπτσιούδη. Γιατί ο Δήμος, δεν είναι μονάχα ένας σπουδαίος ποιητής. Είναι και λάτρης του ποιητικού λόγου, τον οποίο δεν θεωρεί ιδιόκτητο, αλλά κοινόχρηστο χώρο και τον αγαπάει και τον φροντίζει σαν τέτοιο. Φαίνεται ξέρει πόσο σπουδαίο είναι να αγαπάς, χωρίς εγωιστική εσωστρέφεια, την ποίηση των ανθρώπων που, ποίημα το ποίημα, αρχίζοντας από τα πανάρχαια χρόνια και συνεχίζοντας στο μέλλον διηνεκώς, οικοδομούν αυτό το υπέρλαμπρο μνημείο. Όχι με οικοδομικά υλικά αλλά με στίχους. Κι ας μην είναι όλοι το ίδιο… ανυπέρβλητοι. Η ομορφιά του διαφορετικού, ακόμα και ποιοτικά, είναι πιο συναρπαστική από τη «βαρετή» ομοιομορφία του ολόχρυσου.
Γι’ αυτό και ο Δήμος, ακούραστα διαβάζει και γράφει για την ποίηση των άλλων, για τη λογοτεχνία. Η λέξη «συγγραφέας» βρίσκει στο πρόσωπό του την αληθινή της υπόσταση και πολύ σωστά είναι έτσι διατυπωμένη, διότι όταν γράφουμε, συμβαίνει αυτό το μεγαλειώδες πράγμα: γράφουμε όλοι μαζί. Γράφει μαζί μας ο Σολομός, ο Καβάφης, ο Παπαδιαμάντης, ο Παλαμάς και όλοι εκείνοι που αγαπήσαμε και που κι εκείνοι αγάπησαν κάποιους με τη σειρά τους. Κανένας συγγραφέας, κανένας ποιητής δεν προέκυψε από παρθενογένεση. Έτσι άλλωστε δεν διαμορφώθηκαν τα καλλιτεχνικά ρεύματα; Πρώτα καθιέρωσε κάποιος πρωτοπόρος ένα ύφος, με το οποίο γοήτευσε τους ομότεχνούς του, συμβάλλοντας έτσι στο να διαμορφωθεί η αντίστοιχη τάση. Ο Μπωντλαίρ, ο Ρεμπώ και ακολούθως ο Πόε στον συμβολισμό, ο Νοβάλις, ο Γκαίτε, και ακολούθως ο Ουγκώ, στον ρομαντισμό, ο Μπρετόν με τον Πωλ Ελυάρ στον υπερρεαλισμό κλπ.
Έτσι πορεύεται το ποιητικό καραβάνι, με αντίδωρα, κάτι που ο Δήμος το γνωρίζει καλά και για τούτο είμαι βέβαιος ότι θα μας χαρίσει κι άλλα πολλά ακόμα, σπουδαία ποιητικά δημιουργήματα.
Το κείμενο αποτέλεσε την εισήγηση
κατά την παρουσίαση της συλλογής
στα Γιαννιτσά (17/02/2017)
0 Σχόλια