-Γεια σας. Μη μου κλείσετε κι εσείς την πόρτα, σας παρακαλώ. Πεινάω και διψάω, κι έξω έχει αρχίσει να νυχτώνει.
Η θεια-Πιπίτσα στεκόταν στην εξώπορτα του σπιτιού της έκπληκτη. Μπροστά της ένα παιδί, αν μπορούσε να το πει κανείς παιδί, ένας σκελετός για την ακρίβεια, φορώντας μια μαύρη μπέρτα και κρατώντας ένα κόκκινο πλαστικό δρεπάνι στο χέρι. Έκανε στην άκρη και του έγνεψε να περάσει. Εκείνος, με έναν αναστεναγμό ανακούφισης, μπήκε και περίμενε τη θεια-Πιπίτσα να του μιλήσει.
-Σε φανταζόμουν πιο μεγάλο, κατάφερε να πει καθώς συνερχόταν από το αρχικό της ξάφνιασμα.
-Α, ναι! Λέτε για τον μπαμπά μου! Εκείνος είναι πολύ μεγάλος! Τεράστιος! Ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου! Συγγνώμη, θα μπορούσατε να μου δώσετε λίγο νεράκι; Έχω πεθάνει από τη δίψα.
Η θεια-Πιπίτσα έβαλε ένα ποτήρι νερό και έμεινε να περιεργάζεται με το βλέμμα της τον απροσδόκητο επισκέπτη.
-Πώς σε λένε;
-Χαρούλη! Εσάς;
-Καλλιόπη. Αλλά όλοι στη γειτονιά με φωνάζουν θεια-Πιπίτσα. Τι να σου λέω. Μεγάλη ιστορία. Είπες πριν πως πεινάς. Θέλεις κάτι να φας; Δεν ξέρω τι. Εννοώ… Τι τρως;
-Τα πάντα. Α, δεν είμαι καθόλου ιδιότροπος. Και μ’ αρέσουν και τα γλυκά πάρα πολύ κι ας με μαλώνει ο μπαμπάς ότι έχω βάλει πετσί πάνω μου και πρέπει να γυμνάζομαι.
Η θεια-Πιπίτσα άνοιξε το φούρνο και έβγαλε λίγη χορτόπιτα που είχε απομείνει από χθες. Απ’ το ντουλάπι έβγαλε το γλυκό σταφύλι που είχε φτιάξει το φθινόπωρο για να κερνάει τα εγγόνια της όταν θα ‘ρχονταν. Το λάτρευαν το γλυκό σταφύλι.
-Εμένα όμως δεν μ’ αρέσει να γυμνάζομαι, συνέχισε ο Χαρούλης καθώς καθόταν στο τραπέζι. Βαριέμαι. Εγώ θέλω να παίζω με τον μπαμπά μου.
Ο Χαρούλης δοκίμασε την χορτόπιτα. Έκλεισε με απόλαυση τα βαθουλωτά του μάτια.
-Πολύ ωραία! Γεια στα χέρια σας!
-Χαίρομαι που σου αρέσει. Να σου βάλω κι άλλη;
-Ναι, αν και δεν πρέπει. Αλλά πεινάω πολύ.
-Εντάξει. Ένα κομματάκι δεν θα χαλάσει τη δίαιτα. Εξάλλου δεν παχαίνει. Κι είσαι ακόμη παιδί. Αλήθεια, ο μπαμπάς σου πού είναι;
-Αυτόν βγήκα να ψάξω. Τώρα, με αυτόν τον παλιοϊό, δεν γυρνάει σχεδόν καθόλου στο σπίτι. Είναι όλη την ώρα στους δρόμους. Κι όταν γυρνάει, είναι πολύ κουρασμένος για να παίξουμε.
-Καταλαβαίνω.
-Γι’ αυτό και ‘γω το πήρα απόφαση. Είπα, θα πάω να τον βοηθήσω. Έτσι, θα τελειώνει κι αυτός νωρίτερα και δεν θα κουράζεται. Και μετά θα γυρνάμε σπίτι και θα παίζουμε. Καλά δεν το σκέφτηκα;
-Εγώ τι να πω τώρα, απάντησε μουδιασμένα η θεια-Πιπίτσα.
Ο Χαρούλης συνέχισε.
-Όμως οι άνθρωποι είναι πολύ παράξενοι. Περπατάς δίπλα τους και δεν σου δίνουν σημασία. Κι όταν τους ρωτάω, με βρίζουν και φεύγουν. Καθόλου ευγενικοί.
-Ναι, αυτό είναι αλήθεια, συμφώνησε η θεια-Πιπίτσα.
-Χτύπησα και κουδούνια. Με ρωτούσαν τι θέλω κι όταν τους έλεγα “τον Χάρο”, με έβριζαν χυδαία.
Η θεια-Πιπίτσα έφερε στο μυαλό της τους δύστυχους εκείνους που θα απαντούσαν στο θυροτηλέφωνο και άθελά της γέλασε.
-Συγγνώμη, αλλά είναι αστείο, προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
-Ναι, αλλά εγώ πώς θα βρω τον μπαμπά μου; Έξω είναι βράδυ. Ο μπαμπάς μου δεν θέλει να κυκλοφορώ μόνος μου τέτοια ώρα. Αν κι αυτός έχει πάρα πολλή δουλειά τα βράδια. Οι άνθρωποι τρελαίνονται τη νύχτα. Έτσι μου λέει. Σκοτώνεται στη δουλειά με όλους αυτούς τους μεθυσμένους στους δρόμους.
-Πες το ψέμματα.
-Και τώρα, ήρθε ο ιός και δεν προλαβαίνει να πάρει ανάσα.
-Τουλάχιστον, σταμάτησαν οι μεθυσμένοι.
-Τι να το κάνω; Πάλι λείπει από το σπίτι. Αλήθεια, να σας ρωτήσω κάτι;
-Ό,τι θέλεις.
-Εσείς, μόνη μένετε;
Η θεια-Πιπίτσα αναστέναξε.
-Μόνη, αγόρι μου.
-Δεν έχετε παιδιά;
-Μωρέ και παιδιά έχω και εγγόνια έχω.
-Άντρα;
-Όχι, αυτόν τον έχασα. Τον πήρε ο μπαμπάς σου.
-Λυπάμαι. Αλήθεια λέω. Και να ξέρετε, ο μπαμπάς μου δεν είναι κακός. Τη δουλειά του κάνει. Δεν διαλέγει αυτός. Βασικά, οι άνθρωποι διαλέγουν τις περισσότερες φορές και τον καλούν.
-Τι εννοείς;
-Να, όταν κάποιος, για παράδειγμα, είναι άρρωστος και δεν προσέχει. Του στέλνει μήνυμα να έρθει. Κι ο μπαμπάς μου πηγαίνει. Τι να κάνει;
-Τώρα που το λες, δεν έχεις άδικο. Κι ο Βαγγέλης μου, ο άντρας μου, έτσι ήτανε. Χοληστερίνη, σάκχαρο, τριγλυκερίδια στο φουλ. Του τα ‘λεγα. Μην τρως Βαγγέλη μου τόσα κρέατα. Θα πάθεις τίποτα. “Προσέχω ρε γυναίκα”. Και δόστου τα ούζα και τα μεζεκλίκια στο καφενείο. Πολύ θέλει; Δίκιο έχεις, τελικά. Εμείς τον καλούμε τον μπαμπά σου.
-Τα παιδιά σας δεν είναι εδώ; συνέχισε ο Χαρούλης.
-Όχι. Έχουν τις οικογένειές τους. Ερχόντουσαν κάθε Σαββατοκύριακο. Και τα εγγόνια μου. Πέντε έχω. Το Γιωργάκη, τον Βαγγέλη, την Αννιώ, τον Λευτέρη και την Πόπη.
-Να σας ζήσουνε!
-Ευχαριστώ. Ακούγεται κάπως παράξενη μια τέτοια ευχή από το γιο του Χάρου.
-Ναι, όντως, απάντησε ο Χαρούλης γελώντας. Και τώρα; Γιατί δεν είναι εδώ; Σάββατο είναι. Θα έρθουν πιο μετά;
-Δεν μπορούν να ‘ρθουν, αγάπη μου. Δεν επιτρέπεται. Είμαι και μεγάλη γυναίκα. Φοβούνται μη με κολλήσουν και πεθάνω. Λες και ζω τώρα… χωρίς αυτούς.
-Κάντε υπομονή. Θα περάσει. Όλα τελειώνουν κάποτε. Έτσι λέει ο μπαμπάς μου.
-Ναι, το φαντάζομαι τι εννοεί.
-Θα μπορούσα να έχω λίγο νεράκι ακόμα; Πολύ ωραίο το γλυκό σας.
-Να ’σαι καλά. Το ξέρεις πως είσαι πολύ ευγενικό παιδί; Δεν το περίμενα. Ο μπαμπάς σου σε έχει αναθρέψει πολύ όμορφα.
-Ευχαριστώ, είπε ο Χαρούλης παίρνοντας το ποτήρι το νερό. Ο μπαμπάς μου είναι σπουδαίος. Και τον αγαπάω πολύ. Κι αυτός μ’ αγαπάει. Και πάντα γελάμε και παίζουμε μαζί.
-Γελάει ο Χάρος;
-Φυσικά! Τι νομίζατε;
-Ε… Συνήθως τον φανταζόμαστε βλοσυρό.
-Έτσι είναι στη δουλειά του. Έτσι πρέπει. Όλα κι όλα. Η δουλειά δουλειά και το παιχνίδι παιχνίδι. Έτσι λέει. Είναι πολύ τυπικός με τη δουλειά του. Κι εγώ έτσι θα γίνω όταν μεγαλώσω. Μεγάλος, και τρομερός! Σαν τον μπαμπά μου.
-Σου το εύχομαι, Χαρούλη μου. Και τώρα, πώς θα τον βρούμε τον μπαμπά σου;
-Δεν ξέρω.
-Σάμπως εγώ ξέρω; Να θες να βρεις τον Χάρο και να μην τον βρίσκεις! Αυτό πού το πας; μονολόγησε η θεια-Πιπίτσα.
Έμειναν κι οι δυο σκεφτικοί για λίγο. Τη σιωπή έσπασε διστακτικά η θεια-Πιπίτσα.
-Να παίρναμε την αστυνομία;
-Μπα. Πήγα και σ’ αυτούς.
-Και;
-Μου κόψανε πρόστιμο! Ορίστε, είπε κι έβγαλε από την μπέρτα του ένα χαρτί. Δεν έχω ιδέα τι να το κάνω.
Η θεια-Πιπίτσα γέλασε. Πήρε το χαρτί στο χέρι της.
-Πρόστιμο γιατί κυκλοφορούσες χωρίς μάσκα και χωρίς να έχεις στείλει SMS!
-Να το δώσω στον μπαμπά να πάει να το πληρώσει;
-Όχι, άσε καλύτερα. Κρίμα τους ανθρώπους.
-Εσείς ξέρετε.
-Και τώρα; Πώς γυρίζεις σπίτι; Έχεις διεύθυνση; Τι λέω, Θεέ μου; Μας φαντάζεσαι να μπαίνουμε σε ταξί και να μας ρωτάει ο οδηγός “πού πάτε;” Τι του απαντάμε, μου λες;
-Ναι, θα είναι λίγο παράξενο.
Ο Χαρούλης χασμουρήθηκε. Τα κοκαλάκια του έτριξαν.
-Νύσταξες;
-Ναι. Είμαι πολύ κουρασμένος. Περπατάω όλη μέρα.
-Θέλεις να σου στρώσω στον καναπέ να κοιμηθείς; πρότεινε η θεια-Πιπίτσα.
-Κι ο μπαμπάς μου; Θα ανησυχήσει όταν δεν με βρει στο σπίτι.
-Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, τώρα. Κοιμήσου εσύ κι αύριο μέρα είναι. Θα τον βρούμε τον μπαμπά σου.
Ο Χαρούλης, κρατούσε με δυσκολία τα μάτια του ανοιχτά. Τελικά, πείστηκε να ξαπλώσει στον καναπέ που του έστρωσε η θεια-Πιπίτσα. Εκείνη τον σκέπασε με φροντίδα και κάθισε στη μεγάλη πολυθρόνα δίπλα του. Την αγαπημένη πολυθρόνα του Βαγγέλη. Άνοιξε την τηλεόραση, φροντίζοντας να χαμηλώσει τον ήχο για να μην ενοχλεί τον Χαρούλη.
-Τα ίδια και τα ίδια, μουρμούρισε καθώς έψαχνε από κανάλι σε κανάλι να βρει κάτι ενδιαφέρον.
Ο Χαρούλης κοιμόταν ήδη. Ήταν τόσο γαλήνιος. Καθόλου τρομακτικός, αν εξαιρέσεις το τρίξιμο των δοντιών του. Έτσι έτριζε κι ο Βαγγέλης της τα δόντια του όταν κοιμόταν. “Καλύτερα να ροχάλιζες παρά αυτό το πράγμα” του ΄λεγε εκνευρισμένη. Της έλειψε. Και το τρίξιμο και τα βογγητά του, όταν φούσκωνε από το φαγητό, και τα γέλια του. Ακόμη και κείνα τα χοντροκομμένα χωρατά του. Όλα της έλειψαν. Και πιο πολύ το στήθος του. Το δασύτριχο στήθος του που κούρνιαζε το κεφάλι της τα βράδια. Έχωνε το χέρι της σαν σε γρασίδι και νανουριζόταν απ’ την ανάσα του και τους χτύπους της καρδιάς του. Μόνο εκείνο το βράδυ δεν ξάπλωσε στο στήθος του. Ένιωθε πλάκωμα, της είπε. Οι σουπιές και τα λουκάνικα στο καφενείο θα έφταιγαν. Έτσι έλεγε. Ποτέ μην μπλέκεις θαλασσινά με στεριανά. Μεγάλο λάθος. Κάποια στιγμή πετάχτηκε στον ύπνο της σαν ν’ άκουσε θόρυβο. Ένα βουητό σαν να ‘κανε σεισμό. Γύρισε προς το μέρος του. Ο Βαγγέλης κοιμόταν μ’ ανοιχτό το στόμα. Μόνο που δεν ανέπνεε πια.
Κοίταξε πάλι τον Χαρούλη. Πόσο παράξενο! Είχε το γιο του Χάρου στο σπίτι της! Τον τάισε, τον πότισε, τον τράταρε γλυκό. Και τώρα κοιμόταν στον καναπέ της! Περιμένοντας να συναντήσει τον μπαμπά του. Αυτόν τον ίδιο που της πήρε κάποτε το σύντροφό της.
Πάνε έξι χρόνια από τότε. Και τώρα, μόνη, φυλακισμένη μέσα στο ίδιο της το σπίτι, μακριά από παιδιά κι από εγγόνια. Για να μην πεθάνει. Έτσι της είπε ο Γιωργάκης της. Αυτό τους είπε η δασκάλα. Έχουν μια βδομάδα να της μιλήσουν. Να την πάρουν ένα τηλέφωνο, βρε αδερφέ. Χάθηκε ο κόσμος να την πάρουν ένα τηλέφωνο; Πήρε το κινητό στο χέρι της να δει μήπως είχε καμία κλήση και δεν το άκουσε. Τίποτα.
Ο γνώριμος ήχος συναγερμού από την τηλεόραση, την έβγαλε από τις σκέψεις της. Στην οθόνη η φωτογραφία του Χαρούλη. Ο μπαμπάς του τον αναζητούσε μέσω Amber Alert. Σημείωσε βιαστικά το τηλέφωνο που έγραφε στην οθόνη.
-Χαρούλη, Χαρούλη, ξύπνα! Τον βρήκαμε τον μπαμπά σου!
Ο Χαρούλης πετάχτηκε.
-Αλήθεια; Πού είναι;
-Περίμενε να τηλεφωνήσω.
Η θεια-Πιπίτσα φόρεσε τα γυαλιά της πρεσβυωπίας και σχημάτισε τον αριθμό που είχε σημειώσει. Ο Χαρούλης άκουγε γεμάτος αγωνία τις συνεννοήσεις. Η θεια-Πιπίτσα έκλεισε το τηλέφωνο δίνοντας τη διεύθυνσή της.
-Έλα. Όπου να ΄ναι, έρχεται κι ο μπαμπάς.
Ο Χαρούλης χοροπηδούσε γεμάτος ενθουσιασμό! Επιτέλους! Θα γυρνούσε στην αγκαλιά του μπαμπά του. Η θεια-Πιπίτσα πήγε στον καθρέφτη του χολ κι άρχισε να χτενίζεται. Μετά, πέρασε μια λεπτή στρώση κραγιόν στα χείλη της, άλειψε και λίγο στα μάγουλά της κι όταν βεβαιώθηκε πως ήταν εντάξει κατευθύνθηκε στο εικονοστάσι. Έκανε το σταυρό της, προσευχήθηκε σιωπηλά και αφού φίλησε μία μία τις εικόνες, έσβησε το καντήλι. Το καντήλι αυτό που με πολλή επιμέλεια κρατούσε όλο το χρόνο αναμμένο με το Άγιο Φως.
-Μπαμπάκα μου! ακούστηκε η φωνή του Χαρούλη πίσω της.
Η θεια-Πιπίτσα κόντεψε να πάθει συγκοπή βλέποντας το Χάρο μέσα στο σαλόνι της. Ήταν πραγματικά τεράστιος! Ένα ρίγος τη διαπέρασε. Ο Χαρούλης είχε χωθεί στην αγκαλιά του και του ζητούσε συγγνώμη που τον ανησύχησε. Εκείνος τον έσφιγγε με λατρεία και τα κόκαλα τους κροτάλιζαν το ένα πάνω στ’ άλλο.
Όταν χόρτασαν αγκαλιές, ο Χάρος γύρισε να τη δει. Η θεια-Πιπίτσα ένιωσε τα γόνατά της να λυγίζουν. Εκείνος, την ευχαρίστησε. Η φωνή του ήταν παγερή αλλά ευγενική.
-Δεν έκανα τίποτα, κατάφερε να ξεστομίσει με τρεμάμενη φωνή εκείνη.
-Η θεια-Πιπίτσα είναι πολύ καλή, πετάχτηκε ο Χαρούλης. Είναι η μόνη που μ’ έβαλε στο σπίτι της. Και μου ΄δωσε να φάω. Έφαγα και γλυκό. Λίγο μόνο. Πειράζει;
Ο Χάρος χάιδεψε το κεφάλι του γιου του. Όχι, δεν πείραζε. Όχι απόψε.
-Είναι ασυνήθιστη η περίσταση, είπε εκείνος αμήχανα απευθυνόμενος στη θεια-Πιπίτσα.
-Ναι, το καταλαβαίνω, απάντησε εκείνη με τρεμάμενη φωνή.
-Συνήθως δεν φεύγω με άδεια χέρια από ένα σπίτι, ξέρετε. Είναι αντίθετο με τους κανονισμούς.
-Ξέρω, απάντησε η θεια-Πιπίτσα. Δεν χρειάζεται να κάνετε εξαίρεση για μένα. Σας περίμενα. Όχι έτσι, βέβαια, αλλά… Είναι περίεργοι οι καιροί που ζούμε, έτσι κι αλλιώς.
Ο Χάρος δεν ήξερε τι να κάνει. Από τη μια το καθήκον κι από την άλλη η ευγνωμοσύνη για τη γυναίκα αυτή που φρόντισε τον αγαπημένο του γιο. Τελικά, αποφάσισε να τη ρωτήσει, παρά του ότι δεν συνηθιζόταν.
-Εσείς τι θέλετε; Πείτε μου. Κι εγώ θα το κάνω. Για το χατήρι του μονάκριβου μου.
Η θεια-Πιπίτσα δεν χρειαζόταν να το πολυσκεφτεί. Το ζητούσε εδώ και καιρό, ιδίως τώρα που ήταν τόσο ανυπόφορα μόνη.
-Είμαι έτοιμη, του είπε.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησε το κινητό της. Έσπευσε να το σηκώσει.
-Τα παιδιά! Μου κάνουν βιντεοκλήση! Μπορώ; Θα με περιμένετε;
Ο Χάρος τής έγνεψε καταφατικά.
Εκείνη έσπευσε με λαχτάρα να τους μιλήσει. Το πρόσωπό της έλαμψε από χαρά. Ήταν όλοι εκεί, στην οθόνη, παιδιά κι εγγόνια. Είχαν συνεννοηθεί να της κάνουν έκπληξη. Μιλούσε και τα μάτια της τους αγκάλιαζαν με τόση προσμονή και τρυφερότητα. Όλη η μελαγχολία των ημερών που την έπνιγε, εξαφανίστηκε με μιας. Γελούσε! Επιτέλους γελούσε!
Όταν τέλειωσε η συνομιλία κι αφού τους αποχαιρέτησε όλους συγκινημένη, γύρισε στον Χάρο.
-Συγγνώμη για…
Ο Χάρος όμως έλειπε. Τον έψαξε στα δωμάτια. Τίποτα. Γύρισε στην κουζίνα. Στο τραπέζι υπήρχε το χαρτί που είχε σημειώσει τον αριθμό του Amber Alert. Πάνω είχε γραμμένο ένα μήνυμα. Φόρεσε τα γυαλιά της και διάβασε.
“Σας ευχαριστώ για όσα κάνατε. Θα ξανασυναντηθούμε. Μέχρι τότε, ζήστε την κάθε σας μέρα. Χαρείτε την με κάθε τρόπο. Στο επανιδείν.” Και λίγο πιο κάτω ζωγραφισμένη μια αστεία χαμογελαστή νεκροκεφαλή μέσα σε μια καρδούλα και με χαριτωμένα παιδικά γραμματάκια ένα όνομα. “Χαρούλης”.
_
γράφει ο Τάσος Κυρτάσογλου
Πανέξυπνο !