Μια αναμονή πλανιέται στον αέρα και του ρουφάει το οξυγόνο και τον αφήνει μισό. Κι έτσι μισό τον αναπνέεις από το πρωί που ξυπνάς και πίνεις μαζί της τον καφέ σου και σκέφτεσαι. Σκέφτεσαι τόσα που δεν βλέπεις τον ήλιο που μπαίνει από το παράθυρο, τόσα που η καλημέρα των αγαπημένων σου περνά κάπως αδιάφορη και δεδομένη.
Και μπαίνει η αναμονή στα ρουθούνια σου και δεν σε αφήνει να μυρίσεις την βροχή, μα ούτε και των λουλουδιών το άρωμα. Τα προσπερνάς κι αυτά κάπως αδιάφορα και φτάνεις στην δουλειά. Μένει για λίγο σιωπηλή η αναμονή μα κάποια στιγμή σου ψιθυρίζει ύπουλα στο αυτί: «Θα είμαστε κι αύριο εδώ;» Της λες να βγάλει τον σκασμό γιατί δεν την αντέχεις κι εκείνη γαντζώνεται στην πλάτη σου. Τι κι αν σε ενοχλεί και σε βαραίνει, δεν την τινάζεις από πάνω σου, αφού και χθες εκεί ήταν, και την προηγούμενη. Κοιτάζεις το ρολόι να περάσει η ώρα να σχολάσεις, σε περιμένουν τόσες δουλειές μετά.
Κοιτάζεις ξανά το ρολόι κι έφτασε κιόλας απόγευμα, θα τα προλάβεις άραγε όλα ως το βράδυ; «Κάνε υπομονή, θα έρθουν καλύτερες μέρες, μην βιάζεσαι. Θα έρθει το καλοκαίρι κι αν είσαι τυχερός θα ξεκουραστείς δέκα μέρες. Μην ξεχάσεις τότε να πεις ευχαριστώ για την άδειά σου!» Σε παρηγορούν τα λόγια της κι εκείνη παίρνει θάρρος: «Θα μεγαλώσουν τα παιδιά, θα ξεκουραστείς, θα βρεις τον χρόνο για το χόμπι σου, θα πας εκείνη την βόλτα στο βουνό, θα πας και στην θάλασσα. Θα κάνεις εκείνη την αγκαλιά που χρωστάς, θα δώσεις κι εκείνο το φιλί, ίσως ζητήσεις κι εκείνη την συγγνώμη, θυμάσαι; Θα πεις αυτά που θες σε όσους πρέπει, θα λυθούν τα προβλήματα και θα είσαι ξανά ελεύθερος να ζήσεις».
Κοιτάζεις το ρολόι και είναι πια νύχτα. Κοιτάζεις τον καθρέφτη και είσαι πια γέρος. Κοιτάζεις την ζωή σου και είναι πια περασμένη. Ξαπλώνεις με την αναμονή γαντζωμένη στην πλάτη σου, ριζωμένη στην ψυχή σου, χαραγμένη στις ρυτίδες σου. Αναμένοντας να ζήσεις, έχασες όλη σου την ζωή. Κι έτσι όπως είσαι ξαπλωμένος, μετράς όσα δεν χάρηκες και κάπου εκεί στο μέτρημα πρέπει να παραδεχτείς πως τα νερά του ποταμού πίσω πια δεν γυρίζουν. Γύρνα και δες τώρα αυτόν, που στο φέρετρό του κείτεται μακάριος και γύρω του όλοι κλαίνε. Λίγο μόνο νωρίτερα, πόσα ανέμενε κι ετούτος!
Θα σου το πω σαν να σε ξέρω χρόνια, γιατί εμείς φίλοι να ξέρεις είμαστε κι ας μην έχουμε ακόμα γνωριστεί. Κι αν παράξενο σου φαίνεται, σου λέω πως μας συνδέουν τόσα, κι εμένα κι εσένα και τους άλλους. Προστάτευσε το σώμα σου, μα πάνω από όλα προστάτευσε τον νου σου!
_
γράφει η Βίκυ Πρεβεδούρου
0 Σχόλια