Ο Ελύτης υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 και άφησε την τελευταία του πνοή στις 18 Μαρτίου του 1996, σε ηλικία 85 ετών. Μαζί με τον Ρίτσο και το Σεφέρη αποτέλεσαν τους κύριους εκπροσώπους της λεγόμενης «Γενιάς του ’30» και το 1979 βραβεύεται με το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Το συγγραφικό του έργο υπήρξε μεγάλο και πολύπλευρο, καθώς μέσα σε αυτό εμπεριέχονται πολλά διαχρονικά μηνύματα, μια που ήταν ένας ποιητής που ύμνησε την Ελλάδα, τον έρωτα και την γυναίκα όσο κανείς άλλος.
Μιλώντας για τη γυναίκα, αυτή ήταν, είναι και θα είναι πηγή έμπνευσης για όλους τους ποιητές και συγγραφείς γενικότερα. Και φυσικά δεν θα μπορούσε να μην εμπνευστεί και ο Ελύτης από αυτή, σε σημείο που να τη θέσει κεντρικό θέμα σε αρκετά ποιήματά του. Βέβαια, οι γυναικείες μορφές χρησιμοποιούνται γενικά από τους ποιητές ως σύμβολα και περιγράφονται ανάλογα με τις επιρροές που δέχτηκε ο εκάστοτε ποιητής, την γενιά ή το ρεύμα στο οποίο ανήκει και ανάλογα με τα κοινωνικά θέματα που επιθυμεί να στηλιτεύσει μέσα από την απεικόνιση τους. Έτσι λοιπόν, μέσα από το έργο του ο κάθε ποιητής προσπαθεί να δημιουργήσει και να αναδείξει μια ξεχωριστή γυναίκα, έτσι όπως την φαντάζεται αυτός.
Για τον Ελύτη η γυναικεία μορφή στα ποιήματά του υπήρξε πολύμορφη, συνειρμική, οικουμενική και γεμάτη αντιθέσεις. Και την αποτύπωσε με ποικίλους τρόπους σε αρκετά ποιήματα. Την είδαμε σε διάφορες εκφάνσεις στις συλλογές “Τα ρω του έρωτα” και “Προσανατολισμοί“, στις οποίες παρουσιάζει την γυναίκα απροσδιορίστου καταγωγής, αλλά συνειρμικά είναι σαν να περιγράφει την Ελληνίδα γυναίκα. Είναι όμορφη, νεαρή σε ηλικία και ξανθιά, μακρυμαλλούσα. Σίγουρα ξεφεύγει από το παραδοσιακό πρότυπο της τυπικής Ελληνίδας, που είναι συνήθως μελαχρινή, αλλά έτσι την φαντάζεται ο Ελύτης και έτσι την αποδίδει. Δεν αναφέρει πουθενά την κοινωνική της καταγωγής, γιατί δεν είναι συγκεκριμένη. Αν και συχνά την αποκαλεί “πριγκίπισσα” ή “βασίλισσα”, όμως πιθανότατα δεν αναφέρεται στην καταγωγή, αλλά στην αύρα που αυτή αποπνέει. Εξάλλου για τον Ελύτη,-και αυτό θέλει να καταδείξει-, η κοινωνική τάξη είναι ένα στερεότυπο που επέβαλλε αναγκαστικά η κοινωνία για να “κατατάξει” και να διαχωρίσει τους ανθρώπους. Ίσως προβάλλοντας μέσα στα ποιήματα απροσδιόριστη τη θέση της γυναίκας, ο Ελύτης θέλει να καυτηριάσει την άποψη που ισχύει στην σύγχρονη εποχή περί κοινωνικής τάξης. Επιπλέον, στις συγκεκριμένες συλλογές και γενικά στα πρώτα ποιήματά του, η αποτύπωση μιας γυναίκας νεαρής ηλικίας είναι το ιδανικό μοντέλο για να προβάλει και να περιγράψει κανείς τον έρωτα.
Γυναίκα πρωταγωνιστεί και στο “Μονόγραμμα”, έναν ύμνο, ή μάλλον, τον απόλυτο ύμνο στον έρωτα. Ως ποίημα βρίθει από νεανικότητα και πάθος. Πρόκειται για την περιγραφή ενός θυελλώδους έρωτα, που όμοιος του δεν υφίσταται, με τόσο ένταση και τόσο πάθος που δύσκολα θα μπορούσε να τον αποδεχτεί κανείς και να τον κατανοήσει. Διαβάζοντας κανείς το ποίημα, αντιλαμβάνεται ότι ο Ελύτης πλάθει μια ερωτική τραγωδία, καθώς το ερωτευμένο ζευγάρι έρχεται αντιμέτωπο με την εναντίωση των γύρω του για αυτό τους το συναίσθημα, σε σημείο που η γυναίκα,- το πρόσωπο με το οποίο ασχολούμαστε στην παρούσα ανάλυση-, μην αντέχοντας όλη αυτή την εναντίωση και την κατακραυγή που υφίσταται, βάζει τέλος στη ζωή της. Τον λόγο για τον οποίο ο έρωτας των δύο νεαρών δεν γίνεται αποδεκτός δεν τον γνωρίζουμε, ούτε ο ποιητής τον αναφέρει κάπου ξεκάθαρα μέσα στο ποίημα ή έστω να τον αφήσει να εννοηθεί. Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να κάνει τους δικούς του συνειρμούς ή να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, ώστε να πλάσει την ιστορία που αυτός επιθυμεί. Τον Ελύτη φαίνεται να μη τον ενδιαφέρει τόσο ο λόγος, όσο το αποτέλεσμα. Και στο είναι ο τραγικός επίλογος ενός μεγάλου έρωτα. Και μπορεί η γυναίκα να μην υπάρχει σαν φυσική παρουσία μέσα στο ποίημα, είναι όμως συνεχώς παρούσα μέσα από το θρήνο του αγαπημένου της. Αυτό γίνεται αντιληπτό γιατί, παρόλο που στην ουσία το ποίημα είναι ένας θρηνητικός μονόλογος, ο ποιητής βάζει το νεαρό να απευθύνει όλα του τα λόγια σαν η αγαπημένη του να είναι παρούσα. Εξ’ ου και η φράση “μ’ ακούς;”, μια ρητορική ερώτηση, για την οποία προφανώς δεν περιμένει να λάβει απάντηση, για να δείξει αυτή ακριβώς την ερωτική εξομολόγηση που προσπαθεί να κάνει ο νεαρός στη “νεκρή” αγαπημένη του.
Έντονη γυναικεία παρουσία εμφανίζεται και στο εμβληματικό και χιλιοτραγουδισμένο “Άξιον Εστί”, στο οποίο ο Ελύτης θέλησε να δώσει μορφολογικά και φραστικά στοιχεία των “Χαιρετισμών” στη Θεοτόκο, αλλά και κατά το πρότυπο του “Ύμνου στην Θεοτόκο” (“Αγνή Παρθένε Δέσποινα”) που έγραψε ο Άγιος Νεκτάριος. Η γυναίκα εδώ περιγράφεται με διάφορες μορφές, τη γλωσσική, κοινωνική, εκκλησιαστική, λαογραφική, αλλά και φεμινιστική. Σε κάθε μια περιγραφή η γυναίκα εμφανίζεται με άλλη δυναμική, όμως όλες τους εμπεριέχουν το μοντέλο μάνα- γυναίκα ως αντικείμενο πόθου και λατρείας. Βέβαια εδώ δίνεται και μια άλλη διάσταση, αυτή που συνδέει τη γυναίκα με την Ελλάδα, την Ελευθερία και τη Θρησκεία. Για ακόμη μια φορά η ηλικία είναι απροσδιόριστη, όπως και η καταγωγή, ενώ η εμφάνιση παραμένει ίδια με αυτή των γυναικείων μορφών στα πρώτα ποιήματα, δηλαδή όμορφη, ξανθιά, μακρυμαλλούσα. Η κοινωνική τάξη για ακόμη μια φορά δεν ενδιαφέρει τον ποιητή, καθώς το κοινωνικό φύλο της γυναίκας εμφανίζεται,-όπως έχουμε ήδη αναφέρει,- ως στερεότυπο της θέσης που υποτίθεται πρέπει να κατέχει μια γυναίκα στην κοινωνία, με μια μικρή διαφορά, ότι εδώ σε ορισμένα σημεία η γυναίκα φαίνεται να αναλαμβάνει αρμοδιότητες και να κατέχει ρόλους που υποτίθεται καταλαμβάνονταν από άνδρες, π.χ. στο δίστιχο “Χαίρε η ονειροτόκος χαίρε η πελαγινή// χαίρε η αγκυροφόρος και η πενταστέρινη”, η γυναίκα φαίνεται σαν η δημιουργός (“ονειροτόκος”) των ονείρων, προσδιορισμός που εντοπίζεται κυρίως στο αρσενικό γένος,- μια που συνηθίζουμε να λέμε “Ο Δημιουργός- ο Πλάστης” του κόσμου-, και σαν αυτή που κυριαρχεί στη θάλασσα (“πελαγινή”, “αγκυροφόρος”), χώρος που κατά κύριο λόγο είναι ανδροκρατούμενος.
Τελευταία έντονη γυναικεία παρουσία έχουμε στο ποίημα “Μαρία Νεφέλη”. Η κυριαρχία της γυναικείας μορφής φαίνεται ήδη από τον τίτλο του ποιήματος. Η Μαρία Νεφέλη εμφανίζεται στο ποίημα με την παραδοσιακή γυναικεία μορφή, αλλά στην ουσία είναι το προσωπείο του ποιητή. Την χρησιμοποιεί ως μέσο για να καταγγείλει την εξουσία, που θέλει τους ανθρώπους να θυσιάζουν τη ζωή τους για την σωτηρία αυτού του κόσμο, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.
Η γυναικεία μορφή λοιπόν εδώ παίρνει άλλη διάσταση, καθώς βγαίνει από την αφάνεια που την θέλει χαμένη και υποταγμένη μέσα στην παραδοσιακή κοινωνία, έχει φωνή και έντονη, αισθητή παρουσία. Η Μαρία Νεφέλη αρνείται να υποταχθεί στους κανόνες της κοινωνίας και στο παιχνίδι της εξουσίας που θέλει την γυναίκα να παίζει το ρόλο της ευτυχισμένης μάνας, κόρης και συζύγου. Η Μαρία Νεφέλη είναι άυλη, πολυπρόσωπη, μια υπόσταση χωρίς χώρο και χρόνο. Μέσα από αυτή της την παρουσία, προσπαθεί να αναγκάσει τον άνδρα, τον κυρίαρχο της κοινωνίας, να δει την πραγματική οπτική του κόσμου.
Όπως προκύπτει λοιπόν, η γυναικεία παρουσία είναι έντονη σε πολλά ποιήματα. Ο ρόλος της συζύγου, της μητέρας, της γυναίκας ως πρόσωπο πίστης, αφοσίωσης, υποταγής αποτελεί τον πυρήνα γύρω από τον οποίο πλάθεται μια ολόκληρη υπόθεση, η οποία δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη να ερμηνεύσει τα μηνύματα που θέλουν να παραστούν από τον ποιητή από πολλές διαφορετικές οπτικές γωνίες ή ακόμη και να ταυτιστεί με την αποτύπωση των προσωπικοτήτων των κεντρικών ηρωίδων. Θα κλείσω με κάτι που ανέφερα και στην αρχή, ότι η γυναίκα ως φυσική και μη παρουσία είναι πηγή έμπνευσης για πολλούς ποιητές και έτσι δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητο και τον Ελύτη.
_
γράφει η Μαριλένα Γιαννάκου
0 Σχόλια