Ένας πνιχτός αναστεναγμός ακούστηκε μέσα στο δωμάτιο που δεν ήξερα αν ήταν δικός μου. Ίσως πολύ μπάσος για τα αυτιά μου. Μπορεί να έφταιγαν και τ’ αμέτρητα τσιγάρα που ‘χα καπνίσει όλο το βράδυ. Ίσως να γρεζάρισε τον λαιμό μου το γλυκό κρασί. Πιθανό να έφταιγε και η βαριά συζήτηση που είχαμε ανοίξει. Δεν μπορούσα πια να καταλάβω. Ένιωθα μουδιασμένους τους μύες του προσώπου μου. Θυμόμουν την Βιργινία.
Μυστήριο πλάσμα. Καταλάβαινα πως ήταν στεναχωρημένη από μια ρυτίδα που σχηματιζόταν στο μάγουλό της. Μπορεί να χαμογελούσε, να αστειευόταν, να χοροπηδούσε, να πείραζε κάποιον ή να συμπεριφερόταν σαν διάολος. Αν υπήρχε η ρυτίδα, ήταν σίγουρα θλιμμένη. Βέβαια δεν το έδειχνε ποτέ στους τρόπους της. Ούτε με τα λόγια της. Μόνο μ’ εκείνη την μικρή ρυτίδα.
Την γνώρισα όταν ήμουν έντεκα. Ένα καχεκτικό παιδί με άγριο βλέμμα, σφιχτή κοτσίδα και πολύ κοριτσίστικα ρούχα. Συνέχεια φορούσε φορέματα σ’ έντονα χρώματα. «Σαν μπομπονιέρα είμαι» την θυμάμαι να λέει με πίκρα, αρκετές φορές, εκείνα τα χρόνια. Έπρεπε να την ζήσω για μισή ζωή, για να καταλάβω πώς δεν τα λόγια της δεν έκρυβαν πίκρα, μα μίσος. Την είχαν μάθει να μισεί από παιδί. Πρωτίστως την ύπαρξή της. Έπειτα, όλους τους άλλους γύρω της.
Μιλούσε πολύ συχνά για τον πατέρα της. Ήταν οι λίγες στιγμές που το μίσος έσβηνε από μέσα της. Τον περιέγραφε σαν ωραίο τύπο, αλλά μαμάκια. Δεν κατάφερε ποτέ να κάνει κουμάντο στην ζωή του. Η κυρά-Βάσω τα κανόνιζε όλα. Απ’ το πού σπούδασε, μέχρι το πού παρουσιάστηκε φαντάρος, κι απ’ τις παρέες του μέχρι και το προξενιό με την μητέρα της. Εκείνος ήθελε να γίνει ναυτικός και να γυρίσει τον κόσμο. Η γιαγιά της Βιργινίας είχε άλλη γνώμη. Τον έκανε βιβλιοθηκονόμο και τον βόλεψε και σε δουλειά. Τον καθήλωσε σε μια μικρή πόλη που ο ίδιος δεν ήθελε να βλέπει.
Ο μικρότερος από πέντε αδέρφια και ο περισσότερο χαϊδεμένος· πάντοτε προσπαθούσε να κάνει κάτι για να ανέβει στα μάτια των δικών του, μα ο καημένος δεν το κατάφερνε. Του είχαν εντυπώσει, από παιδί, πως θα ήταν πάντοτε ο ουραγός. Το υπέμεινε. Στα δεκαοχτώ τον βούτηξε η μάνα του απ’ τον γιακά και τον πήγε στις γυναίκες. Έπρεπε, είπε τότε, να ξέρει από γυναίκες πριν πάει στρατό. Ύστερα που γύρισε, σπούδασε. Έπιασε και την δουλειά και βρέθηκε μπλεγμένος με την Αλίκη. Την μάνα της.
Καπάτσα γυναίκα. Πανέμορφη. Ψηλή, ξανθιά, ντροπαλή και με λίγη προφορά. Έμενε στο απέναντι σπίτι, εκείνο με τα στενά μπαλκόνια και τα πράσινα κάγκελα. Πήγαιναν μαζί σχολείο αλλά ποτέ δεν είχαν ανταλλάξει μια κουβέντα. Κολλητές οι μανάδες τους. Τα λαγωνικά της γειτονιάς. Ό,τι δεν ήξερε η κυρά-Βάσω, της τα προλάβαινε η κυρά-Βιργινία. Ούτε που κατάλαβε πώς βρέθηκε μπλεγμένος ο χριστιανός. Την μια μέρα σουλατσάριζε μόνος του στην πόλη, την επόμενη κρατούσε την Αλίκη απ’ το χέρι.
Έξι στρέμματα πορτοκαλιές και ένα διαμέρισμα πήρε προίκα η κυρά-Βάσω για να παντρέψει τον κανακάρη και να κρύψει την ντροπή της Αλίκης, που ‘χε ξεπαρθενιαστεί στα δεκάξι και την συζητούσαν όλοι. Ένα ολόκληρο βράδυ παζάρευαν την προίκα. «Ούτε παρθενορραφή δεν θα χρειαστεί» είπε η κυρά-Βάσω στην μέλλουσα συμπεθέρα εκείνο το βράδυ, κρατώντας ένα ποτήρι τσίπουρο στα χέρια της. «Είναι χαζός ο δικός μου, δεν θα το καταλάβει. Δεν ξέρει» συνέχισε πριν δώσει το χέρι στην κυρά-Βιργινία για να κλείσει η δουλειά.
Η κουλούρα μπήκε στο άψε – σβήσε. Ούτ’ ένα τρίμηνο δεν ήταν μαζί όταν κατέβηκαν τα σκαλιά της εκκλησίας. Η Αλίκη, κάποτε ντροπή της οικογένειας, είχε γίνει πια η κυρία Κατρή· με δόξα και τιμή, όπως έλεγε η παλιά ελληνική ταινία· κι ο κύριος Κατρής έγινε πατέρας ένα χρόνο αργότερα.
«Πλάνταξε στο κλάμα ο Μπέμπης· συγκινήθηκε όταν κράτησε την κόρη στα χέρια του για πρώτη φορά» έλεγαν όλοι μα κανείς δεν ήξερε τον λόγο που έκλαιγε. Είχε χάσει κάθε ελπίδα για να πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Βγήκε εκείνο το βράδυ έξω και μέθυσε. Κοιμήθηκε σε κάποιο συνάδελφο. Δεν είχε ποτέ του φίλους. Δεν τον άφηνε η μάνα του να έχει παρέες, μη τυχόν και του ανοίξει κανείς τα μάτια. Το πρωί το είχε πάρει απόφαση. Έπρεπε να αναλάβει τις ευθύνες του και αυτό ακριβώς άρχισε να υλοποιεί.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής της, η Βιργινία, τα πέρασε σ’ ένα μυστήριο κλίμα. Κάποιες ώρες ψυχρό κι άλλες θερμό. Δεν είχε καταλάβει πως ζεσταινόταν η ψυχή της μόνο τις ώρες που βρισκόταν ο πατέρας της στο σπίτι. Το κατάλαβε όταν έφυγε. Αλλά, αυτή ήταν μια ιστορία που μου διηγήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα.
Εκείνο το καλοκαίρι που την γνώρισα ήταν ερωτευμένη μ’ ένα παιδί πολύ μεγαλύτερό μας. Τον βλέπαμε να κάθεται μόνος του στο λιμάνι σ’ ένα παγκάκι και να αγναντεύει το πέλαγος μπροστά του. Ήρεμος. Μελαγχολικός. Παλιά αθλητικά φορούσε και σκισμένο τζίν. Κάθε απόγευμα το ίδιο. Αυτός, το σκισμένο του τζιν, το μαύρο αμάνικο και τα τσιγάρα του.
Κάποιο απόγευμα που γυρίσαμε από βόλτα με τους δικούς μου τον κοίταξα και μου χαμογέλασε. Το έμαθε η Βιργινία. Έκανε καιρό να μου μιλήσει. Μου θύμωσε. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί χαμογέλασε σ’ εμένα κι όχι σ’ εκείνη. Μα της πέρασε όταν γνώρισε κάποιον άλλο. Όταν έφυγε ο πατέρας της από το σπίτι. Όταν πέταξε από πάνω της τα φορέματα με τα τούλια κι άρχισε να φοράει σκισμένα κολάν και μαύρες μπλούζες.
Ήταν εκείνο το βράδυ στο πάρτι. Δευτέρα γυμνασίου. Είχαμε μαζευτεί καμιά εικοσαριά άτομα στο σπίτι ενός συμμαθητή που είχαν φύγει οι δικοί του. Βάλαμε όλοι μαζί λεφτά και πήραμε δύο μπουκάλια βότκα. Γερό ποτήρι η Βιργινία που την κατέβαζε για πλάκα. Είχε περάσει από δέκα κι έπρεπε να φύγουμε. Εγώ είχα ζαλιστεί απ’ το ποτό. Την παρακάλεσα να με πάει σπίτι. Δεν ήθελε. Θυμάμαι πως παρατηρούσε κάποιον που είχε αράξει σε μια γωνιά και προσπαθούσε, ανεπιτυχώς, να κατεβάσει τον καπνό ενός τσιγάρου. Ο ήχος της βροχής αναμιγνυόταν με ένα γλυκό κομμάτι, που στα φοιτητικά μου χρόνια ανακάλυψα πως ήταν των Portishead. Το ημίφως με μεθούσε περισσότερο. Η Βιργινία με κάρφωσε για μια στιγμή με το βλέμμα της κι ύστερα όρμησε σ’ εκείνον τον συμμαθητή που δεν θυμάμαι πια το όνομά του. Έπεσε πάνω του και τον φίλησε με πάθος. Σάστισε ο καημένος που δεν το περίμενε. Κάηκε με το τσιγάρο στο χέρι. Στράφι πήγε η προσπάθειά του. Κάποιος άναψε το φως στο δωμάτιο. Φύγαμε. Τρέξαμε στην βροχή. Φτάσαμε στο λιμάνι. Χαμογελούσε.
«Είμ’ αλεξίσφαιρη! Εεεεεεε!» ούρλιαξε κοιτάζοντας τον ουρανό ενώ το βρεγμένο μαλλί της είχε κολλήσει πάνω της.
«Πάμε βρε τρελή! Θα πουντιάσουμε!»
«Δεν πάω σπίτι απόψε!»
Θυμάμαι πως την πλησίασα και της χαμογέλασα. Είδα την ρυτίδα στο μάγουλό της. Δεν ήταν καλά. Το ήξερα. Το είχα μάθει με τον καιρό. Την πήρα και πήγαμε να καθίσουμε κάπου που δεν θα βρεχόμασταν. Εκείνη ήθελε να πιεί κι άλλο και να δοκιμάσει τσιγάρο. Εγώ ήθελα να γυρίσω σπίτι μου. Χωθήκαμε στην εκκλησία αφού πήρε ένα πακέτο τσιγάρα. Άναψε ένα και πνίγηκε. Μου έδωσε κι εμένα. Τα πήγα κάπως καλύτερα. Πείσμωσε η Βιργινία. Μετά από τέσσερεις – πέντε τζούρες τα κατάφερε. «Με μούδιασε» μου είπε κάποια στιγμή. Δεν πρόλαβα να της απαντήσω κάτι. «Ο πατέρας μου έφυγε απ’ το σπίτι γιατί η μάνα μου σπίτωσε την γκόμενα». Δεν την κατάλαβα. Πίστεψα πως μέσα στο μεθύσι μας, ή εγώ δεν άκουσα καλά, ή εκείνη μπερδεύτηκε.
«Τι;»
«Ο μπαμπάς έφυγε από το σπίτι γιατί η μαμά σπίτωσε την γκόμενά της» μουρμούρισε η Βιργινία κι έπειτα σούφρωσε τα χείλη της και κοίταξε το τσιγάρο με μίσος. Νομίζω πως αναστέναξα. Δεν μπορώ να είμαι πια σίγουρη. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να ξυπνάω στο κρεβάτι της με πυρετό.
Δεν είχα δει ποτέ το δωμάτιό της, μα ο χώρος μου ήταν οικείος. Σαν να τον είχα ονειρευτεί και να μου ‘χε μείνει η αίσθηση. Μύριζε κάτι σαν πράσινο μήλο. Μακρόστενο δωμάτιο με ένα μονό κρεβάτι, ένα γραφείο, μια βιβλιοθήκη και τεράστιες αφίσες που κάλυπταν επιμελώς τους ροζ τοίχους. Δεν ήταν του γούστου μου. Έτριψα τα μάτια μου και προσπάθησα να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι μα δεν τα κατάφερα. Έβραζαν τα πνευμόνια μου και με τσάκιζε το κεφάλι. Σαν εφιάλτης έμοιαζε το προηγούμενο βράδυ.
«Απ’ το κακό στο χειρότερο πάει…» ακούστηκε μια φωνή που δεν μπορούσα να καταλάβω από πού προερχόταν.
«Κλείσ’ την μέσα στο σπίτι κανένα μήνα και…»
«Ανδριάνα, το έχουμε συζητήσει»
«Ρε μωρό μου, για καλό το λέω»
«Όσα πήγα να κάνω για το καλό της, γύρισαν πάνω μου. Όχι, ευχαριστώ, δεν θα πάρω. Θα την αφήσω να κάνει ό,τι θέλει. Τελείωσε»
«Μα…»
«Τέλος συζήτησης!»
Μυστήριες οι γυναικείες φωνές, ακαταλαβίστικη η συζήτηση. Δεν μπόρεσα να σκεφτώ. Με πήρε ο ύπνος και με βύθισε σε ταραγμένα όνειρα. Ήμουν, λέει, σε κάποιο χωριό και πετούσα πάνω απ’ τα σπίτια και μια τεράστια λίμνη. Χάζευα τον κόσμο από ψηλά. Το απόλυτο αίσθημα ελευθερίας. Έπιασε βροχή κι αέρας. Σηκώθηκε σκόνη και δεν μ’ άφηνε να δω. Έγινε λάσπη το οξυγόνο. Ασφυξία. Συνειδητοποίησα πως ήταν όνειρο. Άνοιξα τα μάτια απότομα.
Ήμουν στο σπίτι. Έτσι ένιωθα αν και δεν ήξερα τον χώρο. Ανάστατο το δωμάτιο, γεμάτο ρούχα και χαρτιά πεταμένα στο πάτωμα. Τα έντονα χρώματά τους με ζάλιζαν. Άκουγα φωνές. Κοίταξα γύρω μου. Ή το δωμάτιο μεγάλωνε, ή εγώ δεν αντιλαμβανόμουν σωστά την πραγματικότητα. Η βροχή σταματούσε στο ανοιχτό παράθυρο και έρεε πάνω σ’ έναν αόρατο τοίχο. Έβγαλα το κεφάλι μου έξω. Δεν υπήρχε τοίχος, όμως το νερό, για κάποιο λόγο, τον οποίο αδυνατούσα να καταλάβω, δεν ήθελε να μπει στο δωμάτιό μου. Έψαξα την πόρτα. Άφαντη. Με κυρίεψε πανικός. Δεν μπορούσα να φύγω από πουθενά. Θα έμενα για πάντα εκεί. Τρόμος.
Τρέκλισα για να φτάσω στην ντουλάπα, πιστεύοντας πως εκεί ήταν η πόρτα. Δεν υπήρχε λογική σ’ αυτή την σκέψη, μα ήταν τόσο αλλόκοτο το όλο σκηνικό, που δεν απαιτούσε λογική. Ανάσανα όταν ανακάλυψα τον μακρύ διάδρομο πίσω απ’ τα φανταχτερά ρούχα. Υπήρχαν σπασμένα γυαλιά στα μαύρα πλακάκια που σχημάτιζαν μυστήρια γεωμετρικά σχήματα στο ταβάνι. «Περπατάω ανάποδα» μουρμούρισα. Ξεκάθαρη η αίσθηση της έλλειψης βαρύτητας στο μυαλό μου. Πήγα να σκουπίσω τον ιδρώτα από το μέτωπό μου. «Βλέπεις εφιάλτη» άκουσα μια γυναίκα να μου ψιθυρίζει. Έσβηνε η εικόνα από τα μάτια μου. Έφευγαν τα πλακάκια από την θέση τους και τα μαύρισαν όλα.
Το πρώτο πράγμα που μου έκανε εντύπωση μόλις κατάφερα να εστιάσω στην νέα εικόνα ήταν ένα ζευγάρι πράσινα μάτια. «Βραδινή βόλτα στην βροχή ήθελες» μουρμούρισε η γυναίκα που το στόμα της είχε γίνει μια λεπτή γραμμή. Είχε θυμώσει αλλά δεν καταλάβαινα τον λόγο. «Ψήνεσαι» συνέχισε όταν άγγιξε το κεφάλι μου. «Ο μπαμπάς;» ψιθύρισα μ’ όση δύναμη κατάφερα να μαζέψω.
«Πάλι τα ίδια, Βιργινία; Έφυγε ο πατέρας σου. Σε ξέχασε. Μας ξέχασε».
«Δεν με ξέχασε».
«Πάνε τρία χρόνια που εξαφανίστηκε. Ούτε ένα τηλέφωνο δεν πήρε. Ούτε ένα γράμμα δεν έστειλε. Ούτε ένα σημείο ζωής δεν έδωσε…»
Μετά οι αναμνήσεις χάνονται… Μπερδεύονται. Δεν τα θυμάμαι όλα. Νομίζω πως για ένα διάστημα ήμουν η Βιργινία. Είχα πάρει τον ρόλο της. Ζούσα σ’ ένα παγωμένο σπίτι με την Αλίκη, που δεν νοιαζόταν, και την Ανδριάνα, που με κοντράριζε κάθε ώρα και στιγμή. Υπάρχουν αποσπασματικές εικόνες από εκείνη την περίοδο και όλες από καυγάδες. Καυγάς για το τσιγάρο. Καυγάς για τα ρούχα. Καυγάς για το σκουλαρίκι στο φρύδι. Καυγάς για τα μαλλιά. Καυγάς για την μουσική. Καυγάς για το πρώτο βράδυ που δεν πάτησα το πόδι μου στο σπίτι. Καυγάς για τα πάντα. Άρχισαν να μου την λένε για κάτι και καταλήγαμε να σκοτωθούμε λεκτικά. Έφευγα απ’ το σπίτι, γύριζα τους δρόμους. Σκεφτόμουν. Κάπνιζα. Καθόμουν κάπου να ξαποστάσω όταν δεν με σήκωναν τα πόδια μου. Δεν ήθελα να γυρίζω στο σπίτι. Μου έλειπε ο μπαμπάς μου.
Την επόμενη φορά που είδα την Βιργινία, ήμουν, νομίζω, δεκαεφτά. Μου είχε λείψει απίστευτα· κυρίως οι βόλτες μας και οι συζητήσεις μας. Ήταν ένα πρωί, σε κάποιο διάλλειμα, στις τουαλέτες του σχολείου. Καπνίζαμε με κάποια συμμαθήτρια χωρίς να μιλάμε. Μου χαμογελούσε παράξενα. Ένιωσα να μου χαϊδεύει τα πλευρά. Μου άρεσε εκείνο το χάδι. Με χαλάρωσε. Μισόκλεισα τα μάτια. Την είδα να με πλησιάζει.
«Λεσβία!» άκουσα το ουρλιαχτό της Βιργινίας που ήχησε παράξενα στα αυτιά μου. Δεν κατάλαβα ούτε από πού εμφανίστηκε, ούτε πώς έριξε εκείνη την ανάστροφη στην κοπέλα και την πέταξε στο πάτωμα. Γύρισε να φύγει. Την ακολούθησα. Δεν μπήκε στον κόπο να κοιτάξει το κορίτσι που δάκρυζε καθώς μάτωνε η μύτη του στο βρωμερό πάτωμα.
Δεν κατάλαβα πώς βρεθήκαμε, με τις τσάντες μας, σ’ εκείνη την παλιά εκκλησία που καθόμασταν κάποτε. Προσπάθησα να της πιάσω κουβέντα μα δεν ήθελε. Χτυπούσαν τα δόντια της από τα νεύρα και ο ήχος τους, έκανε την καρδιά μου να σκίζεται. Ήθελα να την ηρεμήσω, μα δεν μ’ άφηνε. Πετούσε μισόλογα. Έβριζε τους πάντες και τα πάντα. Της χάιδεψα το χέρι. Έτσι με ηρεμούσε κάποτε ο μπαμπάς μου. Γύρισε και με κοίταξε με μίσος και αποστροφή. Έβγαλε το τσιγάρο από το στόμα της. «Κι εσύ, Λίτσα;»
«Μην με λες Λίτσα, δεν μ’ αρέσει…»
«Μόνο για Λίτσα κάνεις, άβουλο πλάσμα! Λίτσα και κομμώτρια θα καταντήσεις, καημένη μου! Κακοπαντρεμένη και καταπιεσμένη!»
«Όχι. Έχω όνειρα. Το ξέρεις πως έχω όνειρα».
«Το μόνο πράγμα που σου ανήκει είναι ένα τίποτα και τίποτα παραπάνω. Ούτε καν τα όνειρά σου. Φρόντισαν άλλοι για σένα».
«Βιργινία…»
«Δεν ακούω τίποτα! Πρέπει να σου βρούμε γκόμενο! Δεν θα γίνεις σαν κι αυτές! Το κατάλαβες, Λιτσάκι; Σήκω! Έχουμε δουλειά!» μου είπε επιτακτικά πριν με σηκώσει με το ζόρι. Φύγαμε για το σπίτι της. Το σπίτι μου. Τα μπέρδευα τότε. Ακόμη και τώρα, υπάρχουν στιγμές, που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω στο μυαλό μου.
Η επιχείρηση «βρες αγόρι για την Λίτσα» ήταν μια παταγώδης αποτυχία. Η Βιργινία είχε τσαγανό και αυτοπεποίθηση. Εγώ, πάλι, κάπου το έχανα. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταφέρω τίποτα. Ύστερα, την έβαζα μπροστά για να καθαρίσει. Της άρεσε. Φορούσε το καλό της χαμόγελο, το επιβλητικό ύφος της, φόρτωνε τις πιο ακραίες ατάκες και έπεφτε με τα μούτρα πάνω σε κάποιον. Μόνο άσχημες αναμνήσεις έχω από εκείνα τα χρόνια. Μας άρεσαν τελείως διαφορετικοί άνθρωποι γιατί θέλαμε να καλύψουμε εκ διαμέτρου αντίθετες ανάγκες. Ένιωθα πως το δικό μου το κενό θα το κάλυπτα με στοργή και αγάπη. Εκείνη, πάλι, ήθελε απλώς να διογκώσει τον εγωισμό της και την αυτοπεποίθησή της.
Άλλαξε τις παρέες της η Βιργινία και, μαζί της, τις άλλαξα κι εγώ. Άλλαξε και τα στέκια που σύχναζε. Άλλαξε και τον κόσμο που συναναστρεφόταν. Άλλαξαν όλα πάνω μας και για λίγο καιρό, όλα πήγαιναν καλά. Μέχρι που, κάποιο χάραμα, καθώς γυρίζαμε στο σπίτι, είδαμε μια υπέροχη καρτ ποστάλ να βρίσκεται πεταμένη στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Απεικόνιζε έναν μυστήριο φάρο σε κάποιο νησί. Την πήρα στο χέρι και την κοίταξα. Προσπάθησα να διαβάσω αυτό που ήταν γραμμένο πίσω απ’ την φωτογραφία, μα η υγρασία είχε κάνει το μελάνι να σκορπίσει πάνω στο χοντρό χαρτί. «Vuelvo» άκουσα την Βιργινία να λέει. «Επιστρέφει» μονολόγησε πριν μ’ αφήσει μόνη με την κάρτα στα χέρια και εξαφανιστεί μέσα στην πρωινή αχλή.
Έτρωγε πρωινό η Αλίκη στην κουζίνα όταν μπήκα στο σπίτι. Έκανε ένα πικρόχολο σχόλιο στο οποίο δεν έδωσα σημασία. Πήγα στο δωμάτιο. Κοίταζα την κάρτα. Δεν ήθελα να αποδεχτώ πως κάποιος επέστρεφε. Ήθελα να παραμείνει εκεί που ήταν. «Τιέρα δελ φουέγκο. Αρτζεντίνα» διάβασα στην κάρτα. Ανέσυρα ένα βιβλίο γεωγραφίας και το έψαξα. Στην άκρη του κόσμου βρισκόταν. Δεν νομίζω να μπορούσε να πάει πιο μακριά. Δεν είχα καταλάβει τότε πως κάτι έψαχνε, ούτε τον λόγο που έπρεπε να το βρει εκεί.
«Εφτάμισι, Βιργινία; Το ‘χεις παραξηλώσει τώρα τελευταία. Ούτε σε ΤΕΙ δεν σε βλέπω όπως πας» μουρμούρισε η Αλίκη μπαίνοντας στο δωμάτιο χωρίς να χτυπήσει την πόρτα.
«Μπα; Δεν φωνάζουμε για να μην ξυπνήσει το μωρό;» πήγασε μια ανεξήγητη ειρωνεία από μέσα μου.
«Βιργινία…» συνέχισε με το προειδοποιητικό της ύφος.
«Δεν με παρατάς, λέω ‘γω, ρε Αλίκη, που θα μου κάνεις και υποδείξεις; Ένα δίμηνο έμεινε, κούκλα μου. Μετά, κόβω φτερό και άντε γεια!»
«Ώρα καλή στην πρύμνη σου…»
«Έχεις καταλάβει πως αυτή η ντεκαντάντσια εδώ μέσα, δεν αντέχεται πια;» την διέκοψα και κουνώντας τα χέρια μου, άθελά μου, φανέρωσα την κάρτα που κρατούσα. Μαλώσαμε. Ξύπνησε η άλλη. Ένας χαμός επικράτησε στο σπίτι. Δύο εναντίων ενός. Δεν θα παραδινόμουν τόσο εύκολα. Έσκισα την κάρτα σε κομμάτια. Με έπιασε παρανοϊκό γέλιο. «Εξήντα δύο και ξημέρωσε, κουκλίτσες!» είπα σαν να ήμουν φαντάρος και να μετρούσα μέρες για την απόλυση. Τις πέταξα απ’ το δωμάτιο με το ζόρι, κλείδωσα κι έπεσα για ύπνο.
Τσίγκινα καλύβια και κακοχτισμένα παραπήγματα πλημμύρισαν τα όνειρά μου. Θλιμμένος κόσμος, μα χαμογελαστός. Αληθινός. Κάπου μέσα στα χαλάσματα και τους χωματόδρομους που τα παιδιά έπαιζαν ξυπόλητα, υπήρχε ένας τυπάκος. Παράταιρος. Λευκός, κοντοκουρεμένος, καθαρός. Μου χαμογελούσε παράξενα. Ήμουν σίγουρη πως τον είχα ξαναδεί, ίσως σε κάποια ασπρόμαυρη φωτογραφία. Τίποτα δεν μου έκανε εντύπωση όσο ο καθαρός ουρανός και ο ήλιος που έδινε μια άλλη έννοια στην λέξη «αποχρώσεις».
Με ξύπνησε το κουδούνι. Προσπάθησα ν’ ανοίξω τα μάτια μου αλλά δεν τα κατάφερα. Ήθελα να μείνω στο κρεβάτι και να χουζουρέψω. Το αγνόησα. Δεύτερο χτύπημα. Σφύριγμα. Γνωστή η μελωδία. Αδυνατούσα να θυμηθώ τους στίχους. «Άντε ρε Λιτσάκι, τράβα άνοιξέ του την πόρτα» άκουσα την φωνή της Βιργινίας. Ήταν ξαπλωμένη δίπλα μου.
Είχε κάνει φαλάκρα. Τα όσα, λίγα, μαλλιά, του είχαν απομείνει, έφταναν πια κάτω απ’ τον ώμο. Περιποιημένο γένι. Σαλοπέτα και αμάνικο. Μαύρα. Σαν τα τατού στα χέρια του. Μυστήριες και απόκοσμες παραστάσεις. Από κείνον είχε πάρει την ρυτίδα η Βιργινία. Μπορεί να χαμογελούσε μα ήξερα πως ήταν θλιμμένος. Αλλόκοτη η χροιά της φωνής του· είχα ξεχάσει πως εκείνος ο μπάσος ήχος κάποτε νανούριζε το μυαλό του. Μια κοψιά ήμασταν πια. Έπεσε στα γόνατα και με αγκάλιασε. «Δεν σε ξέχασα ποτέ» ψιθύρισε δακρύζοντας. Η Βιργινία δίπλα μας, γελούσε. «Να φύγουμε, μπαμπά μου» θυμάμαι να του λέω κι ύστερα σκοτείνιασαν όλα.
Φυσούσε εκείνο τ’ απόγευμα. Φυσούσε απίστευτα και με φόβιζε. Μαύριζε ο ουρανός γρήγορα. Θα έπιανε βροχή. Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι και πήγα στην κουζίνα. Εκεί συζητούσαν πάντοτε. Στην παλιά κουζίνα με τα απαίσια πλακάκια και τα κυπαρίσσι ντουλάπια που έτριζαν. «Μ’ εκδικήθηκες αρκετά, Αλίκη;» τον άκουσα να λέει πριν τον δω, απ’ την ανοιχτή πόρτα, να καπνίζει μια σκαλιστή πίπα ατάραχα. Η Αλίκη, απέναντί του, είχε μουδιάσει και δεν μιλούσε. «Άντε, δέχομαι πως δεν ήθελες να έχω σχέσεις με την Βιργινία επειδή, κατ’ εσέ, σας παράτησα…»
«Εφτά χρόνια τώρα, δεν είδα δεκάρα από σένα. Κάρτες, γράμματα και τηλεφωνήματα…»
«Λυπάμαι, καλή μου, αλλά δεν θα σου έστελνα λεφτά για να τα τρως με την αγάπη σου. Προτίμησα να τα αποταμιεύσω, να τα κλείσω σ’ ένα λογαριασμό στο όνομα της κόρης μου. Να της δώσω το δικαίωμα να ζήσει και να γίνει αυτό που η ίδια λαχταρά. Όχι οτιδήποτε θα θέλαμε να την δούμε εμείς».
Μου χαμογέλασε όταν μπήκα στην κουζίνα. Πήγα και κάθισα στα πόδια του. «Γιατί;» τον ρώτησα. Μου χάιδεψε το μάγουλο. Η ρυτίδα ήταν εκεί. Την ένιωθα. «Μια φορά κι έναν καιρό…» άρχισε να λέει μα τον διέκοψε το χέρι της Αλίκης που χτύπησε δυνατά το τραπέζι. «Είναι μικρή, Μπέμπη…»
«Άγγελο Κατρή με λένε. Έπρεπε να φτάσω στα τριάντα πέντε μου και να φύγω απ’ το σπίτι για να το συνειδητοποιήσω» της απάντησε εκείνος οργισμένα.
«Μια ζωή…»
«Όχι, Αλίκη. Καμιά ζωή. Εκτός αν θεωρείς ζωή τον ξεπεσμό μας. Ξεπέρασα πολλάκις τα όριά μου. Τα τατουάζ τα έκανα για να κρύψω σημάδια απ’ τις λύπες μου και τις χαρές μου…»
Ψηλάφισα το χέρι του. Μακελεμένο ήταν· σκαμμένες οι ουλές στον πήχη. Δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω με το μάτι, μα υπήρχαν εκεί· σημάδια από χρόνια, που προσπαθούσε μετά μανίας να ξεχάσει. «… έχει κάθε δικαίωμα να ξέρει για την φυγή μου…» συνέχισε. Είδα την Αλίκη να σκύβει το κεφάλι· κι εκείνη ακριβώς την στιγμή, πλημμύρισα μέσα μου από χαρά και ανακούφιση.
Είχε πια νυχτώσει όταν βγήκαμε βόλτα στο λιμάνι. Στο ένα χέρι κρατούσε την πίπα του και στο άλλο εμένα. Μιλούσε ακατάπαυστα. Κάπου – κάπου σταματούσε και κοίταζε τον βαρύ ουρανό που άλλαζε απότομα χρώματα από τις αστραπές που περιστασιακά τον έκαναν να μοιάζει πως εκρήγνυται. Κάποτε με τρόμαζαν οι λάμψεις και οι βροντές. Με έκαναν να παγώνω. Πλέον είχα τον μπαμπά μου δίπλα μου και αυτό, με έκανε να νιώθω πραγματικά αλεξίσφαιρη.
Εκείνο το βράδυ δεν γυρίσαμε σπίτι. Κοιμηθήκαμε σε ξενοδοχείο. Ξενύχτησα. Μιλούσα μέχρι το χάραμα με την Βιργινία. Μου εξηγούσε τα όσα δεν είχα καταλάβει από την αφήγηση του πατέρα μου. Τον πραγματικό λόγο της υπέρβασης. Την αιτία που τον έκανε να μην γυρίσει εκείνο το μεσημέρι από την δουλειά. Τις αφορμές που τον έκαναν, συχνά – πυκνά, να σκίζεται, να κόβεται και να πονάει. Ράγιζε το μέσα μου. «Φτιαγμένη από μαντέμι είσαι, Βιργινία μου. Να μην φοβάσαι αν σπάσεις. Να μπορείς να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να τα ξανακολλήσεις. Αυτό είναι το χάρισμά μας» ήταν τα τελευταία λόγια του πριν πέσει για ύπνο.
Ύστερα φύγαμε. Δεν είχα να μαζέψω τίποτα απ’ το σπίτι. Δεν γούσταρα να χαιρετήσω κανέναν. Βγάλαμε μερικές μέρες σ’ ένα άλλο ξενοδοχείο, σε κάποιο μεγαλύτερο λιμάνι, σε μια πιο ηλιόλουστη πόλη. Θα μπάρκαρε ξανά. Τον παρακάλεσα να με πάρει μαζί του. Δέχτηκε. Ψάξαμε για πανεπιστήμιο. Φύγαμε ξανά. Μπάρκο για Ρότερνταμ. Με ηρεμούσε η θάλασσα ακόμη κι όταν ήταν ταραγμένη. Χάζευα τα θεόρατα κοντέινερ που ήταν ντανιασμένα με χειρουργική ακρίβεια. Άκουγα τα παπούτσια μου που χτυπούσαν πάνω στο μεταλλικό κατάστρωμα. Όλα είχαν βρει την σειρά τους. Έβγαινε το καλοκαίρι. Δεν θα γύριζα ποτέ πίσω. Έτσι είχα πει τότε.
Είχε μπει ο Σεπτέμβριος κι ο εαυτός μου περπατούσε σε μια πόλη μυστήρια. Γυάλινα παράθυρα και κόκκινα τούβλα συνέθεταν τα κτήριά της. Πυρετώδης ο ρυθμός της για εμένα, που είχα συνηθίσει αλλιώς. Κάγκελα στις άκρες των καθαρών πεζοδρομίων, χαμηλά σπίτια. Πράσινα πάρκα με δέντρα. Λάτρεψα τους ποδηλατόδρομους και τις διαδρομές για την σχολή. Με έθλιβε ο καιρός. Το πρώτο, τουλάχιστον, διάστημα. Επέστρεψα στην μοναξιά. Μιλούσα συχνά με τον μπαμπά. Η Αλίκη δεν μ’ έψαξε ποτέ. Έμαθα πως ανακουφίστηκε με την φυγή μου.
Ζόρικη η σχολή. Είχα την Βιργινία να με βοηθάει μ’ όσα δεν καταλάβαινα. Της έβγαζα το καπέλο. Σκληρή και οξυδερκής, σαν την Αλίκη. Εγώ στην αντίπερα όχθη. Συναισθηματική και δημιουργική. Σαν τον μπαμπά μου. «Να ‘ρχεσαι πιο συχνά. Να κάθεσαι μερικές μέρες. Να ξεκουράζεσαι. Έχεις ένα σπίτι» του είχα πει ένα χάραμα, μέσω τηλεφώνου, όταν εκείνος ξεφόρτωνε αυτοκίνητα στην άλλη πλευρά της υδρογείου. «Προσπαθώ, μάτια μου. Προσπαθώ και θα προσπαθώ».
Έφευγαν οι μέρες χωρίς να δίνω σημασία στην ζωή που κυλούσε πιο γρήγορα απ’ όσο ήθελα. Περνούσαν οι μέρες μπροστά απ’ τα μάτια μου, έτρεχαν, έφευγαν κι εγώ δεν έκανα κάτι για να τις πιάσω. Πυρετώδης η Βιργινία, έβγαινε τα βράδια έξω και διασκέδαζε. Της έλεγα να προσέχει. Μου έλεγε το ίδιο. Έμπλεξε με κάποιον. Χάθηκε.
Καφέδες και ξενύχτι. Βούλιαζα μέσα μου χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί. Σχεδίαζα σπίτια, σαλόνια, τζάκια, κάστρα. Με ηρεμούσε για λίγο. Φανταζόμουν πως έχω το δικό μου ασφαλές σημείο, το δικό μου απάνεμο λιμάνι που με φυλάει απ’ τα πάντα. Δεν μπορούσα να βγω απ’ το σπίτι. Δεν άκουγα την γλώσσα μου και μου γύριζε το μυαλό. Πανικός. Μια ζωή με κυνηγούσε αυτός ο πανικός, από τότε που ήμουν παιδί. Επέστρεψε η ατρόμητη Βιργινία για να με πάει στην σχολή. Μαλώσαμε. Είχα κουραστεί. Είχα κάνει λάθος επιλογές. Έπρεπε να τις διορθώσω πριν να ήταν πολύ αργά. Δεν είχα χρόνο. Έφευγε. Έτρεχε. Χανόταν. Δεν γύριζε πια πίσω. Κάποτε είχα κι αυτό το δικαίωμα. Να γυρίζω πίσω και να κοιτάζω, να σκέφτομαι, να αλλάζω όσα έπρεπε ή όσα ήθελα να πάρουν μια άλλη τροπή.
«Τα παρατάω. Φεύγω, πάω στο Κάρντιφ να σπουδάσω αρχιτεκτονική».
«Να μου στείλεις την διεύθυνση, σε δυο βδομάδες ξεμπαρκάρω. Θα έρθω να σε δω».
Λιτό το τηλεφώνημα. Γρήγορη η μετακόμιση. Παράτησα την Βιργινία στο σπίτι, κλείδωσα κι έφυγα. Κουβάλησα μια βαλίτσα πράγματα μέχρι τον σταθμό. Πέταξα μια μικρή πέτρα πίσω μου πριν ανέβω στο τραίνο. Η Βιργινία μας είχε τελειώσει. Έτσι πίστευα.
Την απόφαση να επιστρέψω πίσω την πήρα μαζί με το πτυχίο. Είχα κουραστεί στο εξωτερικό. Αυτό είπα στον εαυτό μου όταν μπήκα στο αεροπλάνο. Είχα βαρεθεί να φοβάμαι και να φεύγω. Είχα σιχαθεί να εξαφανίζομαι όταν πονάω. Είχα αγανακτήσει με την επιμονή μου να βάζω μπροστά την Βιργινία στα δύσκολα. Πνιγόμουν. Όλη μου την ζωή πνιγόμουν, μα αρνούμουν να το καταλάβω. Από μικρό παιδί ανάσαινα λειψά. Δεν μου έφτανε ποτέ ο αέρας. Ήθελα πάντα περισσότερο. Συνειδητοποίησα τι αποζητούσα. Δύο χρόνια πριν. Έκτοτε έμεινα στάσιμη. Έμεινα η Λίτσα που ζούσε για να δουλεύει. Η Λίτσα που εκμαίευσε τα ακραία στοιχεία ενός δυνατότερου εαυτού και τα απορρόφησε για να αντέξει. Η Λίτσα που έβλεπε παντού όμορφα κτήρια και που κατέβαζε ιδέες για να τα βελτιώσει. Εκείνη που την πλάκωνε τα βράδια το ταβάνι στην μικρή γκαρσονιέρα και σουλατσάριζε με μυστήριο κόσμο για να ανασάνει.
Χάραζε ξανά. Τίποτα δεν μπορούσε να αναβάλλει την χαραυγή. Το κρασί είχε τελειώσει προ πολλού και το δωμάτιο ήταν γεμάτο με καπνό και εξομολογήσεις. «Πάλι δεν θα πάμε για δουλειά, Βιργινία…»
«Κανιβαλίζουμε το είναι μας…»
«Έπρεπε, κάπως, να τα καταφέρουμε…»
«Συμφιλιώθηκες ποτέ με τις αιτίες και τις αφορμές, Μιχάλη;»
«Δεν ξέρω. Ξέμεινα απ’ αλήθειες απόψε» μου απάντησε νωχελικά κι ύστερα κούρνιασε στην αγκαλιά μου. Απόκοσμος κι εκείνος, σαν την Βιργινία. Το άτομο που ήθελα να είμαι μα μου το αρνιόταν πεισματικά. Διατεινόταν, για πολλά χρόνια, πως ήξερε κάτι παραπάνω. Πως δεν μ’ άφησε ποτέ να πονέσω. Πως ήταν εκεί για εμένα. Άργησα να καταλάβω πως ήμουν εγώ. Δεν είχα συμφιλιωθεί ακόμη μαζί της. Ούτε με την ιδέα πως έφτιαξα έναν άλλο εαυτό που χρησιμοποιούσε το δεύτερό μου όνομα για να μπορέσω να ανταπεξέλθω σ’ όσα μου ήταν γραφτό να περάσω.
«Πάντα σκεφτική και λυπημένη…» άκουσα έναν ψίθυρο κι άνοιξα τα μάτια. Θολή η εικόνα. Μουδιασμένες οι αισθήσεις. Ένα δάχτυλο μου χάιδευε το μάγουλο. Κόκκινα τα μάτια του. Δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Ξαγρύπνησε δίπλα μου. «Κρυώνω» ψιθύρισε πριν τον ρωτήσω τι έχει. Σηκώθηκα αμίλητη από το κρεβάτι. Δεν έκανε κρύο στο δωμάτιο. Έβαλα να μας φτιάξω καφέδες. Τεντώθηκα. Τον είδα να χαζεύει το γεράκι που είχα χαράξει κάποτε στο μπράτσο μου. «Λυπημένο κι αυτό, σαν κι εσένα» μου είπε αναστενάζοντας.
«Μιχάλη, πιστεύεις στον θεό;»
«Άσε τους καφέδες. Θα βγούμε έξω».
Κοφτός ο τόνος του. Σχεδόν επιτακτικός. Μια αστραπή έσκισε τον ουρανό στην απόσταση και φώτισε το δωμάτιο για μία στιγμή. «Πνίγεσαι στο σπίτι όταν βρέχει;» ρώτησα και τον είδα να γνέφει καταφατικά ενώ φορούσε τα παπούτσια του. Πέταξα το μπρίκι στον νεροχύτη. Ντύθηκα βιαστικά. Μου έβαλε το παλτό στιγμές πριν ανοίξουμε την πόρτα. Όπως έκανε κάποτε ο μπαμπάς μου. Του χαμογέλασα. Το ίδιο έκανε κι εκείνος.
Του έπιασα το χέρι καθώς περπατούσαμε μέσα στην μεσημεριανή ψιχάλα. Μου έσφιξε τα δάχτυλα. Βαδίσαμε αμίλητοι προς το λιμάνι. Προς μια γωνιά του κόσμου που ο καθένας θεωρούσε δική του, για τους δικούς του λόγους. Καφέ στο χέρι. Πέσιμο στα σκαλιά της παλιάς εκκλησίας. Μας χάζευαν οι τουρίστες. Καπνίζαμε αμίλητοι. Εκείνος ταλαιπωρημένος απ’ την κούραση, εγώ μισοβαμένη. Παράταιροι άνθρωποι μέσα σ’ εκείνη την ανυπόφορη βουή που δημιουργούσε ο κόσμος, την οποία αρνούμασταν να ακούσουμε. Πήγε τέσσερεις. Μας έβγαλε απ’ τον λήθαργο ο βαρύς ήχος της καμπάνας. Εκείνος ανάσαινε κοφτά. Εγώ είχα χαθεί στις αναμνήσεις μου. «Θέλω χώρο, θέλεις χρόνο…»
«Βιργινία;»
«Μην με λες έτσι. Λίτσα με λένε…»
«Όχι. Βιργινία σε λένε. Αποδέξου το. Είναι πολύ ευκολότερο απ’ όσο φαντάζεσαι. Θα σε βοηθήσει. Θα δεις. Θα εξιλεωθείς».
«Φοβάμαι» ψιθύρισα και ξάπλωσα πάνω του. Με αγκάλιασε. Άναψε τσιγάρο και χαμογέλασε μυστήρια. «Μ’ εμπιστεύεσαι;»
_
γράφει ο Αλέξανδρος Κουτρούλης
0 Σχόλια