Η γαλήνη της δεν ήταν «λιόχαρη πλάι στ’ ακροθαλάσσι», αλλά γκριζοπράσινη και μουντή στο πλάι ενός δρόμου των βορείων προαστίων. Ωστόσο η «Γαλήνη» με υποδέχτηκε δηλώνοντας την ταυτότητά της με κεφαλαία γράμματα και περήφανη για την προσφορά της στα καραβοτσακισμένα σκαριά της ζωής, μού άνοιξε την πόρτα της πολυτελούς βίλας της. Μιας απ’ τις πολλές, αγνώστου ταυτότητας, των βορείων προαστίων. Εκεί, αφού πήρε ό,τι είχε να πάρει, είχε παρατήσει και την Μαρία, ένα ερείπιο γκριζοπράσινο και μουντό, ο «προστάτης» της κι εξαφανίστηκε προς άγρα καινούργιας λείας.


Ακούμπησα στο γκισέ του ταμείου την αδρή αμοιβή έναντι της «φιλοξενίας» της και μέσω του μισοφωτισμένου διαδρόμου κατευθύνθηκα προς το δωμάτιο της πρώην μαθήτριάς μου. Έξω απ’ την πόρτα της, πριν τη χτυπήσω, στάθηκα με την εικόνα του δεκαπεντάχρονου κοριτσιού, όπως την κρατούσα στο μυαλό μου στα χρόνια τα πολλά που είχαν μεσολαβήσει. Μου ήταν αδύνατο να την φανταστώ κάπως αλλιώς από εκείνο το εξωτικό, σπάνιας ομορφιάς, λουλούδι που, συνεσταλμένο και ταπεινό, διάλεγε ένα απ’ τα τελευταία, το πιο τελευταίο θρανίο για να κρυφτεί. Όπως τα στάχυα όμως που εξέχουν λόγω υπεροχής σ’ ένα σιτοβολώνα, ξεχώριζε και της Μαρίας η παρουσία στην τάξη των πενήντα και βάλε μαθητριών. Ωστόσο στα μαύρα μεγάλα μάτια της διακρινόταν κάτι σαν ίχνος μελαγχολίας. Την αιτία της την έμαθα, όταν, λόγω απουσίας της αρκετών ημερών απ’ την τάξη, κάλεσα τον κηδεμόνα της.


Αδύνατη και σαν το λεμόνι χλωμή, βάζοντας στην άκρη την ντροπή, μου εξομολογήθηκε την πάσα αλήθεια. Η Μαρία δεν ήθελε να συνεχίσει το σχολείο λόγω πείνας. «Να σκεφτείτε πως τα Χριστούγεννα, επειδή δεν είχαμε κάτι να ψήσουμε, όπως όλος ο κόσμος τέτοιες μέρες, καβουρντίσαμε στο τηγάνι αλεύρι, έτσι για να μυρίσει το σπίτι». Έμεινα ενεή να την κοιτώ! Στα λόγια της το φάσμα της πείνας ξεπέρασε σε περιγραφή ακόμα και τον ποιητή που στους  Ελεύθερους Πολιορκημένους του δεν βρήκε καταλληλότερο απ’ το πρόσωπο της μάνας για να δείξει το μαρτύριό της. Κι εγώ εν έτει 197… είχα μπρος μου την ίδια τη μάνα να μου την ιστορεί στις συνθήκες έσχατης ένδειας που βίωνε η οικογένεια: «Η Μαρία πεινάει, γι’ αυτό δεν θέλει να ’ρθει στο σχολείο. Ντρέπεται. Σας παρακαλώ, κάντε την να μην σταματήσει τα μαθήματά της». Και για να φωτίσει ακόμη περισσότερο το μισερό κι ομιχλώδες τοπίο τής ανέχειάς της, μου ανέλυσε τα οικονομικά της. Η μικρή σύνταξή της απ’ τον θάνατο του θαλασσοπνιγμένου ναυτικού άντρα της και τα μεροκάματα τής μεγαλύτερης κόρης της ίσα που έφταναν για το ενοίκιο και τις άλλες ανάγκες τού σπιτιού. «Ξενοδουλεύω στα σπίτια εδώ κι εκεί, αλλά τώρα, λόγω της υγείας μου, έχω μέρες να πάω», είπε και για του λόγου της το αληθές, σηκώνοντας διακριτικά την μπλούζα της μου ’δειξε την μεγάλη τομή που «φιγουράριζε» στο στομάχι της, φρέσκια ακόμα. Μα σκοπός της εξομολόγησής της δεν ήταν η οικονομική συνδρομή, αλλά ο καημός της για τη μόρφωση που παρατούσε στη μέση η Μαρία. «Δεσποινίς Βρεττού, θα σας το χρωστάω σ’ όλη μου τη ζωή, αν πείσετε την Μαρία μου να μην σταματήσει το σχολείο. Την έχει ξεμυαλίσει η αδερφή της να πάει κι εκείνη στο κατάστημα, όπου δουλεύει εκείνη. Σας ικετεύω».


Έτσι βρέθηκα στο χωλ του μικρού διαμερίσματος της προσφυγικής γειτονιάς του Αιγάλεω με κάποιες απ’ τις κυρίες του Φιλόπτωχου απέναντί μου που είχαν προηγηθεί. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες, όμως, δεν κατορθώσαμε να πείσουμε την Μαρία, οι μεν υποστηρίζοντας ότι ο δρόμος Του Χριστού «είναι πολύ μεγάλο πράγμα», η δε πως της εκπαίδευσης ακόμα πιο μεγάλο. Αφού το απολωλός αρνούνταν να βγει απ’ την κρεβατοκάμαρα, όπου βρισκόταν από ώρα κλειδομανταλωμένο, μοιάζοντας του Οδυσσέα, που, για να γλυτώσει απ’ το παραπλανητικό τραγούδι των Σειρήνων, πέρασε το επίμαχο στενό δεμένος στο κατάρτι του καραβιού του. Τελικά η Μαρία ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα της αδερφής της παρά στων «Σειρήνων» που καραδοκούσαν έξω απ’ την πόρτα της. «Νηστικό αρκούδι πώς να χορέψει» σαν να μας έλεγε. Σε κάποια πισωγυρίσματα ωστόσο στο σχολείο, προσπάθησα σε κατ’ ιδίαν συζητήσεις μπας και την κρατήσω στο «μαντρί», «γιατί έξω, Μαρία μου, παραμονεύει ο λύκος». Είπα και τι δεν της είπα για τις αξίες, προπαντός της μόρφωσης μέσω της γνώσης και το χρέος μας να τις κάνουμε τρόπο ζωής προς όφελος δικό μας και των συνανθρώπων μας. Μα η μαθήτριά μου φαινόταν περιχαρακωμένη στη δική της επιλογή και πως απλώς μου έκανε τη χάρη να με ακούει να της μιλάω «για κολοκύθια με τη ρίγανη». «Ο συμμαθητής μου ο Τριαντάφυλλος, με τα μπαλωμένα παπούτσια, σπούδασε οδοντίατρος, δουλεύοντας στο δήμο σκουπιδιάρης, η Αλεξάνδρα, συμμαθήτριά μου, «πανέμορφη σαν κι εσένα, Μαρία μου, έγινε φιλόλογος σφουγγαρίζοντας μια καφετέρια στην Ασκληπιού», προτίμησα με οικεία και απτά παραδείγματα παρά με το μύθο τού Ηρακλή να την κερδίσω. Επί ματαίω όμως. Ίσως, ποιος ξέρει, το παράδειγμα της Αλεξάνδρας, φέρνοντας συνειρμικά στο μυαλό της την εικόνα τής βασανισμένης ξενοδουλεύτρας μάνας της, να λειτούργησε αρνητικά.


Έτσι η Μαρία χάθηκε απ’ το σχολείο, πριν καν τελειώσει την τρίτη τάξη τού Γυμνασίου. Απ’ τη ζωή μου όμως, όπως τα πράγματα εξελίχτηκαν, επέπρωτο να μη χαθεί. Ανασκαλεύοντας τα σουβενίρ της οικογενειακής μου πλέον διαδρομής από καιρού εις καιρό, κάποτε σκόνταφτα και στο δικό της, που δεν ήταν άλλο απ’ τη φωτογραφία της. Μου την είχε χαρίσει λίγο πριν εξαφανιστεί. Σκυμμένη πάνω από μια βρύση και κοιτάζοντας φιλάρεσκα το φακό, φαίνεται να πίνει λαίμαργα το νερό σαν για να κορέσει τη δίψα της. Κι όσες φορές την έβλεπα, αναρωτιόμουν τι άραγε να ’γινε αυτό το κορίτσι. Ώσπου η απάντηση μού δόθηκε ένα βράδυ όταν, απρόσμενα, ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο μαζί της, εγώ στη θέση του τηλεθεατή κι εκείνη μπροστά στο μικρόφωνο, ως διαγωνιζόμενη των καλλιστείων, να μου απαριθμεί τα προσόντα της, από τα οποία μόνο η εικόνα της και τ’ όνομα ήταν αληθινά. Κατά τ΄ άλλα, υπερήφανη για τη γλωσσομάθειά της, ισχυριζόταν πως, πλην των άλλων γλωσσών, ήξερε ως και κινέζικα. Φαίνεται πως αυτός που της κρατούσε το μικρόφωνο την έσπρωξε ως το μη παραπέρα, επηρεασμένος απ’ τα χαρακτηριστικά της που έφερναν στο κινέζικο πρότυπο ομορφιάς: εξέχοντα ζυγωματικά, σαρκώδη χείλη, κατάμαυρα σαν τον έβενο μαλλιά κι ένα κορμί φιδίσιο. Για τον ίδιο αυτά μετρούσαν, ιδιαίτερα το τελευταίο, αν ήταν αυτός που, εκτός απ’ το μικρόφωνο, κρατούσε και τη ζωή της στα χέρια του. Τ’ άλλα ήταν προς κατανάλωση τού κοινού. Πήραν, ωστόσο, μια θέση στην πρώτη πεντάδα των νικητριών οι δύο αδερφές. «Είθε να μην κατασπαραχθούν από τ’ αρπακτικά του χώρου», είπα, αν και σίγουρη για το ανέφικτο της ευχής μου. Γιατί το κάλλος ανερμάτιστο, χωρίς τη μόρφωση και την πείρα, καταντά επικίνδυνο και το γλυκό πουλί τής νιότης γρήγορα πετά και χάνεται. Και πάλι ένα βράδυ, κατηφορίζοντας τη Συγγρού, ήρθα φάτσα κάρτα με τα ονόματά τους. «Τραγουδούν οι αδερφές Μαρία και Δήμητρα Βαρντά», έγραφε η πινακίδα στην κορυφή του «Διογένη». Για τον καλλιτέχνη, το ανέβασμα στο πάλκο τής μεγαλύτερης φίρμας στο χώρο της διασκέδασης έμοιαζε κάτι σαν κατάκτηση της κορυφής του Έβερεστ. Ναι, αλλά με ποια προσόντα οι αδερφές; «Τουλάχιστον να ’χαν την τύχη τής Σταχτοπούτας!» σκέφτηκα ή τα κότσια να μην καταλήξουν αντικείμενα εκμετάλλευσης. Αλλά πώς ν’ ανθίσει το παραμύθι στον ανελέητο κόσμο της νύχτας… Αυτός επιβιώνει, πίνοντας σαν τον Δράκουλα μόνο φρέσκο αίμα και πριν το χάραμα.


Κι επειδή αυτού του είδους τ’ ανέβασμα τ’ ακολουθεί γρήγορη κατρακύλα κατά πως λέει και η παροιμία: «Ψηλά τη χτίζεις τη φωλιά και θα λυγίσει ο κλώνος και θα σου φύγει το πουλί και θα σου μείνει ο πόνος», έτσι και τα δυο φτωχά αστεράκια έσβησαν, πριν προλάβουν να μεσουρανήσουν.
Ύστερα απ’ το τελευταίο «συναπάντημά» μας, έπαψα πλέον ν’ αναρωτιέμαι για την «τύχη της Μαρούλας». Αυτές οι περιπτώσεις δεν σου αφήνουν περιθώριο ν’ αμφιβάλλεις για το πού καταλήγουν. Απλώς ευχόμουν η προσγείωση να είναι τουλάχιστον όσο γινόταν πιο ομαλή για τα άτυχα αυτά κορίτσια, ιδιαίτερα για την Μαρία, που είχα την τύχη ή μάλλον την ατυχία να τη βρω στο δρόμο μου, αφού δεν μπόρεσα να συγκρατήσω το λιθαράκι λίγο πριν κατρακυλήσει στον γκρεμό.


Είχα κιόλας μετατεθεί σ’ ένα απ’ τα σχολεία της Ανατολικής Αττικής κι απ’ τη μια στιγμή στη άλλη βρέθηκα σ’ έναν κόσμο με καταβολές μακριά απ’ της προσφυγιάς των προαστίων της Δυτικής: Κορυδαλλός, Νίκαια (πρώην Κοκκινιά), Κερατσίνι, Πειραιάς. Κι αναμετρώντας το ένα τρίτο της ζωής μου στο χώρο της εκπαίδευσης, βρίσκω πως αυτός με σημάδεψε πιο πολύ, της προσφυγιάς, η επικοινωνία μου με τους γονείς των παιδιών και με τα ίδια τα παιδιά που είχα την τύχη να έχω μαθήτριές μου. Ίσως γιατί και οι δικές μου ρίζες έχουν να κάνουν με την Μικρασία. «Ταίριαζαν τα χνώτα μας», όπως λένε. Ωστόσο στις καινούργιες ή παλιές, κακές ή καλές, όποιες κι αν τυχαίνει να ’ναι οι συνθήκες στον τόσο ευαίσθητο χώρο της παιδείας, κοινός παρονομαστής δεν παύει να είναι το παιδί, ο έφηβος, ο νέος. Κρατώντας τον σαν τον πηλό στα χέρια σου, προσπαθείς μέσω της γνώσης να του εμφυσήσεις αγάπη κι αλληλεγγύη για τον συνάνθρωπο.


Σ’ αυτή την αρχή βασισμένη και με σεβασμό στην ανωνυμία των προσώπων, πήρα την έγκριση απ’ το σύλλογο των καθηγητών για τη διενέργεια εράνου στο σχολείο, εξηγώντας την αιτία και τον σκοπό. Πως, χώρια απ’ τη συμπαράσταση των μαθητών σε ένα πρώην μέλος της σχολικής κοινότητας, ήταν και μια ευκαιρία να διδαχτούν τα παιδιά πως, αν και είναι η αίγλη τής νιότης να σφάλλει, το λάθος ορισμένες φορές καταντά καταλυτικό για το μέλλον τους. Η ιστορία φαίνεται με ήθελε συμμέτοχη, όπως στην αρχή, έτσι και στο τέλος. Όλα στη ζωή, άλλωστε, είναι κύκλος, όπως και η ίδια η ζωή. Με τα χρόνια όμως που είχαν μεσολαβήσει, εκείνη στη μια κι εγώ στην άλλη άκρη της Αττικής, ξαφνιάστηκα ακούγοντας στο τηλέφωνο το ίδιο πάλι παρακαλετό: «Σας ικετεύω, κυρία Βρεττού, βοηθήστε να βγει η Μαρία μου απ’ την κλινική. Είναι πολλά τα λεφτά και πού να τα βρω η έρμη». Δεν ήταν δα και δύσκολο να με βρει, αφού κρατούσα επαφή με συναδέλφους τής εκεί περιοχής, ιδιαίτερα με κάποια που γνώριζε την οικογένεια τής μαθήτριάς μου.

Έτσι, με την απόδειξη της πληρωμής «των λύτρων της ομηρείας της», αφού χτύπησα την πόρτα «του κελιού» της, βρέθηκα φάτσα κάρτα αυτή τη φορά με την ωμή πραγματικότητα. Δεν χρειάστηκε καν να ρωτήσω. Στα θαμπά κουρασμένα μάτια της είχε σβηστεί το μόλις διακρινόμενο σημάδι της θλίψης, αφού η πρόωρα γερασμένη Μαρία ήταν η εικόνα της ίδιας τής θλίψης, αυτή που δεν αντέχεται ούτε να την κοιτάς. Κατάφερα να ψελλίσω δυο λόγια παρηγοριάς. Τι άλλο μπορούσα να κάνω; Έφυγα με το μυαλό μου στον Τριαντάφυλλο και στην Αλεξάνδρα.


_

γράφει η Χαρά Παπαβασιλείου

Ακολουθήστε μας

Ο καπετάνιος

Ο καπετάνιος

Των θαλασσών τα λόγια τα ’μαθα μικρή,στα χείλη του παππού μου, στου κύματος τη βρύση.Καπετάνιος ήτανε, με βλέμμα ακριβό,κι ο άνεμος τον χαιρετούσε σαν να 'ταν αδελφός. Τα καλοκαίρια, στην όμορφη ΑμμουλιανήΙστορίες έλεγε για να αποκοιμηθούμεΙστορίες που του είχε πει η...

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Ακολουθήστε μας στο Google News

Διαβάστε κι αυτά

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

Ο αλγόριθμος στο χαμόγελό της!

- γράφει ο Κώστας Θερμογιάννης Η Ελένη καθόταν στο μικρό καφέ της γειτονιάς με τον καπουτσίνο της να κρυώνει δίπλα στον φορητό υπολογιστή. Στα 38 της χρόνια είχε μάθει να κρύβει τις ρυτίδες της με φίλτρα και τις απογοητεύσεις της με χιούμορ. Δούλευε ως...

Το αγόρι και το μενταγιόν

Το αγόρι και το μενταγιόν

Μια φορά κι έναν καιρό, υπήρχαν όνειρα και φθινοπωρινές μπαλάντες και κάστρα στην άμμο. Και υπήρχε κι ένα αγόρι, του οποίου το όνομα ποτέ δεν συγκρατεί η μνήμη μου, που μπορούσε να εκμεταλλευτεί όλα τα παραπάνω προς όφελός του. Αιχμαλώτιζε τα όνειρα μέσα στις μικρές...

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Άγγελοι φτιαγμένοι από χρυσό

Χορεύανε στη βροχή, το θυμάμαι.Σαν να ’χα γράψει εγώ τη σκηνή.Κι όπως μιλούσαν, ένιωθαν πως μεθάνε.Μα δεν είχανε πιει στάλα κρασί. Κι όπως τ ’αστέρια ψιθύριζαν ευχές,τα μάτια έκλεισε, έλεγε προσευχές.Κάτι γι’ αγγέλους κι όνειρα απατηλά.Κάτι γι’ αντίο και μεθυσμένα...

0 σχόλια

0 Σχόλια

Υποβολή σχολίου