Yrsa Sigurdardottir
Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη
Εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
–
γράφει η Βάλια Καραμάνου
–
Δύο παιδιά εξαφανισμένα -αφήνοντας πίσω τους οδύνη και τύψεις- στοιχειώνουν αυτήν την ιστορία τρόμου, που εκτυλίσσεται στην Ισλανδία. Διασχίζοντας νοητά ο αναγνώστης αυτήν την μαγευτική χώρα με τα παγωμένα φιορδ και τα παραδοσιακά σπίτια δεν θα μπορούσε παρά να υποβληθεί στην μακάβρια ατμόσφαιρα του κυρίαρχου μεταφυσικού στοιχείου.
Στην ουσία πρόκειται για δυο φαινομενικά άσχετες ιστορίες, που τελικά ενώνονται στο τέλος με απροσδόκητο τρόπο. Από την μία λοιπόν, ταξιδεύουμε μέσα στην καρδιά του χειμώνα σε ένα εγκαταλελειμμένο χωριό – που η επαφή του με τον πολιτισμό είναι μόνο η βάρκα που προσαράζει στην ακτή όταν ο καιρός είναι καλός- όπου καταφτάνουν τρεις φίλοι προκειμένου ν’ ανακαινίσουν το τελευταίο σπίτι «με την κακή φήμη». Για την ακρίβεια, ο Κάρδαρ και η Κάτριν είναι νιόπαντρο ζευγάρι και η Λίβ η όμορφη χήρα του καλύτερού τους φίλου. Τρεις διαφορετικοί χαρακτήρες, των οποίων οι σχέσεις θα δοκιμαστούν με τον πιο σκληρό τρόπο, ενώ παράλληλα θα αναδυθούν στην επιφάνεια κάποια αποτρόπαια μυστικά. Το παγωμένο τρομαχτικό σπίτι, του οποίου ο προηγούμενος ένοικος μυστηριωδώς αγνοείται, σύντομα θα τους «δείξει» πως είναι ανεπιθύμητοι, μια και ήδη «κατοικείται». Οι νεκροί – κυρίως ένα μικρό αγόρι- κυριαρχούν στο νησί, κουβαλούν την αλμύρα του φιορδ που τους καταπίνει και είναι πολύ μα πολύ θυμωμένοι. Ενάντια σε κάθε λογική, οι ήρωες αντιμάχονται με τον ίδιο τους τον εαυτό και τον αόρατο εχθρό σε μια άνιση μάχη. Μήπως όμως τελικά οι άνθρωποι είναι ακόμα πιο τρομαχτικοί από τα φαντάσματα;
Ακριβώς απέναντι, μίλια μακριά, υπάρχει μια πόλη στην οποία κατοικεί ο ψυχίατρος Φρέιρ σε διάσταση με την σύζυγό του Σάρα. Και οι δύο θρηνούν, βιώνουν την απώλεια με διαφορετικό τρόπο, καθώς ο μικρός γιος τους έχει εξαφανιστεί λίγα χρόνια πριν. Μολονότι δεν έχει βρεθεί πτώμα, στην ατμόσφαιρα πλανάται η αίσθηση πως είναι νεκρός. Μια αλλόκοτη περίπτωση βανδαλισμού στο σχολείο θα εμπλέξει τον ψυχίατρο με την γοητευτική αστυνόμο Τάγνι σε ένα μακάβριο παζλ που έρχεται στην επιφάνεια και αναζητά επιτακτικά λύση μετά από μισό αιώνα. Είναι η κομβική στιγμή που όλα αρχίζουν, καθώς ο χαμένος γιος του Φρέιρ «εμφανίζεται» μέσα στους τρομαχτικούς σκοτεινούς διαδρόμους του νοσοκομείου, στο υπόγειο του σπιτιού του και σε κάποιους υπέργηρους μάρτυρες μιας άλλης παλιάς εξαφάνισης.
Η «Εκδίκηση» αποτελεί ένα γοητευτικό ταξίδι σε μια μακρινή παγωμένη χώρα, που παίρνει τον αναγνώστη από το χέρι και τον οδηγεί στα εγκαταλελειμμένα σπίτια με τις πόρτες που ανοιγοκλείνουν μόνες τους, στο παγωμένο ρυάκι, μυρίζει τα σάπια ψάρια και τα κοχύλια, ακούει ήχους, φωνές και μουρμουρητά από έναν άλλο κόσμο, ανοίγει σκοτεινές καταπακτές που κρύβουν φριχτά μυστικά. Μοιραία υποβάλλεται σε όλο αυτό το κλίμα και νιώθει πραγματικές ανατριχίλες. Θα έλεγα πως το βιβλίο είναι μάλλον φλύαρο για τις προτιμήσεις μου, ωστόσο η λεπτομερής περιγραφή κάποιων σκηνών τελικά επιτείνει την αγωνία και βοηθά γενικότερα στο χτίσιμο μιας γοτθικής ατμόσφαιρας. Ταυτόχρονα, αποδίδει πολύ ζωντανά τα τοπία και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων του Βορρά με τις ιδιαίτερες δοξασίες τους.
Ρίγος, συγκίνηση, φρίκη, έκπληξη και συμπόνοια για τον ανθρώπινο πόνο και την απώλεια είναι μερικά από τα συναισθήματα που καθηλώνουν τον αναγνώστη. Επίσης, θλίψη για παιδιά που θέλουν να βρεθούν και ν’ αγαπηθούν όπως τους αξίζει. Κυρίως όμως νιώθει την αφόρητη παγωνιά που τον κυκλώνει τόσο στο χωριό όσο και στην πόλη, σε έναν στοιχειωμένο χειμώνα, απειλητικό για την ανθρώπινη ύπαρξη, που τελικά δεν χάνεται μετά τον θάνατο, παρά συνεχίζει ν’ αναζητά την θέση της εκεί που αισθάνεται πως ανήκει.
«Αυτό ήταν το σπίτι της, τίποτε δεν θα την τάραζε εδώ ξανά. Θα φρόντιζε η ίδια γι’ αυτό».
0 Σχόλια