Αθήνα, στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Ο χειμώνας έχει αποφασίσει δειλά-δειλά να παραχωρήσει τη θέση του στην άνοιξη. Το κρύο δεν είναι τόσο τσουχτερό, η βροχή, όμως, παραμένει να ταλαιπωρεί τους ανθρώπους, μα τροφοδοτεί τη φύση. Τα δέντρα έχουν αρχίσει να βγάζουν τα πρώτα τους καταπράσινα φυλλαράκια και οι νεραντζιές που στολίζουν τα πεζοδρόμια τούτης της άναρχα δομημένης πόλης, έχουν αρχίσει να δένουν τα άνθη τους, που με τον καιρό θα ευωδιάζουν κι ας τα πνίγουν οι μυρωδιές από τις εξατμίσεις των αυτοκινήτων και όχι μόνο.
Είναι περασμένα μεσάνυχτα. Συγκοινωνία δεν υπάρχει αυτή την ώρα και όσοι πρέπει να μετακινηθούν, αν δεν έχουν αυτοκίνητο κι ο προορισμός τους είναι κάπως μακρινός που δεν περπατιέται, καταφεύγουν στο ταξί. Ένα μέσο, για τα ελληνικά δεδομένα, αρκετά προσιτό. Από τον Οκτώβρη που έγινε πραγματικότητα το όνειρο της Άννας, κάθε βράδυ παίρνει ταξί για να πάει σπίτι της, μια και την άλλη μέρα έχει πρωινό εγερτήριο και δεν έχει την πολυτέλεια για ξενύχτια.
Η Άννα είναι γύρω στα είκοσι πέντε. Τα πρωινά εργάζεται στα γραφεία κάποιας μεγαλεπήβολης εταιρίας, τα απογεύματα παρακολουθεί με μεγάλο ζήλο τα μαθήματά της στη Σχολή Θεάτρου – είναι και τελειόφοιτος – κι από τον Οκτώβρη δουλεύει – λέξη που δεν της αρέσει διόλου – σε κεντρικό θέατρο. Είναι η δεύτερη θεατρική δουλειά στην οποία συμμετέχει σαν μαθήτρια σχολής. Νιώθει πολύ περήφανη και γεμάτη που έχει πετύχει το όνειρό της· να βρίσκεται πάνω στο σανίδι.
Κάθε βράδυ, μετά την παράσταση, κι ενώ οι περισσότεροι βγαίνουν σε παρέες για ένα ποτό, εκείνη αλλάζει, ξεβάφεται και φεύγει, σχεδόν τελευταία από το θέατρο. Πολλές φορές χρειάζεται να περπατήσει και μέχρι την πλατεία Συντάγματος για να βρει ταξί.
Είναι Κυριακή βράδυ κι έχει φορτωθεί, όπως οι περισσότεροι άλλωστε, τα κοστούμια της παράστασης για να φρεσκαριστούν τη Δευτέρα και την Τρίτη να είναι πεντακάθαρα, φρεσκοσιδερωμένα και μοσχομυριστά. Δεν έχει προλάβει ν’ απομακρυνθεί από το θέατρο, όταν σταματά μπροστά της ένα ταξί, από όπου αποβιβάζεται ένα ζευγάρι.
– Γούβα; ρωτάει η Άννα τον οδηγό.
-Έλα, κορίτσι μου, της απαντά ένας καλοσυνάτος κύριος, γύρω στα πενήντα.
Στο επόμενο φανάρι έχουν πιάσει την κουβέντα. Εκείνος τη ρωτά για το θέατρο, εκείνη του απαντά και στην ερώτησή του αν πληρώνονται καλά οι νέοι ηθοποιοί, εκείνη του απαντά πως δουλεύει και τα πρωινά. Του εξηγεί πως ήταν το όνειρό της κι ότι είναι τελειόφοιτη στη σχολή της κι εκείνος την καμαρώνει.
– Πάντοτε πρέπει να κυνηγάμε το όνειρό μας. Αλλιώς, όταν περάσει η ζωή και έχουμε αφήσει κάτι πίσω μας, στενοχωριόμαστε και δεν ξέρουμε αν κάναμε καλά ή όχι.
Κουβεντιάζουν σαν να είναι παλιοί γνωστοί και αντάμωσαν μετά από χρόνια. Νιώθουν πολύ οικεία μεταξύ τους, μέχρι που κι εκείνος αρχίζει να της μιλά για τη ζωή του. Η Άννα τον ακούει με ενδιαφέρον και θαυμασμό.
Όλη του η ζωή πέρασε μέσα από φυλακές και εξορίες. Γιος αντάρτη, δε θα μπορούσε παρά ν’ ακολουθήσει τα βήματα του πατέρα του, που τον έχασε πολύ νωρίς· παιδάκι ακόμα, όταν τον εκτέλεσαν. Και ως εκ τούτου, σεσημασμένος για τις εκάστοτε αρχές της χώρας. Αϊ-Στράτης, Γυάρος, Μακρόνησος. «Χρόνιες και μακροχρόνιες διακοπές…», τις χαρακτήρισε μ’ ένα γλυκόπικρο χαμόγελο. Γνώρισε, όμως, αξιόλογους ανθρώπους και από τις τέχνες και τα γράμματα. Οι κρατούμενοι, ο ένας έδινε κουράγιο στον άλλον. Ο ένας υποστήριζε τον άλλον κι ας μη γνωρίζονταν. Άλλωστε, έβραζαν όλοι στο ίδιο καζάνι. Όλοι αυτοί οι “εγκληματίες” ζητούσαν την ειρήνη, την ελευθερία της χώρας από τις ξένες δυνάμεις, τους λεγόμενους συμμάχους, ένα καλύτερο σήμερα για κείνους και τις οικογένειές τους κι ένα ακόμα πιο καλό αύριο για τα παιδιά τους. Πολέμησαν για καλύτερη παιδεία, για περισσότερη υγεία, για ισοτιμία και ισονομία. Την Ελένη του τη γνώρισε, παιδούλα ακόμα, στην Οργάνωση, στα διαλείμματά του από τις φυλακές και τα βασανιστήρια. Μαζί στις αφισοκολλήσεις, μαζί στις πορείες και στις συγκεντρώσεις. Αγαπήθηκαν. Αγαπήθηκαν πολύ και την τελευταία φορά που συναντήθηκαν, λίγο πριν τους συλλάβουν και τον στείλουν στη Γυάρο, όπως την ξέρει ο πολύς κόσμος και Γιούρα, όπως την ξέρουν όσοι την έζησαν και επέζησαν, του είπε πως ήταν έγκυος. Η χαρά και η συγκίνηση απερίγραπτες και οι ευθύνες ακόμη πιο μεγάλες. Βρήκε τρόπο να επικοινωνήσει με την Οργάνωση μέσα από τα κρατητήρια – κολαστήρια της Μπουμπουλίνας και τους ζήτησε να φυγαδεύσουν την Ελένη, να την κρύψουν. Τελευταία φορά που έμαθε νέα της, ήταν την παραμονή, πριν τον μπαρκάρουν για το ταξίδι “αναψυχής”, που θα έφευγε για τις “διακοπές” του και έμαθε πως η Ελένη του γέννησε ένα πανέμορφο και υγιές αγοράκι. Τώρα πια είχε περισσότερους λόγους να επιβιώσει και να μην προδώσει τα πιστεύω του. Τον γιο του, Λευτέρη, τον γνώρισε στα πέμπτα του γενέθλια. Ήταν το δώρο της μαμάς στο γιο και στον άντρα της κι ας μην είχαν βάλει στεφάνι ακόμα…
Βρίσκονται από ώρες κάτω από το σπίτι τής Άννας και η ώρα πλησιάζει τρεις.
– Γιατί σου τα είπα όλα αυτά; Τι μ’ έπιασε, γέρος άνθρωπος, να σου αραδιάσω τη ζωή μου;
– Μου κάνατε μεγάλη τιμή, να το ξέρετε.
– Ξέρεις πως, από τότε που γύρισα, αποφεύγω να μιλάω για όλα αυτά; Δεν ήταν καθόλου εύκολα. Πιστεύω πως τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από όσα ζήσαμε όλοι εμείς σ΄εκείνα τα κολαστήρια. Θα περάσουν πολλά χρόνια μέχρι ν’ ανοίξουν τα στόματα και να εξιστορήσουμε τα όσα ζήσαμε, όσοι επιζήσαμε και όσοι μπορέσουμε και αντέξουμε να πορευτούμε. Ξέρω πολλούς που έχουν κλειστεί σε ψυχιατρεία. Ξέρω και άλλους που μπαινοβγαίνουν στα νοσοκομεία. Τα δικά μου παράσημα από όλα αυτά τα χρόνια είναι η χρόνια βρογχοπάθεια και κάποια σπασμένα πλευρά, που με ταλαιπωρούν και δυσκολεύουν την αναπνοή μου. Και να σου πω την αμαρτία μου; Δε νομίζω ότι θ΄ αλλάξουν και πολλά πράγματα. Μπορεί να κλείσουν αυτά τα στρατόπεδα, μα θα βρουν τον τρόπο να δημιουργήσουν κάποια άλλα, που να μην είναι τόσο κραυγαλέα. Εμείς ήμαστε και θα είμαστε οι σεσημασμένοι εγκληματίες και για ό,τι “παράνομο” θα συμβαίνει, θα μας θυμούνται. Μας έταξαν λαγούς με πετραχήλια κι αν δεν ήταν ο φίλος που έχει δικό του το ταξί, σήμερα θα ζητιάνευα και δεν θα μπορούσα να προσφέρω ούτε μια τρύπια δεκάρα στο παιδί μου. Εδώ και χρόνια μάς διαφεντεύουν οι μεγάλοι, οι τάχα μου σύμμαχοι. Δε λέω πως είμαστε άμοιροι της τύχης μας. Φταίμε. Φταίμε κι εμείς. Από τον έναν πόλεμο στον άλλον. Από τη μία καταστροφή στην άλλη. Πού να σηκώσουμε κεφάλι; Κι ό,τι μας σερβίρουν, το δεχόμαστε. Άλλοτε γιατί έτσι μας βολεύει, άλλοτε γιατί αδυνατούμε να βάλουμε το μυαλό να δουλέψει ή και γιατί πιστεύουμε σε αυτά που μας τάζουν. Κι επειδή έχω μάθει να μη ζητάω ποτέ ευθύνες από τους άλλους, καταλήγω στο συμπέρασμα πως είμαστε χαζός κι ευκολόπιστος λαός, τελικά. Τίποτα δε μάθαμε από την ιστορία μας και τίποτα από τους δικούς μας προδότες. Γιατί, αν εσύ δε μαρτυρήσεις πού έχεις κρυμμένο το γλυκό στο σπίτι σου, κανείς δεν πρόκειται να το βρει. Κι αν είναι και καλά σφραγισμένο, μήτε και τα μυρμήγκια. Γι’ αυτό θα σου πω ένα πράγμα και, αν θέλεις, άκουσέ το, αλλιώς πέταξέ το. Ποτέ μην πιστέψεις στις πολιτικές εξαγγελίες και φιοριτούρες. Αυτοί που λένε τα πολλά, είναι εκείνοι που θα κάνουν τα λιγότερα. Αυτοί που τάζουν και καπηλεύονται την έννοια της ισονομίας, είναι αυτοί που θα ξαναξεπουλήσουν όσα δεν πρόλαβαν οι προηγούμενοι. Και υπάρχει τρόπος να ξεχωρίζεις κάποια πράγματα, κάποιες καταστάσεις, κάποιες “ειδήσεις”. Ποτέ μη διαβάζεις και μην ακούς αυτά που θέλουν οι άλλοι να πιστέψεις. Διάβαζε όσες περισσότερες εφημερίδες μπορείς. Ακόμα και τις άκρα δεξιές. Και θα βγάζεις το δικό σου συμπέρασμα, θα έχεις τη δική σου προσωπική γνώμη. Πίσω από κάθε ενέργεια υπάρχει κι ένας σκοπός. Αν ανάμεσα σε μας τους εξόριστους δεν βρίσκονταν άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, παγκοσμίως γνωστοί και ονομαστοί, αν δεν γίνονταν ενέργειες από έξω, ακόμα στη Γιούρα και στην Μακρόνησο θα ήμασταν. Κι όπως λέει κι ο πάνσοφος λαός μας, «κοντά στο βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα». Γι’ αυτό και γυρίσαμε κι εμείς στα σπίτια μας. Αλλιώς, ποιος ξέρει αν θα ξαναβλέπαμε τους δικούς μας…
– Το έχω ψυχανεμιστεί…
– Άντε, κορίτσι μου, πολλά είπαμε, νομίζω. Αρκετά σε ζάλισα. Άντε να πας στο καλό και σ’ ευχαριστώ που με άκουσες.
– Εγώ σας ευχαριστώ που μ’ εμπιστευτήκατε. Σας ευχαριστώ για το μάθημα ζωής που μου προσφέρατε και μάλιστα αφιλοκερδώς. Σας ευχαριστώ που σας συνάντησα στο δρόμο μου. Και σας εύχομαι να είστε καλά και να χαρείτε το γιο σας μέχρι τα βαθιά σας γεράματα!
– Να είσαι καλά, κοπέλα μου, και άμποτε! Πάντως να ξέρεις πως, όποτε με βγάζει ο δρόμος μου από το θέατρο, θα σ΄ έχω στο νου μου, για να μην ψάχνεις για ταξί. Αν θέλεις, μάλιστα, το κανονίζουμε από τώρα και θα σε περιμένω κάθε βράδυ…
– Με υποχρεώνετε. Όχι, σας παρακαλώ. Δε θα χαλάτε τη δουλειά και το μεροκάματό σας για μένα. Αν τύχει, έχει καλώς και θα είναι χαρά μου. Να ξέρετε πάντως, πως ο σπόρος που σπείρατε απόψε, δεν θα πάει χαμένος. Έπεσε σε καλό χώμα και θα τον φροντίσω με αγάπη. Αλήθεια, να σας πληρώσω κιόλας, γιατί ξεχαστήκαμε με τη συζήτηση.
– Την άλλη φορά, ναι. Σήμερα όχι. Μου επιτρέπεις, έτσι;
– Λοιπόν, θα κάνουμε μια συμφωνία. Απόψε θα σας πληρώσω και την άλλη φορά θα σας επιτρέψω να με φέρετε δωρεάν!
-Τελικά είσαι πολύ περήφανη κι αυτό είναι μεγάλο προσόν για έναν άνθρωπο. Πολύ θα ήθελα να γνωρίσεις την Ελένη και τον Λευτέρη μας. Άντε, πήγαινε τώρα, γιατί δε θα έχεις σηκωμό το πρωί για τη δουλειά σου. Θα προλάβεις να κοιμηθείς;
– Μη σας νοιάζει. Άλλωστε τέτοιες βραδιές δεν τυχαίνουν πάντοτε. Καλό υπόλοιπο βάρδιας και σας ευχαριστώ πολύ για το μάθημα ζωής!
Τον χαιρέτησε, σφίγγοντάς του το χέρι. Πόσο θα ήθελε να τον κάνει μια αγκαλιά… Μια σφιχτή αγκαλιά, να του απαλύνει τις θύμησες που του ξύπνησε τούτη η βραδιά. Βγήκε από το ταξί και προχώρησε στην είσοδο τής πολυκατοικίας. Μπαίνοντας, σήκωσε πάλι το χέρι της κι ένα πλατύ χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της. Εκείνος περίμενε μέχρι να κλείσει η πόρτα πίσω της.
– Τι όμορφο να συναντάς νέους ανθρώπους και να μπορείς να μοιράζεσαι μαζί τους όσα σε προβλημάτισαν, σε στιγμάτισαν και εξακολουθούν να σε προβληματίζουν.
Και αντί να συνεχίσει προς “άγραν πελατών”, τράβηξε για το σπίτι του. Ένιωθε τόση αγαλλίαση, που ήθελε να βρεθεί στη θαλπωρή και στην αγκαλιά τής Ελένης του και να της διηγηθεί όσα έγιναν τούτη τη νύχτα.
Η Άννα μπήκε στο σπίτι της, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού της χωρίς ν’ ανάψει φως, άφησε τα πράγματά της να πέσουν κάτω κι έμεινε για ώρα εκεί, κρατώντας με τα δύο χέρια το κεφάλι της. Ήταν έτοιμο να εκραγεί από τις τόσες πληροφορίες που δέχτηκε. Δεν ήξερε πώς να τις ταξινομήσει.
Η ώρα είχε φτάσει έξι κι έπρεπε ν’ αρχίσει να ετοιμάζεται για την πρωινή της δουλειά. Έκανε ένα χλιαρό μπάνιο, ήπιε έναν δυνατό καφέ και, αντί να πάρει το λεωφορείο για το γραφείο, κίνησε με τα πόδια. Ήταν ένας περίπατος που τον έκανε συχνά πιο παλιά, μα σήμερα τον είχε τόσο μεγάλη ανάγκη. Ήθελε να βρεθεί στη φύση. Να μυρίσει το νοτισμένο χώμα και τα φρεσκοπλυμένα φυτά και δέντρα, μέσα από τον Εθνικό Κήπο. Να καθίσει, έστω για πέντε λεπτά, σ’ ένα παγκάκι, ν’ ακούσει τα πουλιά να κελαηδούν, να ξεχαστεί από την ασχήμια που δημιουργούν κάποιοι άνθρωποι και να καλιορίσει εκείνους που πάλεψαν και παλεύουν για ένα καλύτερο αύριο, για ένα “εμείς”, αφήνοντας πολύ μακριά το “εγώ” τους.
– Και δεν έμαθα και το όνομά του, καλή του ώρα…
_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια
Το μάθημα ζωής το λάβαμε και εμείς Αθηνά, μέσα από το υπέροχο κείμενό σου, που αποτελεί πηγή πληροφοριών και ενδυνάμωσης του ανθρώπου. Περιγραφικό, αληθινό και διδακτικό συνάμα. Συγχαρητήρια.
Ευχαριστώ πολύ, Βάσω, τόσο για το πέρασμα, αλλά και για το όμορφο σχόλιό σου!!!!!!!!!!!
Κάτι μαθήματα που δίνει η ζωή… Αρκεί να είμαστε καλοί μαθητές!!!!!!
Καλό μήνα εύχομαι!!!!!!!!!!!!!
Αθηνά μου…η πένα σου για άλλη μια φορά άγγιξε μαγικά την ψυχή μου!!! Μου ξύπνησε αναμνήσεις από τον παππού μου και τις ιστορίες του από τις “μακροχρόνιες διακοπές του στη Γυάρο”… Δεν μπορώ πάρα να υποκλιθώ και να σ’ ευχαριστήσω για το μάθημα ζωής!!! Ευχαριστώ!!!
Εγώ σ’ ευχαριστώ, Σοφία μου, τόσο για το πέρασμα, όσο και για την κοινοποίηση και τα όμορφα λόγια σου!!!!!
Καλό μήνα σου εύχομαι!!!!!!!!!!!
Αχ βρε Μπουμπουλίνα μου που πάντα βρίσκεις τον τρόπο να περνάς τα μηνύματα σου μέσα από τις ιστορίες σου που είναι τόσο αληθινές και όμορφα γραμμένες με το σήμα κατατεθέν της ΑΘΗΝΑΣ
Λενάκι μου γλυκό κι αγαπημένο, πάντα με τον καλό σου λόγο!!!!!!!!!!!!!!
Σ’ ευχαριστώ!!!!!!!!!!!!!!!!
Πάρα πολύ ωραία και αληθινή η ιστορία σου!! Μπράβο Αθηνά!!
“…να καλιορίσει εκείνους που πάλεψαν και παλεύουν για ένα καλύτερο αύριο, για ένα “εμείς”, αφήνοντας πολύ μακριά το “εγώ” τους…”
Οι άνθρωποι που παλεύουν για το “εμείς” είναι σπάνιοι Αθηνά, όμως υπάρχουν και ζουν ανάμεσα μας. Ένας απ’ αυτούς είναι κι ο δικό σου ταξιτζής. Με το κείμενο αυτό, τιμάς με τον καλύτερο τρόπο όλους αυτούς τους μικρούς ήρωες!
Σ’ ευχαριστώ πολύ, Ελένη!!!!!!!!!!
Τι όμορφα που θα ήταν αν όλοι παλεύαμε για το “εμείς”!!!!!!!!!!!!!
ΝΑ είσαι καλά και ευχές για καλό μήνα!!!!!!!!!!!!!
Τούτο το κείμενο μοσχοβολάει “Αθηνά”, σχεδόν αυτοβιογραφικά!!!!
Κι η Άννα σε μένα θύμισε κείνο το αισθαντικό χαμίνι της ΕΥΓΕΝΙΑΣ ΧΑΤΖΙΚΟΥ στο “ΓΕΝΟΣ ΘΗΛΥΚΟΥ”.
Πονάνε οι μνήμες…. Οι ζευγάδες φεύγουνε…. Η σπορά μένει….
Σε πείσμα των άκυρων… των άκαιρων…. και των ακυρωμένων….
Γράφε Αθηνά! Μπόλιαζε Αθηνά! Σπείρε Αθηνά! Κι αν η γενιά μας δε θερίζει…. θα ‘ρθει η επόμενη….
Ευχαριστούμε Αθηνά!
Αχ Σταυρουλίνι μου, πόσο καλά με γνωρίζεις!!!!!!!!!!!
Τα πολλά λόγια, σε αυτά που λές εσύ, θαρρώ πως είναι φτωχά…
Σ’ ευχαριστώ από καρδιάς!!!!!!!!!!!!