Όσοι έχουμε μελετήσει το ποιητικό έργο του Γιάννη Ρίτσου, διαπιστώνουμε ότι είναι αρκετά σύνθετο, τόσο θεματικά όσο και τεχνοτροπικά. Αυτό συμβαίνει γιατί ο ποιητής, επηρεασμένος από την εκάστοτε συναισθηματική του κατάσταση, είναι άλλοτε μονότροπος και άλλοτε έντονα υπαρξιακός και μεταφυσικός, προσπαθώντας να ενσωματώσει στο έργο του τις δικές του προσωπικές αναζητήσεις. Στο παρόν κείμενο, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε το ύφος των ποιημάτων του Ρίτσου, όπως αυτό διακρίνεται στα έμμετρα και στα ελευθερόστιχα ποιήματά του. Για τον σκοπό αυτό θα χρησιμοποιήσουμε κάποια από τα πιο γνωστά και χαρακτηριστικά ποιήματά του, ένα για κάθε κατηγορία.
Τα πρώτα του ποιήματα είναι γραμμένα σε έμμετρο στίχο με ομοιοκαταληξία, έντονα επηρεασμένα από το δημοτικό τραγούδι και τη βυζαντινή υμνογραφία. Δημιουργεί εντύπωση το γεγονός, πώς ένας νεωτερικός ποιητής, ενταγμένος στο ρεύμα της γενιάς του ’30, επιλέγει να ασχοληθεί με τον έμμετρο στίχο. Είναι μια επιλογή, που είναι στενά συνδεδεμένη με τον ψυχισμό του ποιητή. Κάθε φορά δηλαδή που ο ποιητής είναι έντονα φορτισμένος συναισθηματικά, επιλέγει να εκφραστεί σε έμμετρο στίχο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Επιτάφιος, ένα ποίημα γραμμένο το 1936, που στην ουσία αποτελεί τον θρήνο της μάνας ενός σκοτωμένου νεαρού εργάτη στη Θεσσαλονίκη.
Ο Επιτάφιος λοιπόν, ανήκει στην κατηγορία των ποιημάτων γραμμένα σε έμμετρο στίχο. Με μια πρώτη ματιά, το ύφος του ποιήματος φαίνεται απλό, τελειωμένο και σιωπηλά επίσημο. Αυτό είναι εμφανές από τη χρήση απλού και καθημερινού λεξιλογίου, απλών εκφράσεων και από την παρατακτική σύνδεση των προτάσεων («πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω», Ι).
Μπορεί, να είναι απλό, όμως δεν είναι διόλου φτωχό, γιατί τα συναισθήματα που διακρίνονται διάχυτα στο ποίημα παρουσιάζονται με ιδιαίτερα περιγραφικό λόγο, στον οποίο κυρίαρχο ρόλο έχουν οι άφθονες εικόνες («Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ’φερνες νεράκι στὴν παλάμη», Ι) και οι λυρικές εξάρσεις («μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι, ΙΙ), στοιχεία τα οποία ενισχύουν τον υμνητικό τόνο του ποιήματος.
Στην περιγραφή των εικόνων πρέπει να σταθούμε στις γλωσσικές αποκλίσεις του ποιητή από τις παραδειγματικές και συνταγματικές σχέσεις της γλώσσας. Οι αποκλίσεις αυτές δημιουργούν νέες συνδυαστικές σχέσεις, με σκοπό να εκφραστούν όλα τα μηνύματα και τα συναισθήματα που ο ίδιος επιθυμεί να περάσει μέσα από το ποίημα. Παρατηρούμε, λοιπόν, τη δημιουργία νέων λέξεων, ιδιαίτερα τολμηρών λεξιλογικά, δεδομένου ότι εύκολα θα μπορούσε να υποστηρίξει κάποιος ότι δεν ευσταθούν («λιγνοκυπάρισσό», «ἀχνογελοῦσα», «γαϊτανόφρυδο», «κοντυλογραμμένο», «μαρμαρογλυμμένη»), και ιδιωματικές λέξεις («δέρνουμαι», «πριχοῦ», «Κοίταες», «ἐλούστης»).
Η χρήση των ιδιωματικών λέξεων είναι αυτή που μας προϊδεάζει για την έντονη παρουσία του δημοτικού τραγουδιού στο ποίημα. Πέρα από τις ιδιωματικές λέξεις, που παρατηρούνται σε δεύτερο επίπεδο, το εμφανέστατο χαρακτηριστικό της επιρροής του δημοτικού τραγουδιού είναι η χρήση ιαμβικού δεκαπεντασύλλαβου στίχου και μάλιστα με ορισμένα από τα βασικά γνωρίσματα του δημοτικού δεκαπεντασύλλαβου, δηλαδή τον υποχρεωτικό τονισμό στην 14η συλλαβή («Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα», ΙΙΙ), την τομή στην 8η συλλαβή («Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου», Ι), την αποφυγή του διασκελισμού («Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ – πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι/ καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι», IV) και τέλος την αρχή της ισομετρίας.
Εκτός από αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά, εντοπίζουμε επιπλέον επανάληψη του νοήματος του 1ου ημιστιχίου στο 2ο («Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει/ τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;», IV), όπως επίσης επανάληψη με αντίθετες έννοιες («Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι/ κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.», IV) και επανάληψη με συμπλήρωση του νοήματος του 1ου ημιστιχίου στο 2ο («Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,/ σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα», IV).
Ως προς τη γλώσσα τώρα, εκτός από το απλό καθημερινό λεξιλόγιο που αναφέραμε στην αρχή, φαίνεται ότι χρησιμοποιεί και κάποιου είδους τυπικό λεξιλόγιο χαρακτηριστικό των δημοτικών τραγουδιών («δεντρί», ΙΙ, «γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο», ΙΙΙ, «μοσκομυριστό», ΙΙΙ, «μαρμαρογλυμμένη», V).
Από άποψη θεματικής είναι ένα πολιτικό ποίημα. Η πολιτική χροιά του ποιήματος επιλέγεται να παρουσιαστεί μέσα από ένα μοιρολόι. Μέσα από τον θρήνο μιας μάνας, που καταλήγει να γίνεται ένας Ύμνος απέναντι στο μισεμό, τον ξεριζωμό και τον άδικο θάνατο. Ίσως γι’ αυτό, στα χαρακτηριστικά του ύφους, θα μπορούσε να προστεθεί και το υμνητικό και επικό.
Πέρα από την επίδραση του δημοτικού τραγουδιού, εντοπίζεται και κάτι άλλο. Ο τίτλος «Επιτάφιος» μας παραπέμπει δίκαια στον «Επιτάφιο Θρήνο», στα εγκώμια που ψάλονται κατά την Μεγάλη Παρασκευή και Μεγάλο Σάββατο. Ιδού μερικά από τα φραστικά και λεξιλογικά μοτίβα που μας οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα: «Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη/ πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,// Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν/ λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν».
Στα ελευθερόστιχα ποιήματα, ο Ρίτσος ακολουθεί τους κανόνες της μοντέρνας ποίησης. Ελεύθερος στίχος, δραματικότητα που δηλώνεται από την πυκνή διαδοχή εικόνων, ιδεών και συναισθημάτων, απλό και καθημερινό λεξιλόγιο και παρουσία μη λογικού στοιχείου.
Στα μοντέρνα ποιήματά του, λοιπόν, είναι ιδιαίτερα υπαρξιακός και μεταφυσικός. Ο λόγος είναι χαμηλός, καθημερινός και οικείος. Το ύφος είναι κοινωνικό και διαχρονικό, ταυτόχρονα όμως σιωπηλό και επίσημο, στοιχείο που προκύπτει από ένα μείγμα γλωσσικών προτερημάτων και ελαττωμάτων.
Η γλώσσα είναι αστική, εμπλουτισμένη όμως με διάφορα γραφικά στοιχεία και τα θέματα που διαπραγματεύεται στα ποιήματα έχουν σχέση με το ελληνικό τοπίο και τη φύση, ενώ συνδέονται έντονα με τη φθορά, τον θάνατο και τον χρόνο, ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της μοντέρνας ποίησης.
Ένα από τα χαρακτηριστικά του ποιήματα είναι η Ρωμιοσύνη. Μια συλλογή, που θα τη χαρακτήριζα μεταβατική, καθώς συνυπάρχουν αρμονικά το δημοτικό τραγούδι με τον υπερρεαλισμό. Μια επική συλλογή με ποιήματα πολιτικού και ιδεολογικού περιεχομένου.
Ρίχνοντας μια πρώτη ματιά στο ποίημα, διακρίνουμε ότι πρόκειται για ένα πολύστιχο ποίημα με συνεχή ροή λόγου, γραμμένο σε ελεύθερο στίχο. Το ύφος διαμορφώνεται αρχικά από το πλήθος των εικόνων, πλούσιων σε εκφραστικότητα, ευρηματικότητα και παραστατικότητα («Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,/ σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,/ σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,/ σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς./ Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο./ Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου»). Όλες αυτές οι εικόνες καθώς επίσης το πλήθος των παρομοιώσεων («Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή», «σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.», «σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.», «ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο»), μεταφορών («Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα», «ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους») και των προσωποποιήσεων («ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο», «ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους», «ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους»), δημιουργούν μια εκφραστική υπερβολή. Από την άλλη, οι αποκλίσεις από βασικούς γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες που εμφανίζονται («οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου», «ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους», Ρωμιοσύνη), δημιουργούν υπερφυσικές εικόνες.
Επιπλέον, στις περιγραφές βλέπουμε να χρησιμοποιεί ως σύμβολα αντικείμενα καθημερινής χρήσης, όπως η «ζώνη», το «δένδρο», οι «πέτρες», ο «ήλιος» και η «θάλασσα», διατηρώντας το απλό του λόγου του.
Μετά από αυτά, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο Γιάννης Ρίτσος υπήρξε όντως ένας ποιητής με ποικιλόμορφο συγγραφικό έργο. Το ύφος των ποιημάτων διαφέρει ανάλογα με την εποχή που επιλέγει να τα γράψει, τα γεγονότα που επιθυμεί να θίξει και την κατηγορία των ποιημάτων που εντάσσονται, αν είναι δηλαδή έμμετρα ή ελευθερόστιχα. Όπως και να έχει όμως, είτε με επικό, απλό και επίσημο ύφος, είτε με υπαρξιακό και μεταφυσικό καταφέρνει να περάσει τα μηνύματα που ο ίδιος θέλει.
_
γράφει η Μαριλένα Γιαννάκου
0 Σχόλια