Δεν ήταν και η πιο καθαρή καφετέρια στην πόλη. Το σκοτεινό περιβάλλον και τα μισοκατεβασμένα στόρια φώναζαν πως και οι ιδιοκτήτες ήταν κλειστοί χαρακτήρες και καθόλου δεκτικοί σε παράπονα πελατών. Οι δύο κεραμικές πεταλούδες στον βρώμικο τοίχο έξω θα πρέπει να ήταν μια μάταιη προσπάθεια κάποιου να κάνει το χώρο να φαίνεται πιο οικείος, χωρίς αποτέλεσμα όμως.
Κάθε πρωί έτρωγε το καμένο πρωινό, έπινε τον απαίσιο καφέ, κάπνιζε τουλάχιστον μισό πακέτο τσιγάρα και δεν μιλούσε σε κανέναν. Εκείνος και αυτό το μέρος ήταν φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον.
Κάθε μέρα στηνόταν εκεί από νωρίς το πρωί και παρακολουθούσε το αντικρινό σπίτι. Παρακολουθούσε τον τύπο που είχε παντρευτεί τη γυναίκα του και το έπαιζε «μπαμπάκας» στην κόρη του.
Και κάθε μέρα, χανόταν όλο και περισσότερο στις σκέψεις του…
_
γράφει η Βασιλική Δραγούνη
Δύσκολη περίοδος για τον ήρωά σου Βασιλική. Η παρακμιακή καφετέρια..το καμένο πρωινό και ο απαίσιος καφές..σιγοντάρουν σε αυτή τη δυσκολία.
Σαν να αυτοτιμωρειται ο ήρωάς σας Βασιλική ……..