Με εμπειρίες λιγοστές κι επαρχιώτικες ξεκίνησε τη φοιτητική ζωή στη μεγαλούπολη. Καλόβολος, με καρδιά αγνή, αθωότητα σχεδόν παιδική, προσπαθούσε από τους πρώτους κιόλας μήνες να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της σχολής και κυρίως να ανοίξει τους κοινωνικούς του ορίζοντες. Το τέλος του πρώτου χρόνου βρίσκει τον Νίκο κλεισμένο στον εαυτό του, με βλέμμα ακαθόριστα απλανές.
Επιτέλους δέκα, ακόμη, μέρες και φεύγω για το χωριό. Έχω τόσο νοσταλγήσει τα μέρη μου, την ηρεμία, τον παππού! Ζούγκλα η ζωή εδώ… και τόσο προγραμματισμένη… εργασίες, βαθμοί… Μέχρι τρέλας αυστηρό πρόγραμμα! Και προπάντων μοναχικό… Βάζει ένα κομμάτι πάγο στο δεξί του χέρι. Οι παρέες, οι φίλοι, συμμορίες, θαρρείς, που στρατολογούν μέλη κι αναζητούν τρόπους επιβολής. Να είναι δυνατότεροι από τον άλλο, να είναι επιδεξιότεροι, να κυριαρχήσουν… Το βλέμμα ζώου, όταν παρατηρεί το θύμα του, συναντάς στη ματιά τους.
Τη φοβάται τη μοναξιά, περισσότερο όμως τα καταπιεσμένα πάθη που σωριάζει στην ψυχή του. Τι μπορεί να κάνει; Ζει, περιμένει, τακτοποιεί. Ερημίτης σαν τους μοναχούς… Ο μοναχός ζει καρτερικά, τον σώζει και τον εμπνέει η πίστη του… αυτός έχει ανάγκη να ανοιχτεί, να μοιραστεί συναισθήματα, να εμπιστευτεί…
Ψηλός, με αγέρωχη κορμοστασιά, γκρίζα σπαστά μαλλιά, πεισματάρικο βλέμμα με μάτια, γαλανά και απρόσμενα ζωηρά χάρη στη νεανική φλόγα που σπιθοβολούσε στην κόρη τους. Φρύδια φαρδιά, ελαφρώς ατίθασα ανασηκωμένα κι ένα πελώριο μουστάκι που ήταν πάντα η μάσκα του. Έδινε την αναγκαία νότα σοβαρότητας και αυστηρότητας σ’ αυτή τη γελαστή καρδιά. Αυθεντικός γέρος της υπαίθρου, ψημένος από τη ζωή…
-Παππού! Πόσο μου ’χεις λείψει!
-Καλώς μας ήρθες, παλικάρι μου! Πώς περνάς; Κουρασμένος φαίνεσαι! Τόσο βαριά είναι πια τα γράμματα; Μπας κι είσαι στενοχωρημένος εγγονέ; Αυτό ’ναι; Άφησες, βρε, τίποτα πίσω σου; Καμιά κοπελιά;
-Όχι, όχι κούραση είναι. Θα συνέλθω τώρα που είμαι μαζί σας. Θα συνέλθω…
-Έτσι σε θέλω! Από αύριο μάλιστα! Έχω και φάρμακο για την περίσταση. Θα πάμε περίπατο στο βουνό! Να πάρουν τα πνευμόνια σου καθαρό αέρα, να σεργιανίσεις στο δάσος, να θυμηθείς μυρωδιές του τόπου σου…
Ξεκίνησαν γλυκοχάραμα. Ίσα που το μισοσκόταδο υποχωρούσε παραχωρώντας τη θέση του στις πρώτες διστακτικές αχτίνες του ήλιου. Τα φυλλώματα, υγρά ακόμη από τις πρωινές δροσοσταλίδες, οι φτέρες άγριες, σχεδόν αιχμηρές, τα βρυόφυτα, ανοιχτοπράσινα νήματα τυλίγονται πυκνά στους κορμούς των δέντρων, το τρίξιμο των βημάτων πάνω στο στολισμένο με παχύ στρώμα πεσμένων κουκουναριών μονοπάτι, όλα τους αναδύουν μια ζωική οσμή, μια μυρωδιά βαθιά σαν από τα έγκατα της γης. Στιγμή μυστηριώδους πανάρχαιας ιεροτελεστίας, κατανυκτικής και λυτρωτικής. Κοντοστάθηκαν σε μια συστάδα από έλατα.
-Νιώθεις την αρμονία; Σα να ξυπνούν φυτά, ζώα κι άνθρωποι, όλα τα ζωντανά αντάμα, στην μεγάλη σάλα του κόσμου, του Θεού, κι αποδιώχνουν τα μυστικά και τις κακές σκέψεις. Αυτά έμαθα εγώ μέσα σε εβδομήντα πέντε χρόνια, εδώ, στο δάσος.
-Δεν είναι όμως έτσι πέρα από το δάσος, παππού!
Κοίταξε ολόγυρά του με μάτια σοβαρά, μελαγχολικά…
Βάδισαν στο δασικό μονοπάτι σιωπηλά κάμποση ώρα. Ξαφνικά ο γέρος κοντοστάθηκε… Ένιωσε τον κίνδυνο… Το ένστικτο, η μυστηριακή έκτη αίσθηση, τον προειδοποίησε για την αγέλη των σκυλιών, φύλακες μάλλον κάποιου κοντινού κοπαδιού, που πλησίαζαν.
– Στάσου!
Μόνοι καταμεσής στο άγριο και επικίνδυνο τώρα ξέφωτο, αντιμέτωποι με τα σκυλιά, αισθάνθηκε ότι είναι χαμένοι. Η οσμή του δάσους γίνεται πια τόσο ωμή! Τα χέρια του σφίγγονται σε ιδρωμένες γροθιές κολλημένες στα πλευρά του. Δαγκώνει σπασμωδικά τα χείλη, παγωμένο ρίγος διαπερνά το σώμα.
Κυνηγοί και θηράματα αναμετρούν στιγμιαία τις δυνάμεις τους ασάλευτοι στην αρένα, υπολογίζουν γεωμετρικά την απόσταση. Τα αγρίμια απολαμβάνοντας την αρχέγονη έλξη και μαγεία που συνυπάρχουν στην προετοιμασία της επίθεσης, οι άνθρωποι ανασαίνοντας το φόβο ότι δεν μπορούν να ξεφύγουν, ότι δεν μπορούν να τρέξουν γρηγορότερα από αυτά…
Η στάση όμως της παθητικής προσμονής, το να στέκεται κανείς παράλυτος μπροστά στη μοίρα, δεν αρμόζει στον σκληραγωγημένο χωρικό. Η εμπειρία μιας ολάκερης ζωής στη φύση, η κατασταλαγμένη γεροντική πείρα και η αγάπη οπλίζουν το χέρι του κι ας μην κρατά όπλο. Ο παππούς ξεκινά πρώτος την επίθεση. Αρπάζει πέτρες και αρχίζει να τις πετά με δύναμη στα σκυλιά φωνάζοντάς τους τόσο άγρια και αυταρχικά που εκείνα κοντοστέκονται σαστισμένα. Είχαν υποτιμήσει το θήραμα, περιφρόνησαν τις πιθανότητες αντίδρασής του…
Ο νεαρός αναθαρρεί, δεν θα αφήσει τον παππού μόνο, ανυπεράσπιστο… δεν μπορεί … δεν νιώθει σωστό να παραμείνει θεατής… θα σταθεί κι αυτός μονομάχος στην αναμέτρηση. Στυλώνει το βήμα κι εκσφενδονίζει με ορμή την πέτρα. Ακολουθούν οι επόμενες με τον καταιγιστικό ρυθμό του νεανικού σφρίγους. Τις πετά στα σκυλιά δαμάζοντας το φόβο, ορατό ή αδιόρατο, μετατρέποντας τον θυμό σε άγρια κραυγή που δυνατή, οργισμένη, βγαίνει βαθιά από μέσα του, λυτρώνει τα σπλάχνα του…
Τα σκυλιά αρχίζουν να υποχωρούν, με μικρά, δειλά βήματα στην αρχή, με αποφασιστική στροφή και ξέφρενο τρεχαλητό μετά. Γυρίζουν στο κοπάδι τους σέρνοντας ξωπίσω τους την απογοήτευση της ήττας.
Τα άγρια ζώα οσμίζονται το φόβο, οσμίζονται αυτόν που είναι ευάλωτος. Υποχωρούν όμως σε αυτόν που είναι αποφασισμένος να τα αντιμετωπίσει, που αμύνεται αντεπιτιθέμενος. Αυτόν που δεν εγκλωβίζεται στο φόβο, που στέκεται γερά στα πόδια του και δεν αφήνεται να τον εγκαταλείψουν στη μοναξιά, που, ασχέτως της έκβασης, δεν παραδίδεται αμαχητί. Τώρα ξέρει…
Ο παππούς στρέφει ερευνητικά, όχι ανακριτικά, τη ματιά του στο Νίκο. Κοιτάζονται στα μάτια, αντέχει ο ένας το βλέμμα του άλλου σαν μια σιωπηρή συνεννόηση.
-Ας γυρίσουμε παππού! Θα ξανάρθουμε όμως! Σύντομα!
Παίρνουν, ο καθένας για τους λόγους του, γαλήνιοι το δρόμο της επιστροφής.
Τρεις μήνες αργότερα ο Νίκος βρέθηκε μυστηριωδώς νεκρός υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες, που διερευνούνται από την αστυνομία. Ο επικεφαλής της έρευνας δηλώνει με επαγγελματική αισιοδοξία: «Η υπόθεση θα εξιχνιαστεί. Είναι απλώς ζήτημα χρόνου. Τα γεγονότα μαρτυρούν πάντα την αλήθεια».
Μερικές φορές όμως τα γεγονότα δεν είναι παρά… άξιες θρήνου συνέπειες.
_
γράφει η Παναγιώτα Μπαϊράμη
0 Σχόλια