–
γράφει ο
–
Sur quelque préférence une estime se fonde,
Et c’est n’estimer rien qu’estimer tout le monde.
Μολιέρος – Ο Μισάνθρωπος
Το παρόν άρθρο πηγάζει από μια λυπηρή διαπίστωση, η οποία δυστυχώς επιβεβαιώνεται με κάθε ευκαιρία: Η κριτική βιβλίων – ιδιαίτερα η κριτική των ποιητικών συλλογών – παρουσιάζει προβλήματα, αρκετά ώστε, κατά τη γνώμη μου πάντα, να καταλήγει να διογκώνει το πρόβλημα το οποίο καλείται να λύσει. Δεδομένου πως ο κριτικός μεσολαβεί μεταξύ βιβλίου και αναγνώστη, αρκετές φορές (περισσότερες από όσο θα έλπιζε κανείς) ο κριτικός μοιάζει να προσθέτει το δικό του λιθαράκι στο ήδη σαθρό οικοδόμημα, το οποίο λέγεται «πρόσληψη της λογοτεχνίας από το αναγνωστικό κοινό». Αντί λοιπόν ο κριτικός να δημιουργεί ένα ευνοϊκό κλίμα για να αναπτυχθούν τα αξιόλογα βιβλία, αντί να δίνει κάποιες κατευθυντήριες γραμμές στο αναγνωστικό κοινό, αντί να ξεχωρίζει τους εκδοτικούς αμνούς από τα εκδοτικά ερίφια, αντί να συνεισφέρει στον διάλογο που ανοίγει κάθε νέα έκδοση, στο τέλος, όχι μόνο δεν πετυχαίνει τους στόχους του, αλλά επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
Για να είμαι ειλικρινής και δίκαιος, πιστώνω σε όλους τους κριτικούς την αγαθή πρόθεση στο έργο που παράγουν. Κανένας κριτικός, επαγγελματίας ή ερασιτέχνης, δεν γίνεται μέρος του προβλήματος εσκεμμένα. Οι κριτικοί έχουν όλη την καλή διάθεση να βοηθήσουν και να προωθήσουν τα βιβλία για τα οποία γράφουν, ακόμη και αυτά στα οποία εντοπίζουν αδυναμίες. Το πρόβλημα δεν προέρχεται από κάποια κακή βούληση, αλλά από τη συσσώρευση μικρών, σχεδόν ανεπαίσθητων στοιχείων, τα οποία αν τα θεωρήσει κανείς μαζεμένα δημιουργούν σημαντικά ζητήματα.
Επειδή, λοιπόν, ούτε η κριτική είναι υπεράνω κριτικής, θα ασχοληθώ με τα σημεία εκείνα τα οποία πιστεύω πως χρήζουν βελτίωσης στο τοπίο της κριτικής της λογοτεχνίας.
1) Ο χρόνος: Ίσως το κυριότερο από τεχνικής άποψης, ο χρόνος είναι το πρώτο πρόβλημα που πρέπει να λύσει η κριτική. Η λογοτεχνική παραγωγή είναι τόσο πλούσια, τόσα πολλά λογοτεχνικά βιβλία εκδίδονται κάθε χρόνο, που ο κριτικός αναλαμβάνει ένα βαρύ και δυσανάλογο φόρτο εργασίας. Όταν ένας κριτικός πρέπει να μοιράσει τον χρόνο του ανάμεσα σε τόσα πολλά βιβλία, κάποια από αυτά θα τα αδικήσει: θα αδικήσει αυτά που πρέπει να τα διαβάσει κανείς δεύτερη και τρίτη φορά για να αντιληφθεί τα επίπεδα ανάγνωσης, τα βιβλία που χρειάζονται χρόνο για να αφομοιωθούν από τη διάνοια, τα βιβλία για τα οποία πρέπει να γίνει κάποια μικρή έρευνα – έστω και ως αναζήτηση στο Google. Κάθε βιβλίο χρειάζεται τον χρόνο του, και η πληθώρα της λογοτεχνικής παραγωγής ζημιώνει την κριτική, κατακερματίζοντας τον χρόνο της. Μέσα στο πλήθος βιβλίων που λαμβάνει ένας κριτικός, είναι πάρα πολύ πιθανόν όχι μόνο να του ξεφύγει ένα σημαντικό βιβλίο, το οποίο χρειάζεται περισσότερη μελέτη, αλλά να παραβλέψει ή να παρερμηνεύσει στοιχεία λόγω κεκτημένης ταχύτητας.
2) Η έκταση της κριτικής: Κι αν ο χρόνος για να διαβάσει κανείς ένα βιβλίο για να γράψει την κριτική του είναι περιορισμένος, τότε η έκταση που χρειάζεται κανείς για να διαβάσει μια κριτική είναι μηδαμινή. Ο περιορισμένος χώρος που έχει μια κριτική για να εκφράσει τα σημεία της – πάλι η πληθώρα της λογοτεχνικής παραγωγής είναι ο υπαίτιος – αδικεί κατάφορα τους πάντες. Όταν ένας κριτικός πρέπει – σε μια παράγραφο πολλές φορές – να γράψει την άποψη του για το βιβλίο, τότε αδικεί πρώτα το βιβλίο, το οποίο δεν μπορεί να αποτυπωθεί σε μερικές εκατοντάδες λέξεις, τον αναγνώστη που θα αποκομίσει μια εσφαλμένη εικόνα και τον ίδιο τον κόπο του κριτικού. Τα ηλεκτρονικά μέσα, που δεν έχουν το ίδιο πρόβλημα της έκτασης με τα έντυπα, έχουν λύσει εν μέρει αυτό το πρόβλημα, αν και πάλι βλέπει κανείς τηλεγραφικές κριτικές για βιβλία που χρειάζονται σελίδες ολόκληρες για να αναπτύξει κανείς την κριτική του θεώρηση. Βέβαια δεν σημαίνει πως κάθε πολυσέλιδη κριτική είναι και καλή αυτόματα ή μια δεινή πένα δεν μπορεί να γράψει σε οχτώ γραμμές αυτό που άλλοι χρειάζονται οχτώ σελίδες. Όμως, το γεγονός πως ο κριτικός κάνει τη δουλειά του με αυτές τις προδιαγραφές, αυτό ζημιώνει το βιβλίο, αλλά και υποσκάπτει το έργο της κριτικής.
3) Εστίαση σε περιγραφικές προτάσεις: Η πίεση του χρόνου και των πολλών εκδόσεων αναγκάζει πολλούς κριτικούς να ακολουθήσουν την εύκολη λύση. Έτσι, αντί να εμβαθύνουν στις ιδέες του βιβλίου, αντί να προσθέτουν στον προβληματισμό του, αντί να αναδεικνύουν τα προτερήματά του και να εντοπίζουν τις αδυναμίες του, αντί να προτείνουν απόψεις και ιδέες, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο ένα διάλογο με τον συγγραφέα και τον αναγνώστη, μένουν σε μια τυπική παρουσίαση του βιβλίου, μια απλή περίληψη (που αρκετές φορές αστοχεί στο να ξεχωρίσει τα σημαντικά από τα δευτερεύοντα), και σε κάποια πολύ επιφανειακά σχόλια. Στην ουσία, απλώς επαναλαμβάνουν το βιβλίο, το οποίο όσο περισσότερο παραθέτουν, τόσο λιγότερο το έχουν καταλάβει. Με αυτόν τον τρόπο, καθιστούν ανούσια την ύπαρξή τους και τη λειτουργία τους: Αν ο κριτικός απλώς επαναλαμβάνει στον αναγνώστη, αυτά που και ο ίδιος ο αναγνώστης θα διαπιστώσει στην ανάγνωσή του, τότε ποιος είναι ο ρόλος των κριτικών;
4) Ο φόβος της κριτικής: Όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, η κριτική φοβάται την κριτική. Μπορεί κάποιος να κρίνει ένα βιβλίο, όμως κι αυτή η κριτική δεν μένει στο απυρόβλητο. Αυτός είναι ένας άλλος λόγος που πολλοί κριτικοί εμμένουν σε οφθαλμοφανείς παρατηρήσεις και σε γενικόλογα σχόλια. Αν για παράδειγμα, μια συλλογή αξιοποιεί το μέτρο και την ομοιοκαταληξία, τότε ο κριτικός θα την κατατάξει εύκολα στο ρεύμα του νεοφορμαλισμού, ακόμη και αν αυτή η συλλογή έχει πλήρη άγνοια της παράδοσης του Κοροπούλη, του Καψάλη και του Λάγιου. Ακόμη και σε μια τέτοια άστοχη παρατήρηση, ο κριτικός είναι καλυμμένος απέναντι στους κριτικούς του, γιατί η παρατήρησή του είναι μια κοινώς αποδεκτή αλήθεια. Ο φόβος της κριτικής και της διαφωνίας, ζημιώνει στο τέλος την κριτική, γιατί ο κριτικός θέλει να σκοτώσει τον διάλογο στη γέννησή του ή τουλάχιστον να ευνοήσει παράλληλους μονολόγους. Στο τέλος, τέτοιου είδους κριτικές μοιάζουν απελπιστικά όμοιες μεταξύ τους, καθώς εστιάζουν στα ίδια πέντε πράγματα, στα ίδια αποσπάσματα, στα ίδια επιχειρήματα, χωρίς με αυτόν τον τρόπο να ανοίγουν ουσιαστικό διάλογο με το βιβλίο, αλλά και χωρίς να συνδιαλέγονται μεταξύ τους.
5) Αβάσιμη επιχειρηματολογία: Υπάρχει μια ξεχωριστή ομάδα κριτικών, η οποία φτάνει στο άλλο άκρο. Προκειμένου να μην κομίσουν γλαύκα εις Αθήνας, φτάνουν στο σημείο να βλέπουν επιδράσεις, στοιχεία και αναφορές σε κείμενα, κυριολεκτικά εκεί που δεν υπάρχουν. Μία λέξη ή ένας στίχος αρκεί. Ο κριτικός θα την αρπάξει και βασιζόμενος στο ένα και μοναδικό αμφιλεγόμενο στοιχείο, θα βρει τις πιο ευφάνταστες συσχετίσεις με οποιοδήποτε σημείο της θεωρίας της λογοτεχνίας. Αν κάποιος χρησιμοποιήσει την λέξη «ανοικείωση», έχει ήδη υπογράψει τη σχέση του με τον ρωσικό φορμαλισμό, ακόμη κι αν δεν έχει ιδέα ποιος ήταν ο Σλόφσκι. Παρόλο που η δημιουργικότητα και η φαντασία αυτών των κριτικών είναι διασκεδαστική, εντούτοις είναι εντελώς αντιπαραγωγική. Λογοτέχνες που δεν ξέρουν να χρησιμοποιούν σημεία στίξης, αναβαθμίζονται, καθώς σύμφωνα με τον κριτικό «ο λογοτέχνης ανοίγει διάλογο με την αυτόματη γραφή» ή «είναι επηρεασμένος από το έργο του Τζόυς». Στο τέλος, ο αναγνώστης τέτοιων κριτικών απορεί για το πού εντοπίζει ο κριτικός όλες αυτές τις αναφορές και τις επιδράσεις, καθώς αποκομίζει την εντύπωση πως άλλο βιβλίο διάβασε ο ίδιος, κι άλλο βιβλίο διάβασε ο κριτικός.
6) Προβολή προσωπικών ενδιαφερόντων: Ο καθένας βλέπει αυτό που θέλει να δει, και ο κριτικός είναι πολλές φορές το ιδανικό παράδειγμα. Αυτό συμβαίνει κατά κανόνα σε κριτικούς, οι οποίοι ασχολούνται ακαδημαϊκά με τη θεωρία της λογοτεχνίας. Επειδή αυτοί οι κριτικοί έχουν ήδη πάρα πολλά εργαλεία στη διάθεσή τους, πολλές φορές δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο στο να δείξουν τις γνώσεις τους και την καλλιέργειά τους. Μπορεί να το αντιληφθεί κανείς από τον καταιγιστικό ρυθμό με τον οποίο κάνουν τις βιβλιογραφικές τους αναφορές. Ακόμη και αν πρόκειται για παιδικό βιβλίο, αυτοί θα βρουν κάπου να κολλήσουν μια ρήση από τον Ρολάν Μπαρτ, ή κάποια αναφορά στο έργο του Τοντόροφ. Όλες οι αναφορές ή οι επιδράσεις σε ένα βιβλίο ενδύονται τον μανδύα της διακειμενικότητας. Παρόλο που θεωρώ πως ποιητές που κατέχουν στοιχειώδη θεωρία της λογοτεχνίας έχουν περισσότερα εργαλεία να αξιοποιήσουν στην ποίησή τους, εντούτοις δεν είναι προαπαιτούμενο να έχεις διαβάσει Ντεριντά για να γράψεις ένα ποίημα. Με άλλα λόγια, τέτοιου είδους κριτικές αποκαλύπτουν περισσότερα πράγματα για τον κριτικό που γράφει, παρά για το βιβλίο που αναλύει, επομένως αποδεικνύονται εξίσου αντιπαραγωγικές.
7) Υπερβολική Επιείκεια: Είναι πραγματικά σπάνιο στις μέρες μας να διαβάσει κανείς πραγματικά κακή κριτική βιβλίου. Κάθε παρουσίαση/κριτική, ακόμη και οι πιο ειλικρινείς, εστιάζουν κυρίως στα θετικά σημεία, στα προτερήματα, κι αν ποτέ ασκήσουν αρνητική κριτική, αυτή γίνεται τόσο ανώδυνα, που στο τέλος αναιρεί τον εαυτό της. Δεν μιλάμε πλέον για κριτικές αλλά για εγκώμια. Φαντάζομαι πως οι δημόσιες σχέσεις και οι αντιδράσεις από την πλευρά των συγγραφέων (όλοι θέλουν να τα έχουν καλά με όλους) είναι σημαντικοί λόγοι για αυτό το φαινόμενο, όμως πιστεύω πως συνδέεται και με τα προαναφερθέντα σημεία: Μια πραγματικά κακή και στριφνή γραφή, ένα πραγματικά ακατανόητο ποίημα στο οποίο τίποτα δεν βγάζει νόημα, θα θεωρηθεί ως μια επιρροή από κάπου, όχι αντικειμενική αδυναμία του συγγραφέα.
8) Έλλειψη κριτηρίων: Δεν μπορούμε να απαιτούμε αντικειμενικά κριτήρια από τη λογοτεχνική κριτική, καθώς η ίδια η λογοτεχνία αλλάζει συνεχώς, όπως και οι συνθήκες που τη διαμορφώνουν. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως η λογοτεχνική κριτική πρέπει να αυθαιρετεί, χρησιμοποιώντας τον υποκειμενικό παράγοντα ως άλλοθι. Κάθε κριτική βιβλιοπαρουσίαση, αν θέλει να θεωρείται έγκυρη, θα πρέπει να παρουσιάζει την ίδια της τη συλλογιστική μέσα στο κείμενο. Οι αξιολογικές κρίσεις είναι απαραίτητες: Αν ένα μυθιστόρημα έχει ενδιαφέροντες χαρακτήρες, τότε που ακριβώς εδράζεται το ενδιαφέρον; Αν μια ποιητική συλλογή αξιοποιεί την παράδοση, πώς συντελείται αυτή η αξιοποίηση και πολύ περισσότερο, γιατί αυτή η αξιοποίηση είναι σημαντική. Τι ακριβώς συνεισφέρει το εκάστοτε βιβλίο στη λογοτεχνική παραγωγή; Αν μια κριτική μπει στον κόπο για να αξιολογήσει μια συλλογή (είτε θετικά είτε αρνητικά), θα πρέπει παράλληλα να εξηγεί γιατί τα σημεία που προκρίνει είναι άξια λόγου.
9) Εμπλουτισμός του διαλόγου: Ακόμη και στις καλύτερες των περιπτώσεων, όπου ένας κριτικός καταφέρνει να ισορροπήσει μεταξύ περιγραφικών και αξιολογικών προτάσεων, μεταξύ θετικών και αρνητικών σχολίων, χωρίς να προβάλλει στο βιβλίο τα δικά του ενδιαφέροντα και αναγνώσματα, νιώθει κανείς πως κάτι λείπει. Και νομίζω πως αυτό που λείπει είναι η ίδια η φωνή του κριτικού. Ο κριτικός αναλύει και αξιολογεί, αλλά σπάνια θα προσθέσει κάτι στον διάλογο. Ο ρόλος του τις περισσότερες φορές είναι περισσότερο παθητικός ή ανακλαστικός, παρά ενεργητικός και δημιουργικός. Καθρεφτίζει με διαφορετικό τρόπο το βιβλίο, αλλά δεν προσθέτει κάποια πρωτότυπη σκέψη πάνω σε αυτό. Μία κριτική πρέπει να είναι και κάτι περισσότερο από ένα δελτίο πληροφοριών για μια έκδοση, θα πρέπει να μπορεί να σταθεί αυτόνομα απέναντι από το βιβλίο. Όταν κάνουμε κριτική, πρέπει να έχουμε και κάτι να πούμε, κάτι ουσιαστικό που να δίνει τον λόγο ύπαρξης της κριτικής.
Στόχος του παρόντος άρθρου δεν είναι να αποδομήσω τη λογοτεχνική κριτική, ούτε να επιχειρηματολογήσω εναντίον της. Τα προβλήματα που εντοπίζω, είναι προβλήματα τα οποία βλέπω κάθε φορά που διαβάζω κάποια κριτική για κάποιο βιβλίο, είτε αυτή προέρχεται από κάποιον επαγγελματία κριτικό, είτε από το τυχαίο βιβλιόφιλο blog, το οποίο απλώς μοιράζεται σκέψεις πάνω στα αναγνώσματά του. Πιστεύω ακράδαντα πως όλοι, όσοι γράψαμε κριτικές για βιβλία που διαβάσαμε, έχουμε πέσει θύματα σε περισσότερα από ένα, και φυσικά δεν βγάζω έξω από την κριτική τον εαυτό μου.
Όμως, πιστεύω πως ο τελικός χαμένος είναι τα αξιόλογα βιβλία και οι άνθρωποι που κόπιασαν πραγματικά για να γράψουν είτε μια ποιητική συλλογή είτε ένα μυθιστόρημα. Η κριτική θάβει πραγματικά διαμάντια, είτε βάζοντας τα στο ίδιο τσουβάλι μαζί με τις μέτριες εκδοτικές προσπάθειες, είτε καπελώνοντάς τα με θεωρίες λογοτεχνίας, που όμως δεν βρίσκουν πραγματικό αντίκρισμα στο βιβλίο. Τα αδικεί όταν είναι αναγκασμένη να τα διαβάσει μέσα σε λίγες ώρες και τα αδικεί όταν πρέπει να συνοψίσει την ουσία τους σε λίγες παραγράφους. Τα αδικεί, όταν φοβάται να πει πόσο αξιόλογα και σημαντικά είναι, από φόβο μήπως κάποιος έχει την αντίθετη άποψη.
Μια κριτική πρέπει να είναι ειλικρινής, να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Όταν όλοι οι κριτικοί εγκωμιάζουν όλα τα βιβλία που διαβάζουν, λες και όλοι όσοι εκδίδουνε είναι οι νέες μετενσαρκώσεις του Καμύ ή του Κάφκα, στην πραγματικότητα στερούν από τα πραγματικά σημαντικά βιβλία τη δυνατότητα να διακριθούν και να ξεχωρίσουν.
Εύκολη λύση σε αυτό το πρόβλημα δεν υπάρχει, όμως πιστεύω πως η ειλικρίνεια και η εντιμότητα είναι δύο καλές πυξίδες για να βελτιωθεί λίγο το τοπίο. Το καλό πρέπει να λέγεται και το πραγματικά σημαντικό να εξαίρεται. Οι αδυναμίες ενός βιβλίου πρέπει να καθίστανται σαφείς, ώστε ο συγγραφέας να μπορεί να βελτιώσει ό,τι θεωρεί πως αξίζει να βελτιώσει. Ούτε ο λογοτέχνης, ούτε ο κριτικός είναι θεοί. Λάθη κάνουμε όλοι. Η ανεκτικότητα και η αυστηρότητα μπορούν να συνυπάρξουν σε μια κριτική, φτάνει να είναι μια κριτική προσεγμένη, που πήρε τον χρόνο της για να καταλάβει αυτό που διάβασε και την έκταση για να ξεδιπλώσει τη σκέψη της.
Στο τέλος, η ρήση από τον Μισάνθρωπο του Μολιέρου ακούγεται παράξενα ταιριαστή και επίκαιρη.
«Για να εκτιμάς, θα προτιμάς, κάποιον συγκεκριμένα/όταν τους πάντες εκτιμάς, δεν εκτιμάς κανέναν».
(Μετάφραση: Χρύσα Προκοπάκη)
0 Σχόλια