Διαβάστε το πρώτο μέρος εδώ.
Αφού βοήθησε τον φίλο της το μυρμήγκι, βγάζοντας μερικά πετραδάκια και ξερά χόρτα που το εμπόδιζαν να προχωρήσει, αποφάσισε να πάρει το μονοπάτι που διέσχιζε το δάσος. Αποφασισμένη τώρα πια και με βήματα πιο γρήγορα, περπατούσε ώσπου έφτασε σε ένα ξέφωτο, απέραντοι κάμποι και χωράφια, λιβάδια γεμάτα με όμορφες μαργαρίτες και παπαρούνες απλώνονταν μπροστά της. Η πριγκίπισσα Ξακουστή δεν είχε ξαναβγεί από το Παλάτι. Καθετί που βρισκόταν γύρω της, το έβλεπε για πρώτη φόρα και αυτός ο νέος άγνωστος κόσμος, την είχε συναρπάσει.
Συνέχισε την περιπλάνηση της στο μονοπάτι και ύστερα από λίγο βρήκε ένα μικρό ρυάκι, έσκυψε για να πιει λίγο νερό κι έφαγε από μια άγρια βατομουριά, που βρισκόταν εκεί δίπλα.
Τα πουλιά της τραγουδούσαν και της έδιναν κουράγιο και δύναμη.
Αποφάσισε να συνεχίσει, ώσπου έφτασε σε μια λιμνούλα γεμάτη με μεγάλα νούφαρα και λειχήνες. Ένα εντυπωσιακό μέρος, που η Ξακουστή είχε δει μονάχα στο χρυσό της βιβλίο με τις πολύχρωμες ζωγραφιές. Αναστέναξε.
«Πόσο μου λείπει ο πατέρας μου!» μουρμούρισε η μικρή βασιλοπούλα.
«Μου λείπει το σπίτι μου… το Παλάτι, οι κήποι και τα παιχνίδια μου.»
Κουρασμένη πια, άρχισε να κρυώνει. Ρίγη διαπερνούσαν το σώμα της. Το σκοτάδι έπεφτε βαρύ. Και η νύχτα τη γέμιζε μελαγχολία. Θυμόταν πάλι τα λόγια του Στεφάνιου, κι έφερνε στο μυαλό της το μυρμήγκι να περπατάει φορτωμένο και να ξεπερνάει όλα τα εμπόδια και να βγαίνει νικητής.
Η Ξακουστή ένιωσε και πάλι δυνατή. Κοίταξε προς τον ουρανό κι αντίκρισε το πιο όμορφο θέαμα, ένα ολόγιομο φεγγάρι, που φώτιζε τα πάντα γύρω του. Ένα πρόσωπο φαινόταν να της χαμογελάει και της κάνει νεύμα, ότι πρέπει να συνεχίσει.
Το φεγγάρι με κοιτάει, σκέφτηκε η Ξακουστή, μου κάνει νόημα να προχωρήσω και μου δείχνει κάτι…
Πριν προλάβει να τελειώσει τις σκέψεις της, ένα μικρό ελαφάκι βγήκε από τα δέντρα και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Ήταν τόσο όμορφο, γλυκό και παιχνιδιάρικο. ‘Έκανε δυο τρία άλματα μπροστά – πίσω και κοιτούσε με τα μεγάλα αμυγδαλωτά καφέ μάτια του, την Ξακουστή.
Η μικρούλα είχε μείνει στήλη άλατος, από τη μια φοβόταν μην τυχόν κάνει μια λάθος κίνηση και το τρομάξει κι από την άλλη θαύμαζε την ομορφιά του νεαρού ελαφιού. Στην αρχή του μίλησε με γλυκόλογα, μετά έψαξε στη τσέπη του φορέματος της, πάντα κρατούσε κρυμμένα στο εσωτερικό τσεπάκι μερικά από τα αγαπημένα της μπισκότα με γεύση κανέλλα –βανίλια, έψαξε… έψαξε… και να βρήκε μερικά. Έγνεψε ακόμη μια φορά με τα μικρά της χεράκια στο ελαφάκι και του έδειξε τα μπισκότα.
«Έλα καλό μου, δε θα σου κάνω κακό. Τι όμορφο που είσαι. Θέλω μονάχα να γίνουμε φίλοι.»
Το ελάφι έκανε ακόμη δύο τρία βήματα μπροστά και πίσω και σιγά-σιγά, ήλθε και στάθηκε κοντά στη Ξακουστή. Η Βασιλοπούλα ξετρελάθηκε και το αγκάλιασε, το φίλησε και συνέχισε να του μιλάει γλυκά.
Ούτε που το κατάλαβε, για πότε είχε ανέβει στη ράχη του και το ελαφάκι άρχισε να τρέχει, την πήρε μακριά από εκείνο το σκοτεινό δάσος, την πήρε μακριά από εκείνη την καταχνιά. Έτρεχε, πηδούσε σχεδόν από βράχο σε βράχο και άφηναν πίσω τους δυσκολοπάτητα βουνά, υψηλές κορυφές και μονοπάτια αδιάβατα, ζωσμένα με αγριόχορτα.
Η Ξακουστή είχε κλείσει τα μάτια, και κρατούσε σφιχτά τη χαίτη του ελαφιού για να μην πέσει. Σκεφτόταν συνέχεια τις λέξεις του Στεφάνιου, του υπηρέτη,
«Ο Θεός πάντα προσέχει τους καλούς ανθρώπους και τους βοηθάει» κι έπαιρνε δύναμη. Αυτά σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν ενώ το ελαφάκι έτρεχε, πετούσε σχεδόν, λες και τα ποδαράκια του είχαν βγάλει φτερά.
Κι ύστερα από αρκετές ώρες ταξιδιού το ελαφάκι σταμάτησε, ένα απέραντο λιβάδι απλωνόταν μπροστά τους, κι ένα φως πρόβαλε από το πουθενά, έφεγγε τόσο δυνατά και αυτό γέμισε με ελπίδα τη καρδιά της Πριγκιποπούλας. Η Ξακουστή κατέβηκε από το ελαφάκι, ήδη αισθανόταν πολύ γενναία και δυνατή.
Το φως ερχόταν από ένα ολόλευκο σπίτι, κι άλλα μικρά φωτάκια, αραιά – αραιά ξεχώριζαν στον κάμπο, που βρισκόταν πιο κάτω. Γύρισε να πει ένα ευχαριστώ στο φίλο της το ελαφάκι, αλλά αυτό είχε εξαφανιστεί, θαρρείς και κάποιος το έστειλε για να την οδηγήσει στο μικρό χωριουδάκι, που εμφανιζόταν μπροστά της.
Το παραπάνω απόσπασμα από το βιβλίο 'Η κόρη της Σελήνης' παραχωρήθηκε ευγενικά από τη συγγραφέα Εύα Πετροπούλου Λιανού για τους αναγνώστες του δικτυακού τόπου τοβιβλίο.net
0 Σχόλια