Τα βήματά μου ακολούθησαν τον μεγαλόσωμο αστυνομικό. Το ήξερα ότι δεν έπρεπε να τον ακολουθήσω, αλλά έπρεπε να τη δω. Ήθελα να είμαι κοντά της. Πάντα, όταν συμβαίνει κάτι σοβαρό, οι κόρες πάνε στις μητέρες τους για να μάθουν τι να κάνουν. Εγώ, σε τι διαφέρω; Δεν είχα κι εγώ δικαίωμα να τη δω;
Ξαφνικά, ο αστυνομικός τράβηξε μια καρέκλα.
«Κάτσε εδώ και μη κουνηθείς», είπε ευγενικά.
Του έγνεψα καταφατικά, ενώ τα δάχτυλά μου ίδρωναν. Κακό συνήθειο. Και τα δικά της ίδρωναν, ή τουλάχιστον αυτό είχε πει στην δικαστή, η οποία της έδωσε τρία χρόνια ελαφρυντικά. Πάντα της άρεσε αυτός ο ρόλος της καημένης γυναίκας, εδώ που τα λέμε. Αυτή η καημένη και ο μπαμπάς ο βίαιος, που την έδερνε, και εκείνη, για να σώσει την πεντάχρονη κορούλα της, τον σκότωσε. Τρίχες, λέω εγώ.
Τα βήματά της ακούστηκαν καθώς την έσερναν κοντά μου δύο αστυνομικοί. Την έριξαν στη μαύρη καρέκλα απέναντί μου. Τότε πάγωσα. Κοιτούσα τα κατάμαυρα μάτια της, τα κατάμαυρα μαλλιά της, και ήταν λες και στεκόμουν μπροστά σε καθρέφτη. Ένας καθρέφτης για τον οποίο ντρεπόμουν, όπως τότε, πριν λίγα χρόνια, στην εφηβεία.
«Τι θες εσύ εδώ;» άκουσα τη φωνή της, πιο βίαιη από ποτέ. Είχε αλλάξει αρκετά, φαντάζομαι, από τα τσιγάρα που κατέβαζε πέντε-έξι την ημέρα. Τόσο σιγανή, αλλά η ένταση της με έκοβε σαν γυαλί.
«Χρόνια πολλά», της είπα και της έδωσα ένα κομμάτι τούρτας. Οι φυλακές στην είσοδο δεν με είχαν αφήσει να της φέρω ολόκληρο το κουτί, μήπως έχω κρύψει κάποιο μαχαίρι μέσα και ξεφύγει.
«Δεν έχω γενέθλια», είπε ψυχρά. Ήταν λες και ήταν έτοιμη να γελάσει, σαν να μη το πίστευε ότι υπήρχε ακόμα κάποιος άνθρωπος στον κόσμο που νοιάζεται για εκείνη.
«Είναι η γιορτή της μητέρας», είπα μέσα από τα δόντια μου. «Θα χαιρόμουν πολύ αν το δοκίμαζες». Η ψυχολόγος μου, η Ξάνθη, πάντα μου έλεγε να εκφράζω τα συναισθήματά μου.
Πήρε το κομμάτι της τούρτας και το πέταξε στο πάτωμα. Με κοίταξε με μάτια θεριού που μόλις το είχα ξυπνήσει. «Και ποιος σου είπε, ρε κορίτσι μου, ότι θέλω να είμαι μάνα σου;» είπε χωρίς να πάρει την παραμικρή ανάσα.
Πόνεσα. Όλες οι κακές μου σκέψεις είχαν πια επιβεβαιωθεί. Ναι, η φυλακή ήταν μια λύτρωση για εκείνη. Ποτέ δεν αγάπησε τον μπαμπά. Ποτέ δεν αγάπησε εμένα.
«Απλά χρειαζόμουν έναν τρόπο να ξεφύγω από τα μικροαστικά πρέπει», είπε εκείνη, βράζοντας μέσα της. «Θα μπορούσα να εξαφανιστώ, να μην ξέρεις που είναι η μάνα σου, αλλά τώρα!»
«Τώρα δε μπορώ να ανοίξω τηλεόραση χωρίς να ακούσω το όνομά σου», είπα εγώ, βράζοντας μέσα μου. «Τώρα δε μπορώ να παραγγείλω ούτε έναν καφέ χωρίς να ακούω ψιθύρους περαστικών να λένε: Ξέρετε ποια είναι αυτή;»
«Για μας το έκανα», είπε εκείνη με χαμόγελο. «Για να είμαστε ελεύθερες», είπε με περηφάνια.
«Ελεύθερες από τι;» ουρλιάξα εγώ. Κοίταξα νευριασμένα τον φρούρο σαν να ήθελα να τον ρωτήσω αν επιτρέπονται τα χάπια εδώ. Τέτοιες κρίσεις τις πέθαινε και παλιά, αλλά ποτέ τόσο έντονα.
«Ήθελες εσύ, μικρή μου, να γίνεις καμιά νοικοκυρούλα με τη ποδίτσα σου; Να ακούς τον κάθε άντρα και τον πόνο του και να μην υπάρχει αυτί για τον δικό σου; Να έχεις να φροντίζεις τα βλαστάρια του, είτε είναι δικά σου είτε όχι;»
«Ίσως και να ήθελα!» είπα εγώ. «Ίσως να ήθελα μια φυσιολογική ζωή!» Μα τι ήταν αυτά που έλεγα; Τι ήξερα για τη φυσιολογική ζωή, για να τη θέλω;
Αυτή συνέχισε το μονόλογό της ακάθεκτη. Είχε όντως πάθει κρίση. «Να είσαι μια υπηρέτρια, να τρέχεις από πίσω του και να κάνεις δουλειές; Και μετά, όταν είσαι πτώμα, να απαιτεί να τον ακολουθήσεις στο κρεβάτι;»
Ήθελα να γελάσω και να κλάψω μαζί. Ήταν δυνατόν; Να φορτώνει στους ώμους μου τέτοιο τεράστιο βάρος; Να μου λέει ότι σκότωσε τον μπαμπά για να γλιτώσω από την πατριαρχία;
Εκείνη με κοίταξε με απογοήτευση, σαν να μη εκτιμούσα τη μεγάλη θυσία που έκανε για πάρτη μου. Είχε δίκιο για τη θέση της γυναίκας, αλλά δε πίστευα στους σκοτωμούς.
Με μια κίνηση, άνοιξε το στόμα της και με έφτυσε. «Αχάριστο σκουπίδι. Ίδια ο πατέρας σου». Τα μάτια της έλαμπαν όταν το έκανε αυτό. Με μισούσε και το ένιωθα.
Ο φρουρός πίσω μας προσπάθησε να την απομακρύνει όταν προσπάθησε να μου τραβήξει τα μαλλιά και να με ρίξει κάτω. Της έδωσε ένα χαστούκι και τη γύρισε στο κλουβί της. Μα όταν γύρισε πίσω και με κοίταξε, είδα τα βουρκωμένα μάτια της.
Με αγαπούσε. Και εγώ την αγαπούσα. Πώς γίνεται να μην; Ήταν η μητέρα μου. Ήθελε να με ελευθερώσει. Ήθελε να είμαι ανεξάρτητη. Έκανε θυσίες για μένα. Φρόντισε, όταν πήγε στη φυλακή, να με μεγαλώσει η ξαδέρφη της, η Κυριακή, η οποία με λάτρευε.
Φεύγοντας από τη φυλακή, άναψα ένα τσιγάρο. Κακή συνήθεια, δικιά της και αυτή. Το φούμαρα για λίγα λεπτά και το πέταξα στο προαύλιο. Ήξερα ότι και πατημένο θα το κάπνιζε.
Ανέβηκα στο μηχανάκι μου και ξεκίνησα. Δεν έβαλα κράνος, ας με σταμάτησαν. Πλέον, στα αστυνομικά τμήματα με ξέρουν με το μικρό μου. Έχουν βαρεθεί να με μαζεύουν από το καθένα στην Αττική, ενώ ενοχλώ φυλακόβιες, πιστεύοντας ακράδαντα ότι είναι η νεκρή μαμά μου.
_
γράφει η Φωτεινή Τζουβελέκη
0 Σχόλια