Η τηλεόραση ανοιχτή χωρίς ήχο, να φωτίζει με τις λάμψεις της, το σκοτεινό διαμέρισμα, ρίχνοντας σκιές σαν ανταύγειες στις νυχτερινές κουρτίνες που ανεμίζουν σαν μαύρα πέπλα, σκεπάζοντας τον Πέτρο από τον κάτω κόσμο.
Ο Πέτρος ξεσκεπάστηκε από το χοντρό, ζεστό πάπλωμά του, έκανε πως τεντώνεται, πως φοράει την καρό ρόμπα του, πως φτάνει τρεκλίζοντας μέχρι το μικρό μπάνιο και ανοίγει τη χαλασμένη βρύση να τρέχει ποτάμι το παγωμένο νερό (το αέριο είχε κοπεί σε όλη την πολυκατοικία) – και να ρίχνει τα παγάκια στο πρόσωπό του. Δέκα λεπτά υπόθεση. Τώρα είναι σίγουρος πως δεν θα ξαναπέσει στον διπλό κόκκινο αναδιπλούμενο καναπέ, που χρησίμευε και ως κρεβάτι τους νυχτερινούς μήνες που δεν υπήρχε θερμοσυσσωρευτής στο μικρό υπνοδωμάτιο.
Με την υγρή πετσέτα αποτελείωσε τον καλλωπισμό του και πήρε να φυσάει τον καπνό· ντουμάνι συνήθως το δυαράκι που μένει ο νεαρός ειδικευόμενος χειρουργός.
Ο ήχος του τηλεφώνου. Από την άλλη μεριά της γραμμής μια πνιχτή, αγωνιώδης φωνή σαν κάποιος που δεν μπορεί να πάρει ανάσα.
Ο Πέτρος όπως και όλοι οι πολίτες της μικρής μας πόλης, αναπολούσαν τις παλιές ηλιόλουστες μέρες.
Βαρύθυμος και αψύς, σηκώθηκε από τον καναπέ, άναψε το καμινέτο να ψήσει καφέ, παραμέρισε τις μαύρες κουρτίνες από το παράθυρο, έριξε μια ματιά προς την παραλία. Είχε καλή θέα. Ντύθηκε με ό,τι βρήκε μπροστά του και βγήκε να ρίξει μια ματιά στο παρκαρισμένο μαύρο αυτοκίνητο. Είχε απελπιστεί αφότου είχε λασκάρει η ζάντα. Και τι να κάνει όμως; Θα το αψηφήσω και αυτό, ψιθύρισε στον εαυτό του και χαμογέλασε πικρά.
Στο διπλανό διαμέρισμα, ένα ακόμη μοναχικό πρόσωπο: ο Άλι που έριχνε τον καφέ πολύ πετυχημένα – (και ευγενέστατος με όλους τους ενοίκους), και δικαίωμα δεν έδινε , και τακτικός στα κοινόχρηστα και στις συνελεύσεις.
Έβγαζε κι αυτός το ψωμάκι του και πάντως είχε μεγάλη πελατεία: όπως τη Μέλια – ξαναπαντρεμμένη σε δεύτερο γάμο με ένα ένοχο βλέμμα που έπεσε πάνω στη φούρια του Πέτρου, στον βρόντο της εξώπορτας· με μια σπουδαία παράλειψη: δεν πρόσεξε το ματσάκι με τις κλωστές, που τοποθέτησε κάτω από το πατάκι του η Μέλια, φεύγοντας καταευχαριστημένη.
Επτά με οκτώ το πρωί η Θεία Λειτουργία. Με το σχόλασμα της εκκλησίας, ήλιος φωτεινός και νιαουρίσματα για καλωσόρισμα: ήταν οι γάτες του Άλι και ο ίδιος ο γιγαντόσωμος Άλι, που τις τάιζε και αυτές του κάναν συντροφιά.
Μια κανελιά γάτα είχε σταθεί στο καπό του χαλασμένου αυτοκινήτου του Άλι και λιαζόταν. Βλέποντας τον Πέτρο να πλησιάζει για να τον καλημερίσει, ο Άλι άναψε τσιγάρο, φύσηξε τον καπνό στο πρόσωπο της γάτας. Εκείνη, εκεί που τον κοίταζε στα μάτια, τώρα τα μισόκλεισε και νοιώθοντας μεγάλη ευχαρίστηση και γαλήνη, άφησε ένα νιαούρισμα που έμοιαζε με ανθρώπινο αναστεναγμό.
Η μαύρη γάτα που ήταν κάτω από το αμάξι, πρόβαλε διστακτικά, με άγριο βλέμμα και μάτια ορθάνοιχτα, έκανε να επιτεθεί στον Πέτρο. Αυτός προσπαθώντας να προστατευθεί έπιασε τον Άλι από το μπράτσο.
Τότε η κανελιά με έναν πήδο προσγειώθηκε πάνω στη μαύρη και αρπάχτηκαν σε αγκαλιές και νιαουρίσματα ερωτικά, σερνόμενες προς την είσοδο της πολυκατοικίας, ανενόχλητες, για να ζευγαρώσουν. Ο Πέτρος άφησε το μπράτσο του Άλι, αφήνοντας έναν αναστεναγμό ανακούφισης και ξέσπασε σε νευρικά γέλια.
Η ηλικιωμένη Μίνα έβγαινε με δυσκολία στο μπαλκονάκι της με τη λουλουδάτη ρόμπα της, στον πρώτο ορόφο της πολυκατοικίας μας και χάζευε τις γάτες από κάτω, που τριγύριζαν τους δυό φίλους και συγκατοίκους της. Η κατάστασή της πήγαινε προς το χειρότερο, η ίδια ένοιωθε τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν, το τέλος ίσως και να πλησίαζε· κανείς δεν ήξερε, άλλοι αποφασίζουν.
Η Μίνα άναψε το καρβουνάκι στο θυμιατό, έβαλε λάδι στο καντήλι και άναψε το φυτιλάκι της καντηλήθρας, περιμένοντας με ηρεμία, τον παπά-Σωτήρη να έρθει να την κοινωνήσει. Χάιδεψε τη φωτογραφία της αδερφής της που είχε συγχωρεθεί από καιρό, αναπόλησε τα χρόνια της στη Μυτιλήνη όπου έζησε τα παιδικά της χρόνια, προσφυγοπούλα από τη Μικρασία.
Η Μίνα ρέμβαζε με τα χρώματα της αυγής στον μεγάλο ουρανό και άφησε έναν αναστεναγμό: «ας είναι», είπε.
Το κουδούνι χτύπησε τρεις φορές διακεκομμένα, ήταν ο παπά-Σωτήρης. Εκείνη έκανε το σημείο του σταυρού της: όλα θα πάνε καλά.
Το Άγιο Πάσχα πλησίαζε· πρώιμο φέτος, οι πασχαλιές άνθισαν μαζί και οι γαρδένιες στα πυθάρια της Μίνας, και η πόλη βάλθηκε να ετοιμάζεται για τις μέρες χαρμολύπης, μαζί με τους ενοίκους της πολυκατοικίας να βγαίνουν στα μπαλκόνια τους, να περιποιούνται τις γλάστρες τους και να τις φρεσκάρουν με κόκκινη μπογιά.
Τα πουλάκια κελάηδησαν, τα φυτά πέταξαν μπουμπούκια και οι γάτες άρχισαν να ξαγρυπνούν όλο και πιο συχνά κάτω από τον Μεγαλοβδομαδιάτικο και αινιγματικό ουρανό της μικρής πόλης. Η Μίνα γαλήνευε. Μέρες αργίας.
Ο Πέτρος βιαζόταν. Δεν μπορούσε να περιμένει. Μέρες είχε να δει τον Άλι, τον συνεργό του. Ανέβηκε τη μικρή και στενή σιδερένια σκάλα του ισογείου, πλάι στον φωταγωγό, σαν πάτημα γάτας και σαν τον κλέφτη μπήκε στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, της Μίνας, τρυπώνοντας από την πλαϊνή πόρτα της κουζίνας που η Μίνα πάντα άφηνε ανοιχτή (για να είναι σίγουρη πως πάντα θα χει τις γάτες κοντά της).
Το μάτι του Πέτρου έπεσε σε ένα βαζάκι με δυό μισομαραμένες γαρδένιες πάνω στο μικρό ξύλινο τραπεζάκι στο μοναδικό δωμάτιο του πεντακάθαρου και καλοτακτοποιημένου διαμερίσματος. Δυό στιγμές αργότερα κάποιος χτυπούσε με αποφασιστικότητα το κουδούνι. Άνοιξε σαν να ήταν ο νοικοκύρης,
Ήταν η Μαρίνα που τον κοίταξε με απορία, σαν να ήθελε να του κρύψει κάτι. Το μέτωπό της ήταν ζεστό από τον πυρετό, πήρε το χέρι του Πέτρου και το έβαλε στο μέτωπό της, ξεσπώντας σε κλάματα μέσα στην αγκαλιά του.
Ο Πέτρος κατέβηκε τη σκάλα υπηρεσίας, τρέχοντας σαν τον κλέφτη, λίγα μέτρα παρακάτω τρύπωσε σε μια πυλωτή, τα χέρια του ήταν λερωμένα με σκόνες, χώματα και αίμα. Στη φούχτα του βαστούσε γερά ένα ματσάκι με γαρδένιες, σαν θησαυρό. Τη σκόνη σκέπασε η ευωδία του θυμιάματος.
Ξημερώματα Μεγάλης Πέμπτης, ο Πέτρος τινάχτηκε από τα σκεπάσματα, χορτασμένος από ύπνο. Κρύος ιδρώτας τον έλουζε, μα πώς, αφού χθες ήταν στην Ακολουθία, είχε προσκηνύσει τον Νυμφίο. Όμως η Μίνα, σαν όνειρο, δεν ήταν εκεί, όπως του είχε υποσχεθεί, σίγουρα δεν την είδε. Θυμήθηκε τα κλάματα και τον πυρετό της Μαρίνας, της θυγατέρας της Μίνας. Χθες βράδυ από το ταβάνι ακούγονταν τα βογγητά άρρωστου ανθρώπου. Ο Πέτρος ντύθηκε γρήγορα, έτρεξε με αγωνία, μπήκε στην Εκκλησία και έκλαψε πικρά, δεν ήξερε, κι όμως ήξερε.
Μεγάλη Παρασκευή και η ακολουθία του Επιταφίου περνούσε μπροστά από το Γενικό Νοσοκομείο. Ο Ιεράρχης με τον μεγάλο χρυσοποίκιλτο σταυρό του ευλογούσε τους ασθενείς της προσόψιας πτέρυγας. Η Μίνα όμως κοίταζε τον μεγάλο ουρανό, στον ορίζοντα που έσβηνε και δεν πρόσεχε τον Δεσπότη και τα εγκώμια τής ήταν γνώριμες λέξεις παρηγοριάς. Λίγες ώρες αργότερα τα σκεπάσματά της απολυμαίνονταν από τους νοσηλευτές της νυχτερινής βάρδιας. Ένα κρώξιμο από πουλιά κατέβαινε από τον ουρανό. Βροχή ερχόταν.
Η Μαρίνα ανασηκώθηκε στο μαξιλάρι της, άνοιξε ελαφρά τις γρίλιες του παραθύρου, βγήκε στο μικρό μπαλκονάκι μύρισε τις ολάνθιστες γαρδένιες, ήταν νωπό το χώμα στις γλάστρες, μια μαγευτική πασχαλιάτικη ευωδία πλημμύρισε την καρδιά της. Πήρε να τινάζει τα σκεπάσματα, έκοψε δυό γαρδένιες να τις βάλει σε ένα κουτάκι με νερό. Ντύθηκε όμορφα, χτενίστηκε, βγήκε έξω στον κεντρικό δρόμο. Είδε τις μανάδες που βαστούσαν τα παιδιά τους από το χέρι. Κόσμος καλοντυμμένος βάδιζε προς την Πρώτη Ανάσταση.
Στη γωνία του δρόμου την περίμενε ο Πέτρος, έβγαλε τα χέρια από τις τσέπες και πήρε τη γαρδένια που του πρόσφερε η Μαρίνα. «Θεός σχωρέσοι τη μητέρα σας», της είπε.
Αργά το βραδάκι, δεν τον είδε κανείς που κλείδωνε την πόρτα του διαμερίσματος τρεις φορές. Ούτε την ώρα που ψηλαφούσε με περίσκεψη και νότιζε με δάκρυα το κηδειόχαρτο στον πίνακα ανακοινώσεων. Τίναξε τις κλωστές από το πατάκι που είχε αφήσει η Μέλια.
Αγνοώντας και την τελευταία προειδοποίηση της Μαρίνας που του φώναζε από το μπαλκόνι, βρόντηξε για δεύτερη φορά την εξώπορτα πίσω του και βάδισε αποφασιστικά προς την παραλία, προς την εξέδρα της Αναστάσεως, δίπλα στο ανοιξιάτικο κύμα.
Ο Επίσκοπος έβγαζε πύρινο κήρυγμα και συγκινούσε το πιστό πλήθος. Οι αστυνομικοί προσπαθούσαν να συγκρατήσουν τον κόσμο και έρχονταν σε στενή επαφή με τους πιστούς και μερικοί άρχισαν να διαμαρτύρονται. Οι καμπάνες ηχούσαν χαρμόσυνα, «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών θανάτω θάνατον πατήσας και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος…»
Οι ήχοι ενώθηκαν με τις καμπάνες από τις υπόλοιπες εκκλησίες, ένα δεύτερο κύμα με κόσμο κατέφθανε από την πάνω ενορία, όλοι προσπαθούσαν να καταλήξουν στην παραλία. Ο Πέτρος έκανε χώρο ανάμεσα στο πλήθος, πλησίασε την εξέδρα, κινούμενος με ακρίβεια δευτερολέπτου. Πιάστηκε από το πετραχήλι του Επισκόπου και ξέσπασε σε κλάματα. Έσκυψε και φίλησε την εικόνα της Αναστάσεως.
Ρίχνοντας μια ματιά ευγνωμοσύνης στον ξαστερωμένο ουρανό και απελευθερωμένος από τους φόβους του, έτρεξε να χαθεί μες στα σκονισμένα σοκάκια της πόλης.
Μεσάνυχτα. Η Μαρίνα άναψε τον φακό της και κοίταξε έξω από το παράθυρό της προς την παραλία. Βεγγαλικά έσκιζαν τον αναστάσιμο ουρανό. Βγήκε έξω, αναζήτησε τον Πέτρο. Ο Πέτρος είχε φύγει.
Χτύπησε με αποφασιστικότητα το κουδούνι του Άλι. Εκείνος μέσα στις μυρωδιές της Πυθίας και της σούπας που σιγόβαζε στην κατσαρόλα του με μυρωδικά, της είπε να περάσει μέσα. Χωρίς δισταγμό κάθισαν και τα είπανε πάνω στον άδειο καφέ.
Εκείνος ήξερε από καιρό ότι η Μίνα θα αναπαυόταν όμως δεν το είπε της Μαρίνας – όχι από φόβο, μήτε και από ντροπή μην τον κοροϊδέψουν – αλλά από αγάπη προς τον Πέτρο που φρόντιζε τη Μίνα όλον αυτόν τον καιρό, όσο να επιστρέψει η Μαρίνα από το εξωτερικό όπου δούλευε και όσο να προσγειωθεί για τις πασχαλιάτικες μέρες.
Ο περιφρονημένος Άλι ήξερε με τον τρόπο του να ενώνει δυό και τρεις ανθρώπους, όχι τόσο από αυτά που έβλεπε μέσα στο άδειο φλυτζάνι αλλά από ανθρώπινη διαίσθηση και από γνώσεις ψυχολογίας οι οποίες τον είχαν βοηθήσει αφάνταστα στην ξένη χώρα που βρέθηκε, όπως άλλοτε προσφυγοπούλα είχε βρεθεί και η μακαρίτισσα Μίνα.
Όταν η Μαρίνα αποφάσισε να τα καταλάβει όλα αυτά, ο Άλι τής έκανε νόημα να μη φύγει ακόμη.
-Ο Πέτρος θα γυρίσει, είναι απλά θυμωμένος με τον θάνατο της μητέρας σου που την έβλεπε κάθε μέρα όλα αυτά τα χρόνια που λείπεις,
-θα γυρίσει όμως κι εσύ πρέπει να κάνεις προσπάθεια να πας με τα νερά του και να τον αφήνεις να κάνει αυτό που θέλει.
Δάκρυα, βρύσες άνοιξαν από τα μάτια της Μαρίνας. Κάπως δικαιολόγησε και τον θάνατο και το γιατί ο Πέτρος ήταν ακόμη θυμωμένος.
Ο Άλι την έπιασε από τα μπράτσα:
-Μαρίνα…, αν του το έλεγα του Πέτρου, δεν θα το άντεχε και θα έτρεχε μακριά, στη σκέψη του θανάτου. Τώρα έκατσε ως το τέλος τουλάχιστον. Και ευαρέστησε και στην ψυχή της μακαρίτισσας»,
-Μαρίνα, μη φοβάσαι τον Πέτρο, ούτε την αγάπη.
Και έκλεισε απαλά την πόρτα πίσω της.
Η αγάπη έξω βάλλει τον φόβο. Σαν αστραπή πέρασαν όλα μπροστά από τα μάτια της. Τώρα βγήκε να αναζητήσει τον Πέτρο. Με δυό λευκές αναστάσιμες λαμπάδες ενώθηκαν οι ψυχές τους ανήμερα του Πάσχα στον εσπερινό της συγχώρεσης. Και από τότε είναι αχώριστοι και η ψυχή της Μίνας χαίρεται και αγαλλιά από τα ουράνια. Όσο για τις γάτες; Αυτές συνεχίζουν ανενόχλητα τη δουλειά τους και τη ζωή τους, έχουν τις δικές τους ασχολίες, να ομορφαίνουν τη γειτονιά και τη ζωή των ταπεινών ανθρώπων.
Η Μέλια χώρισε για δεύτερη φορά και έφυγε για πάντα από τη μικρή μας πόλη. Και ο σπουδαίος Πέτρος μέχρι σήμερα δεν θέλει να φανερώσει το όνομα του, ούτε και τις ημέρες και τα έργα της προηγούμενης ζωής του. Ίσως κυκλοφορεί ανάμεσά μας, με αλλιώτικη εμφάνιση. Πάντα σφύζει από ζωή. Θα τον αναγνωρίσουμε από το βαθύ βλέμμα και τα γεμάτα καλοσύνη μάτια.
_
γράφει η Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου
0 Σχόλια