Στο δωμάτιο τριγυρίζει πάνω κάτω. Πότε σταματά. Πότε προχωράει γρήγορα. Πότε κάνει κύκλους. Πότε κρατάει το τηλέφωνο. Πότε το αφήνει. Σαν κοριτσούδι πρώτο-ερωτευμένο που σκέφτεται τι να πει και τι να μην πει. Σταματάει και κοιτάζει από το παράθυρο τα παιδιά που τρέχουν στο απέναντι πάρκο, τη μαμά που κάνει βόλτα το καρότσι, τα αυτοκίνητα που κορνάρουν και τους ανθρώπους που μπαινοβγαίνουν στην καφετέρια.
Όλα τόσο ίδια και όλα τόσο διαφορετικά. Γελάει. Και μετά κλαίει. Και μετά σκουπίζει τα δάκρυα και ξαναγελάει. Το κορμί της τρέμει. Πηγαίνει στο μπάνιο και ξαναγυρνά. Και ξαναπηγαίνει. Και κοιτά τον καθρέφτη. Και στριφογυρνά. Σαν να ετοιμάζεται για το πρώτο ραντεβού. Φτιάχνει τα μαλλιά της. Στρώνει την μπλούζα της. Την ξαναστρώνει. Γυρίζει στο πλάι. Προφίλ. Και μετά ανφάς. Και μετά κάνει γκριμάτσες αστείες. Και μετά γελάει. Και μετά κλαίει.
Αυτή είναι η Ελπίδα. Ίσως και να μη τη λένε έτσι. Μα ωραίο ακούγεται. Και ήταν πάντα γελαστή. Μα τώρα είναι πράγματι γελαστή. Αστείο ε; Και θλιβερό. Μα πιο πολύ αστείο. Γιατί είναι αληθινό. Και ξαφνικά ο χρόνος σταμάτησε. Και όλα όσα έλεγχε έχουνε αναποδογυρίσει. Ξαφνικά όλα είναι πιο όμορφα. Τικ τακ. Αυτή είναι η καρδιά της Ελπίδας. Λάθος αυτή ήταν η καρδιά της Ελπίδας. Σαν 0 και 1 ψηφιακό και στεγνό. Πότε ειρωνικό και πότε θλιμμένο. Πότε μοναχικό και πότε μπερδεμένο. Με καμένη τη motherboard ξανά και ξανά. Τικ τακ τικ. Η καρδιά της Ελπίδας. Σαν να μέθυσε η καρδιά και χώρεσε άλλο ένα βήμα. Σαν πεντοζάλη. Σαν σούστα. Σαν χορός αντικριστός ίσως. Σαν μουσική όμως. Σίγουρα σαν μουσική.
Η Ελπίδα. Μια τυχαία Ελπίδα. Εκεί ανάμεσα στις τόσες Ελπίδες. Και ένα τυχαίο σπίτι. Μια τυχαία στιγμή. Μα και μια τόσο μη τυχαία στιγμή. Από όλες τις στιγμές, από όλες τις ώρες, από όλα τα δευτερόλεπτα αυτά δεν είναι σαν όλα τα άλλα. Το ρολόι της κουζίνας ταράζει την ησυχία ολόκληρου του σπιτιού. Μια γλυκιά αναμονή έχει απλώσει τα δίχτυα της στον αέρα του σπιτιού. Δε μοιάζει με καμιά άλλη αναμονή. Δε χωρά κανένα μπουκωμένο συναίσθημα. Μα σαν καλός και έξυπνος ψαράς…το ξέρει…ότι σε λίγο καιρό θα πιάσει εκείνο το πολύχρωμο ψάρι.
Γέμισε το σπίτι νερά θαλασσινά. Η στάθμη ανεβαίνει. Η Ελπίδα χαζεύει το νέο της βυθό. Με μάτια ορθάνοιχτα. Σα γοργόνα λικνίζεται στα γνώριμα βράχια των μοναχικών της ωρών. Και φυτρώνουν φύκια πολύχρωμα. Κοχύλια και μικρά χρυσόψαρα, καβούρια και πεταλίδες τα σκαρφαλώνουν, όπως σκαρφαλώνει κανείς ένα βουνό από μαλακά μαξιλάρια, όπως περπατά κανείς σε ένα χωράφι από χιλιάδες κλέφτες. Με ένα φου μιας ευαίσθητης ανάσας και τρυφερής, τούτοι οι κλέφτες θα μάθουνε σήμερα να κολυμπάνε. Θα κάνουν βουτιές μαζί με τα δελφίνια, θα τα κρατήσουν για ομπρέλες οι περαστικοί ιππόκαμποι. Η Ελπίδα κάνει μπουρμπουλήθρες με το γέλιο της. Η Ελπίδα κάνει μπουρμπουλήθρες με το κλάμα της.
Μια βαρκούλα τυχερή, καταφέρνει να τρυπώσει από το παράθυρο. Ένας ναύτης τη χαιρετά. Με γνώριμο πρόσωπο. Είναι ο ναύτης της. Και ο καπετάνιος. Και ο συνταξιδιώτης. Τα γλαρόπουλα σχηματίζουν μια τεράστια καρδιά γύρω από το βαρκάκι. Και εκείνος σκαρφαλώνει στα πανιά και βάζοντας τα χέρια στο στόμα της φωνάζει «Ελπίδααααααα σε αγαπώωωωωωωω» και εκείνη τον χαιρετά από το βράχο με τον ήλιο να κοκκινίζει τα μαλλιά της.
Τα κύματα ξεπλένουν την καρδιά. Οι αράχνες των αναμνήσεων πήραν όπως- όπως τις βαλίτσες τους και το σκάνε από όποια χαραμάδα βρουν. Η Ελπίδα αναπνέει μέσα στο νερό. Στα χέρια της κρατά έναν σταυρό. Με ένα μπλε στη μέση. Σαν πετράδι φυλαχτό και σαν ματάκι. Το τρίβει και το χαϊδεύει. Και εκείνο γυαλίζει ακόμα περισσότερο. Και πλησιάζουν γύρω από το χέρι της μικρά αγγελόψαρα. Και ακούστηκε τότε γέλιο αθώο. Μέσα από το πετράδι σαν μαργαριτάρι πολύτιμο κρυμμένο. Και η θάλασσα σταμάτησε τον παφλασμό. Ο ήλιος έγειρε να ακούσει. Το βαρκάκι έριξε άγκυρα εκεί δα και ο ναύτης έκανε μια αθόρυβη βουτιά. Στα Θεοφάνια της καρδιάς του, βουτά να πιάσει το σταυρό να πάρει την ευχή. Κι εκείνη εκεί με τα μαλλιά να χορεύουν του απλώνει το χέρι…
Το κουδούνι χτυπά. Στη μέση του σαλονιού η Ελπίδα μαζεύει ολόκληρη τη θάλασσα στα χέρια της. Ανοίγει την πόρτα. Ο Αντρέας την κοιτάζει στα μάτια. Ποτέ δεν τα είδε πιο λαμπερά. Πιο ήρεμα. Του γέλασε και αμίλητη του άνοιξε τις χούφτες. Ολόκληρος ο θαλασσινός της παράδεισος μέσα σε μια αθώα τρυφερή γραμμή. Ο Αντρέας την κοιτάζει βουρκωμένος.
– «Νεφέλη» του είπε γελώντας… «…θα ναι κορίτσι και θα το πούμε Νεφέλη» είπε και έβαλε το τεστ εγκυμοσύνης με την ξεκάθαρη μπλε γραμμή στην καρδιά της…
_
γράφει η Μάχη Τζουγανάκη
“Η Ελπίδα αναπνέει μέσα στο νερό. Στα χέρια της κρατά έναν σταυρό. Με ένα μπλε στη μέση. Σαν πετράδι φυλαχτό και σαν ματάκι. Το τρίβει και το χαϊδεύει. Και εκείνο γυαλίζει ακόμα περισσότερο.”
Τυχαία η επιλογή του αποσπάσματος από ένα κείμενο γεμάτο εικόνες, τρυφερότητα κι αγάπη. Μια τόσο όμορφη θαλασσινή τοιχογραφία μιας τόσο όμορφης και μοναδικής στιγμής, μιας τόσο όμορφης και μοναδικής είδησης!
οι λέξεις σχηματίζονται μόνες τους…σχεδόν χοροπηδάνε στο χαρτί…όταν περιγράφεις μια τέτοια μοναδική είδηση…
Σας ευχαριστώ..
Δεν βρίσκω λόγια μένω και κοιτώ με δέος την Ελπίδα να κρατάει τη θάλασσα στα χέρια της!!!!Υπεροχο απλά!!!!
Κι εγώ δε βρίσκω λόγια να σας απαντήσω. Απλά χαμογελάω…
Σας ευχαριστώ…και σας καλησπερίζω γλυκά
Τρυφερό,γεμάτο εικόνες και συναισθήματα που βγαίνουν αβίαστα,υπέροχο!!!
Σας ευχαριστώ πολύ για τα καλά σας λόγια…
Και το δικό μου σαλόνι γέμισε χαρά , όμορφες εικόνες, παιχνιδιάρικες και αισιόδοξες καθώς το διάβαζα. Πολύ όμορφες εικόνες. Τι όμορφος τρόπος να περιγράψει κανείς τη χαρά. Μπράβο!
Σας ευχαριστώ πολύ…. είναι η χαρά που φτιάχνει αυθόρμητα τέτοιες εικόνες….