Μένης Κουμανταρέας
Εκδόσεις Κέδρος, 1996
Εξώφυλλο Δ.Θ. Αρβανίτης με βάση φωτογραφία του Μανώλη Μπαμπούση.
–
γράφει η Αλεξάνδρα Παυλίδη
–
“ Η μυρωδιά απ’ τα κουρεία με κάνει να κλαίω με λυγμούς. Θέλω μονάχα μια ξεκούραση από τις πέτρες ή απ’ το μαλλί, θέλω μονάχα να μη βλέπω κτήρια και κήπους, ούτε εμπορικά, διόπτρες, κι ασανσέρ.”
Pablo Neruda, Walking Around, Residencia en la tierra (1993), Mτφρ:Radical Desire.
“Όχι δεν ξέρω αν τα κουρεία τους κάνουνε να κλαίνε ή να γελάνε. Ένα είναι βέβαιο. Τους λύνουν την γλώσσα. Και αφού ο ίδιος δεν μπορώ να γράψω όλες αυτές τις ιστορίες που μαζεύτηκαν, ψάχνω για κανέναν πελάτη μου, που να μπορεί να το κάνει αυτός” σσ. 289.
Δεν ξέρω πως συμβαίνει αλλά η παλιά ανεξήγητη συνήθεια να διαβάζω πρώτα τις τελευταίες γραμμές μιας ιστορίας και έπειτα να την ξεκινώ, με έκανε αυτόματα να αναρωτιέμαι αν ο Μένης Κουμανταρέας ήταν τελικά πελάτης του Ευριπίδη του κουρέα. Εννέα ιστορίες οι οποίες ζουμάρουν σε περισσότερους από εννέα ήρωες. Εδω, παύει να είναι αυταπόδεικτο ότι ο πρωταγωνιστής μιας ιστορίας είναι ένας. Ακόμα και ο “Αντώνης” “Ο χλομός” της πρώτης ιστορίας, ένας ζιγκολό που βρίσκεται παγιδευμένος μέσα στο ίδιο του το πάθος, μοιράζεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο με τις γυναίκες και το ρόλεξ του.
Στην δεύτερη ιστορία, “ Ο γιός του θυρωρού” η ατμόσφαιρα είναι αινιγματική. Ανεξήγητα γεγονότα σε παρασέρνουν καθώς ξεδιπλώνεται ένα δράμα . Και εκεί που έχεις βρει την άκρη και νιώθεις την θλίψη αρχίζεις πάλι να ανατριχιάζεις. Όχι τόσο όσο στο “Ποιός Βασίλης” ωστόσο. Σε αυτό το κούρεμα ο Ευριπίδης βιώνει την δράση, σε ένα ψυχολογικό θρίλερ με υπερρεαλιστικό φόντο. Ένα μικρό κορίτσι, ένας επικίνδυνος εγκληματίας ντυμένος Άγιος Βασίλης και δύο κλέφτες στο ίδιο σκηνικό. Ποιός είναι ο κακός της ιστορίας τελικά?
Ο κύριος Φαίδων και ο Λέοναρντ φιλοτεχνούν τον δικό τους πίνακα στο “ Το Ρουμανόπουλο”. Ο πρώτος μεσήλικας, φτασμένος ζωγράφος, ο δεύτερος άσημος, απένταρος Ρουμάνος ο οποίος επιβιώνει πουλώντας την συντροφιά του και όχι μόνο, σε όσους τα επιθυμούν. Ένας έρωτας με προδιαγεγραμμένο τέλος περιφέρεται στην καρδιά της Αθήνας. Στην Ομόνοια, σε μπαρ, σε διαμέρισμα με γαλλικό καφέ. Στιγμές που αναμετριούνται η λογική και το πάθος. Ο κύριος Φαίδων δανείζει τον ερωτά του στον φίλο του τον Μανόλη για να προλάβει την απόρριψη του Λέοναρντ. Μια στρατηγική η οποία υπό άλλες συνθήκες, πιο απτές, πιο ρεαλιστικές, ίσως επέφερε την νίκη. Στον έρωτα όμως, τα στατιστικά και ο ορθολογισμός ενίοτε αποδεικνύονται αδύναμα εργαλεία σε μια προσπάθεια να τετραγωνίσει κάποιος τον κύκλο.
Στο διήγημα “Ο παγκόσμιος παίχτης”, ο Τζίνος, συνάδελφος του Ευριπίδη, άριστος στο πλακωτό, στις πόρτες και στο φεύγα, ζει μια ζωή ανάμεσα στην μάταια φιλοδοξία του να γίνει παγκόσμιος πρωταθλητής στο τάβλι και στην ανάγκη να βοηθήσει την αδελφή του, η οποία πάσχει από νοητική στέρηση. Μια γλυκόπικρη ιστορία για μια παρτίδα που δεν παίζουν ούτε ισοβίτες.
Ο Ευθύμης στην ιστορία “Η Μαυρούλα” δουλεύει σε γραφείο τελετών. Η νεκροφόρα, η λεγόμενη “μαυρούλα” φαίνεται χρήσιμη σε μια στιγμή που άλλο όχημα δεν βρίσκεται εύκαιρο για μια βόλτα. Αυτή η βόλτα μοιάζει βγαλμένη από ταινία όπου το ξεκαρδιστικό και το μακάβριο συνυπάρχουν αρμονικά με ένα τέλος τόσο σκοτεινό που σε αφήνει αποκαμωμένο, σχεδόν πτώμα, μετά τις αλλεπάλληλες ψυχολογικές εναλλαγές.
Η “Ροζαλία” από την άλλη πλευρά δεν έχει ιδιαίτερες εντάσεις. Ίσως να μην της χρειάζονται καθώς έζησε όλη της την ζωή σε έναν κόσμο πλασμένο από την καρδιά της. Μπορεί οι γείτονές της να συνήθιζαν να την μέμφονται επειδή αγαπούσε τους άντρες πολύ, την κλασική μουσική, τον γάτο της, τον Μουμού και τα ακριβά φορέματα. Ωστόσο, οι δημόσιοι κατήγοροι δεν είχαν διαβάσει την κατάθεση του Φραγκίσκου ή απλώς ζήλευαν..
Ο “Μασανμπα”, σε πηγαίνει σε άλλα μονοπάτια, πιο μυστηριακά όπου μυρίζουν αφρικανικά βότανα και το χρήμα είναι περίσσιο. Ο Ερμής βρέθηκε μπλεγμένος σε αυτή την ιστορία όχι ακριβώς κατά λάθος και βγήκε από εκείνη χάρη στην τύχη του γνήσιου καιροσκόπου και την οξυδέρκεια ενός λογικού ανθρώπου. Ένας πάμπλουτος Αφρικανός με παράξενα γούστα, μια συνοδός τραβεστί, ένα κορίτσι από την επαρχία και ο αγγελιοφόρος Ερμής βρίσκονται την κατάλληλη στιγμή σε ένα ξενοδοχείο στην Ομόνοια για να ζήσουν μια ερωτική βραδιά, από την οποία όμως δεν θα επιζήσουν όλοι.
Ο “τρείς αρρώστιες” είναι οι ιστορίες του κύριου Χάρου, του γιατρού. Η φυματίωση, η βλεννόρροια και το Aids, δεν τον αφήνουν αδιάφορο καθώς η ιδιοσυγκρασία του η οποία δεν συνάδει σε καμία περίπτωση με την σκληρότητα του ονόματός του, τον οδηγεί στην ενσυναίσθηση. Ο εν λόγω Χάρος λοιπόν, συμπονεί, κατανοεί, ίσως και να συγχωρεί με κάποιο τρόπο τα πάθη των ασθενών του. Έχει αποδεχθεί την ανθρώπινη φύση η οποία δεν είναι τέλεια, θλίβεται βαθιά για αναπόφευκτο τέλος και το μόνο που συνταγογραφεί χωρίς δεύτερη σκέψη είναι το γέλιο.
Αν τα βιβλία αποτελούν μια ύλη η οποία παράγει τις άυλες αισθήσεις, οι ιστορίες του Κουμανταρέα ίσως ήταν μουσική. Μια ροκ μπαλάντα. Ή μυρωδιά που θύμιζε λεβάντα, αφρικανικό βότανο και λεμόνι. Σίγουρα όμως ήταν νερό. Θάλασσα για την ακρίβεια, άλλοτε ήσυχη και άλλοτε κυματώδης. Σαν την θάλασσα που χάζευα όταν έκλεινα το βιβλίο πριν βάλω ένα βότσαλο πάνω του μην το ανοίξει ο αέρας.
0 Σχόλια