Το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζει κάποιος, όταν πάει να μιλήσει για λογοτεχνία και ποίηση, είναι πως ποτέ δεν μπορεί να είναι σίγουρος, πως αυτά που γράφει ισχύουν όντως, ή αν απλά είναι αερολογίες. Επειδή η ποίηση και η λογοτεχνία δεν είναι φυσικά φαινόμενα και δεν μπορούμε να επαληθεύσουμε, αν οι προτάσεις για αυτές ισχύουν στον εμπειρικό κόσμο, πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί. Πώς μπορούμε να αρχίσουμε να ξετυλίγουμε το νήμα του αισθητικού προβλήματος, χωρίς να ακουγόμαστε φαντασιόπληκτοι, γραφικοί ή απλά ανούσιοι; Προσωπικά θα ακολουθήσω την τακτική που ακολούθησε ο Καντ, όταν έγραφε τα «Θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών»: Θα επικαλεστώ την πλειονότητα του κόσμου.
Τι θέλει ο κόσμος; Η απάντηση είναι προφανής και χιλιοειπωμένη: Ρομάντζα, ερωτικές ιστορίες, ειδύλλια. Παράλληλα επιζητεί δράση και μυστήριο, ίντριγκα και ανατροπές. Θέλει φαντασία, αλλά θέλει και ιστορικά γεγονότα στην λογοτεχνία. Με μία πρόταση θέλει όλα αυτά που του πλασάρουν οι εκδότες, θέλει εμπορικά μυθιστορήματα, θέλει το «ευπώλητο».
Οι θεματοφύλακες της υψηλής ποιότητας ήδη θα διαμαρτυρηθούν. Μα είναι δυνατόν ποτέ ο κόσμος που προτιμάει τα ευπώλητα και εύπεπτα βιβλία περιπτέρου, να είναι το κριτήριο για την τέχνη; Είναι ποτέ δυνατόν η αμόρφωτη μάζα, η πλέμπα και ο λαουτζίκος, που δεν έχει ίχνος μόρφωσης, να είναι κριτήριο; Αυτοί, που δεν έχουν διαβάσει ούτε μισή γραμμή από τον Προύστ ή μια παράγραφο από τον Τζόυς; Αυτοί που δεν ξέρουν το κίνημα των beats, αυτοί που δεν ξέρουν ποιος είναι Μπουκόφσκι κι ο Μαγιακόφσκι;
Ας κάνουμε την απλή άσκηση για να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα, από το ομιχλώδες τοπίο που υπάρχει και συγχύζει τα μυαλά πολλών. Ας καταγράψουμε μερικούς από τους τίτλους των κατηγοριών που θεωρούνται «ευπώλητες».
Ρομάντζα–ερωτικές ιστορίες: «Ρωμαίος και Ιουλιέττα» του Σαίξπηρ. «Μαντάμ Μπωβαρύ» του Φλωμπέρ. «Υπερηφάνεια και Προκατάληψη» της Τζέην Ώστεν. «Ανεμοδαρμένα Ύψη» της Έμιλυ Μπροντέ. «Η Παναγία των Παρισίων» του Βίκτωρα Ουγκώ. Αν συμπεριλάβουμε την ποίηση, δεν θα τελειώσουμε ποτέ. Από την Σαπφώ μέχρι τον Πετράρχη και από τον Μπωντλαίρ μέχρι τον Ελύτη, η ερωτική ποίηση έχει την τιμητική της.
Δράση–πολεμικά–μάχες: Την αρχή σε αυτό την είχε κάνει ο δικός μας ο Όμηρος με την Ιλιάδα. Μάχες και μονομαχίες, σπαθιά, ασπίδες και δόρατα, οιωνοί και τα λοιπά, σε ένα από τα μεγαλύτερα «μπεστ-σέλλερ» ήδη από την αρχαιότητα. Αυτό συνεχίστηκε και στο ελληνιστικό μυθιστόρημα και τις μεσαιωνικές ιστορίες. Μάχες επίσης πραγματεύεται και το δημοτικό τραγούδι με αποκορύφωση το άλλο έπος, αυτό του «Διγενή Ακρίτα». Η ίδια τάση υπάρχει και αργότερα όπως το κλασικό «Δον Κιχώτης» του Θερβάντες (μαζί με το κωμικό στοιχείο) και ερχόμαστε στο ποιητικό έργο του Βιτσέντζου Κονρνάρου «Ερωτόκριτός». Από την λίστα δεν μπορεί να απουσιάζει το πρώτο ιστορικό μυθιστόρημα, ο «Ιβανόης» του σερ Ουώλτερ Σκόττ, αλλά και οι «Τρεις Σωματοφύλακες» ή «Ο κόμης Μοντεχρίστο» του Αλέξανδρου Δουμά. Σήμερα τις μάχες τις πραγματεύονται καλύτερα τα ιστορικά μυθιστορήματα, αλλά η λογοτεχνία του φανταστικού όπως ο Τόλκιν ή ο Μάρτιν.
Μυστήριο: Η αστυνομική λογοτεχνία θεωρείται ακόμη και σήμερα παραλογοτεχνία, που δεν έχει προσφέρει τίποτα στην γενικότερη έννοια της τέχνης. Ακόμη κι αν ο πρώτος που έγραψε αστυνομικό διήγημα είναι ένας από τους μεγαλύτερους Αμερικάνους λογοτέχνες, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε με τους «Φόνους της Οδού Μόργκ». Ακόμη κι αν ο σερ Άρθουρ Κόναν Ντόυλ θεωρείται πια κλασσικός και η Άγκαθα Κρίστι επίσης.
Λογοτεχνία του Φανταστικού: Μια από τις ευπώλητες κατηγορίες είναι η λογοτεχνία του φανταστικού, δηλαδή η λογοτεχνία που περιγράφει φανταστικά ταξίδια, χώρες, τέρατα και ήρωες. Η «Οδύσσεια» του Ομήρου με όλα τα τέρατα και τις περιπέτειες είναι το πρώτο που μου έρχεται στο μυαλό και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε το «Όνειρο Θερινής Νυκτός» του Σαίξπηρ, το «FaerieQueen» του Σπένσερ, την «Θεία Κωμωδία» του Δάντη, «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» του Σουίφτ, ολόκληρο το έργο του Ιουλίου Βέρν και του Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Αν κάποιος προτιμάει το δράμα, θα μπορούσε άνετα να διαβάσει κάτι από τον Κάρολο Ντίκενς ή από Βίκτωρα Ουγκώ, ένα Ντοστογιέφσκι ή ένα Τολστόι ή αν προτιμάει τους εγχώριους λογοτέχνες ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης θα ήταν η ιδανική επιλογή. Αν πάλι κάποιος προτιμάει τρόμο, θα μπορούσε να διαβάσει τα επίσης κλασικά: τον «Δράκουλα» του Στόκερ, τον «Φράνκενστάιν» της Μαίρη Σέλλεϋ ή οποιοδήποτε έργο του Λόβκραφτ ή του Πόε.
Όσο για την παιδική λογοτεχνία; Αλέξανδρος Δουμάς, Μαρκ Τουαίην, ο «Όλιβερ Τουίστ» ή η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» του Ντίκενς, το «Βιβλίο της Ζούγκλας» του νομπελίστα Ράιναρντ Κίπλινγκ, μέχρι τα παιδικά διηγήματα του Παπαδιαμάντη, είναι μόνο μερικά παραδείγματα για το πως η κλασική λογοτεχνία απευθύνεται και σε παιδιά.
Θα μπορούσα να συνεχίσω επ’ άπειρον την λίστα και να μην τελειώσω.
Τα συμπεράσματα που αναπόδραστα θα βγάλουμε από αυτή την εκτενή έκθεση είναι δύο: Πρώτον, η τάση του μέσου ανθρώπου προς το ευπώλητο, δεν είναι σημερινή. Ίσχυε πάντοτε. Σε όλη την Ευρώπη, ο αναγνώστης ζητούσε αυτό που ζητάει και τώρα. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πιο προκλητικό, γιατί φαίνεται πως όλοι οι σπουδαίοι κλασικοί λογοτέχνες, ποιητές και μη, ικανοποιούσαν την ανάγκη του κόσμου για δράση, ρομάντζο, μυστήριο, δράμα ή οτιδήποτε άλλο. Σε αντίθεση με την σημερινή υψηλή διανόηση που προσπαθεί να κόψει κάθε σχέση με τον απλό κόσμο, η κλασική λογοτεχνία συμπεριλαμβάνει τον κόσμο στους κόλπους της.
Η διαφορά είναι η εξής: Ενώ σήμερα ένας λογοτέχνης σνομπάρει τον κόσμο ως αδαή (γιατί διαβάζει ευπώλητα), ο κλασικός συγγραφέας ικανοποιούσε την ανάγκη του κόσμου με ποιότητα. Ο κόσμος ήθελε ρομάτζο ή δράμα ή κωμωδία και ο Σαίξπηρ του έδινε αριστουργήματα. Ήθελε δράση και είχε τον Όμηρο. Ήθελε κοινωνικό μυθιστόρημα και είχε τον Ουγκώ. Ήθελε πρόκληση και είχε τον Ουάιλντ. Σήμερα ο κόσμος θέλει αυτό που ήθελε πάντοτε, μόνο που αυτοί που του το δίνουν, παρουσιάζουν κάποια άτεχνα κείμενα, κι οι ελάχιστοι που θα μπορούσαν να γράψουν κάτι αξιόλογο, είναι παγιδευμένοι στην υψηλή τέχνη.
Βέβαια δεν έχουμε φτάσει στην καρδιά του ερωτήματος «Τι είναι η λογοτεχνία». Αντί να σνομπάρουμε, ως δήθεν ανώτεροι, το αναγνωστικό κοινό, πρέπει να προβληματιστούμε σοβαρά: Γιατί ο κόσμος ζητάει αυτή τη λογοτεχνία, κλασική και μη;
Όπως έλεγε και ο Πλάτων στο «Συμπόσιο», η θέληση για κάτι υποδηλώνει πως δεν έχω αυτό το κάτι. Αν θέλω ένα αυτοκίνητο, σημαίνει πως δεν έχω ένα αυτοκίνητο ή αν έχω, θέλω ένα άλλο. Αν ο κόσμος θέλει ρομάντζο, είναι γιατί δεν έχει ρομάντζο στη ζωή του, αν θέλει δράση, είναι γιατί του λείπει. Με άλλα λόγια, όπως έλεγε και ο Ουάιλντ στο δοκίμιο του «Ο Κριτικός ως Καλλιτέχνης», ο κόσμος διαβάζει αυτό που δεν μπορεί να ζήσει, γιατί έτσι λαμβάνει την εμπειρία με το λιγότερο δυνατό κόστος.
Με άλλα λόγια, αν εγώ θέλω να νιώσω την ένταση μιας μάχης, δεν χρειάζεται να ντυθώ την πανοπλία μου, να αρπάξω ένα σπαθί και να αρχίσω να το κουνάω μέσα στην Εγνατία, γιατί εκτός από ηλίθιο, είναι και επικίνδυνο. Αντίθετα μπορώ να ανοίξω τον «Ιβανόη» και να ικανοποιήσω την επιθυμία μου. Αν θέλω να το παίξω ήρωας, δεν χρειάζεται να ψάχνω δράκους μέσα στην Τούμπα, μπορώ απλά να ανοίξω ένα βιβλίο λογοτεχνίας.
Άρα, ο άνθρωπος ψάχνει στην λογοτεχνία, αυτό που δεν έχει και δεν μπορεί να έχει στην πραγματικότητα. Ο άνθρωπος ψάχνει στην λογοτεχνία το όνειρο, την μαγεία, το μη πραγματικό, το ψεύδος. Θέλει να βρει αυτό που δεν έχει η ζωή του, είτε αυτό λέγεται δράση, είτε έρωτας, είτε μυστήριο. Δεν θέλει στείρα ρεαλιστικότητα, θέλει φαντασία και αληθοφάνεια. Δεν ψάχνει ηθικολογίες, αυτές τις βαριέται. Ένας μέσος άνθρωπος υπακούει σε τόσες κοινωνικές νόρμες που χρειάζεται μια διέξοδο. Αυτή τη διέξοδο του την προσφέρει ανώδυνα η λογοτεχνία. Μπορεί να ζήσει τον πιο έκλυτο βίο σε ένα κείμενο του Σαντ ή των «Ανθών του Κακού» του Μπωντλαίρ ή στο «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ» του Όσκαρ Ουάιλντ, ενώ απολαμβάνει την οικογενειακή του θαλπωρή από την πολυθρόνα του σπιτιού του.
Θα πείτε: «Μα αυτά αφορούν την πεζογραφία. Δεν ισχύουν για την ποίηση». Επιτρέψετέ μου να είμαι λίγο επιφυλακτικός ως προς τις επιφυλάξεις σας.
Αρχικά πολλά από τα έργα που ήδη ανέφερα είναι ποίηση, έμμετρος λόγος: Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι ποιητικά έργα και έχουν μεταφραστεί επίσης ως ποίηση. Τα λυρικά ποιήματα της Σαπφούς επίσης. Ποίηση είναι ο Διγενής Ακρίτας και ο Ερωτόκριτος, μαζί και η «Θεία Κωμωδία» του Δάντη. Σχεδόν όλοι όσους ανέφερα έχουν γράψει και ποίηση, στο ίδιο μήκος κύματος με το πεζογραφικό τους έργο. Ο Όσκαρ Ουάιλντ έγραψε την «Μπαλάντα της Φυλακής του Ρέντιγκ». Ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε το «Κοράκι». Ο Σαίξπηρ έγραψε σονέτα, η ιστορία του «Φάουστ» είναι επίησης ποίηση του Γκαίτε, μαζί και τα ποιήματα του Τόλκιν.
Όμως πρέπει να διαπιστώσουμε πως αυτό που ισχύει για την πεζογραφία, ισχύει και για την ποίηση. Μπορεί κάποιος να διαβάσει ποίηση, επειδή του λείπει κάτι στην πραγματικότητα; Βέβαια. Αν η πεζογραφία μας αναπληρώνει τις ιστορίες και τις εμπειρίες, τότε και η ποίηση μπορεί να μας αφηγηθεί επίσης. Πέραν από τα κλασικά που ανάφερα, στην ίδια κατηγορία θα μπορούσε να μπει και το «Μαραμπού» του Καββαδία, μια ενδιαφέρουσα ιστορία, σε μέτρο και ομοιοκαταληξία για μια ιδανική φιλία που μετατράπηκε σε τραγωδία. Το ίδιο ισχύει και στην προσωπογραφία του «Μιχαλιού» του Καρυωτάκη ή στην αφήγηση ενός περιστατικού από τα «Περίχωρα της Κηρύνειας» του Σεφέρη. Το ίδιο, θα μπορούσε να πει κανείς για την «Μπαλάντα του Κυρ – Μέντιου», του δύστυχου γαϊδουριού του Βάρναλη.
Ισχύει μόνο για τις ιστορίες; Όχι, η ποίηση μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε συναισθήματα, που δεν υπάρχουν στην καθημερινότητά μας. Στην ρουτίνα μας, η αγάπη ξεθωριάζει και η συνήθεια σκοτώνει κάθε έρωτα, απέναντι στον σύντροφό μας. Όμως πόσο εύκολα μπορεί η ερωτική ποίηση του Σαίξπηρ ή της Πολυδούρη, να αναθερμάνει παλιά συναισθήματα ξεχασμένα. Τι πιο ερωτικό και ρομαντικό από το «κέλλομαι σε Γόγγυλα» της Σαπφούς; Τι πιο λυρικό από τα ποιήματα του Πετράρχη ή του Κήτς ή του Βερλαίν;
Μπορεί μόνο να μας δείξει την μεγάλη αγάπη που δεν ζούμε στην καθημερινότητά μας; Όχι, ένα ποίημα μπορεί να μας δείξει και τον μεγάλο πόνο, την μεγάλη απογοήτευση, την απελπισία του Πόε και του Καρυωτάκη. Μπορεί να μας δείξει την διάχυτη μελαγχολία, όπως στα ποιήματα του Ουάιλντ ή του Καββαδία. Μπορούμε μέσα από τις στροφές του «Κορακιού» να νιώσουμε κι εμείς την σκιά, που βαραίνει τον ήρωα.
Ένα ποίημα ακόμη μπορεί να είναι ειρωνικό ή σατιρικό: Από το έργο του Γεωργίου Σουρή, μέχρι τον ειρωνικό τόνο στους «Μοιραίους» του Βάρναλη ή στην σάτιρα του Καρυωτάκη για τον ποιητή Μιλτιάδη Μαλακάση, «Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον».
Τι είναι αυτό που λείπει περισσότερο από τις καθημερινές μας ζωές; Τι είναι αυτό που λείπει από την πραγματικότητα την ίδια; Τι είναι αυτό που όσο και αν το ψάξουμε έξω, δεν θα το βρούμε με τίποτα; Τι είναι αυτό που μόνο η λογοτεχνία μπορεί να προσφέρει; Με μια λέξη; Ομορφιά.
Τι είναι η ομορφιά; Η ομορφιά είναι ευμορφία, δηλαδή καλή, ωραία μορφή. Στην ποίηση προσπαθούμε την ομορφιά, όπως δεν μπορούμε να την βρούμε στον κόσμο. Το διακύβευμα στην ποίηση δεν είναι το νόημα του ποιήματος. Τα περισσότερα ποιήματα κινούνται στο τρίπτυχο Έρωτας – Φύση – Θάνατος. Τα ερωτικά του Ελύτη δεν πραγματεύονται κάτι άλλο από τα ερωτικά του Καρυωτάκη, που δεν πραγματεύονται κάτι διαφορετικό από τους λυρικούς στίχους του Ερωτόκριτου. Πού έγκειται η διαφορά τους; Στην μορφή, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο το νόημα του Έρωτα, μορφοποιείται στο κάθε ποίημα. Ο Κορνάρος, ο Καρυωτάκης και ο Ελύτης είναι μεγάλοι ποιητές, όχι επειδή ύμνησαν τον έρωτα, αλλά γιατί τον ύμνησαν με τον τρόπο που τον έκαναν.
Πραγματικά τα ποιήματα μοιάζουν, όπως θα έλεγε και ο Καβέλ, με μορφές ηθικής τελειότητας. Ένα ποίημα δεν είναι αυτό που είναι. Ένα ποίημα είναι αυτό που πρέπει να είναι. Ο ποιητής λέει καθημερινά πράγματα, με έναν τρόπο που μοιάζουν μοναδικά, εξωτικά και πρωτόγνωρα. Όλοι μας γνωρίζουμε το ελληνικό τοπίο, αλλά στα ποιήματα του Ελύτη μοιάζουμε να ξανακαλύπτουμε το θαλασσινό τριφύλλι της Ελλάδας. Αυτή η μορφή είναι που κάνε την ποίηση να γίνεται όμορφη και εν τέλει υπέρβαση της πραγματικότητας.
Τα παραδοσιακά στοιχεία μορφής, αυτά που ασπάζομαι κι εγώ, είναι το μέτρο και η ομοιοκαταληξία. Ο Μοντερνισμός πολύ εύκολα τα αρνήθηκε, ως παρωχημένα στοιχεία της παράδοσης, χωρίς να μπει τον κόσμο να αναρωτηθεί τι πετυχαίνουν αυτά τα δύο.
Το μέτρο επιτυγχάνει την μουσικότητα. Κάνει τον πεζό (κυριολεκτικά και μεταφορικά) λόγο να γίνεται μουσικός, ευχάριστος, όμορφος, σαν μια ωραία μελωδία. Κάνει το καθημερινό χρηστικό εργαλείο της επικοινωνίας μας, να παίρνει μια άλλη τροπή, που δεν θα την έπαιρνε αλλιώς. Στην καθημερινότητά μας δεν τραγουδάμε, αλλά όταν τραγουδάμε, κυριολεκτικά μεταμορφώνουμε την γλώσσα που μιλάμε. Η ομοιοκαταληξία πετυχαίνει κι αυτή την ίδια ομορφιά. Η ομοιοκαταληξία είναι μαγεία. Όταν δύο λέξεις ηχούν σε ένα ποίημα με ίδιο τρόπο, τότε μοιάζει να ξεκλειδώνεται μια μυστική σχέση μεταξύ τους, που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα ανακαλύπταμε ποτέ. Το πως τα «μάτια» κάνουν κάποιον «κομμάτια», δεν θα μπορούσε ποτέ να το αντιληφθούμε στον πεζό λόγο, αλλά μόνο στην ποίηση, κι αυτή η αντίθεση (της χαράς των ματιών και του πόνου των κομματιών) μας ικανοποιεί το αισθητικό κριτήριο, μας αποκαλύπτει την έννοια της ομορφιάς.
Παρόλα αυτά η ποίηση σήμερα περνάει κρίση. Οι υψηλοί θεματοφύλακες της ποίησης διαμαρτύρονται σε αυτές τις παρωχημένες ιδέες. Υποστηρίζουν πως έχουμε ξεπεράσει όλα αυτά και πλέον έχουμε μπει σε ένα διαφορετικό κύκλο. Η ερώτηση «τότε γιατί η ποίηση αντιμετωπίζει κρίση» είναι σχεδόν αναπόφευκτη.
Το πιο σημαντικό ερώτημα είναι βασανιστικό και ζητάει επειγόντως απάντηση: «Τι κάνουμε σήμερα;». Προτάθηκε να κάνουμε σεμινάρια επιμόρφωσης στους αναγνώστες. Διαφωνώ. Πιστεύω πως πρέπει να κάνουμε σεμινάρια επιμόρφωσης στους ποιητές. Πρέπει να τους μάθουμε να επιδιώκουν την ομορφιά (όποια κι αν είναι αυτή), να τους μάθουμε να ακούν την έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για κάτι περισσότερο από την πραγματικότητα και βέβαια πρέπει να τους μάθουμε να επεξεργάζονται το ακατέργαστο διαμάντι του αισθητικού κριτηρίου του κόσμου. Στόχος του ποιητή δεν είναι να μην τον καταλαβαίνει ο κόσμος, προφασιζόμενος την υψηλή τέχνη, αλλά να δίνει στον κόσμο αυτό που χρειάζεται. Ο αναγνώστης ξέρει τι χρειάζεται, αλλά δεν ξέρει πώς να το αποκτήσει. Όταν ο ποιητής του προσφέρει το όμορφο έργο ποίησης, τότε ο απλός αναγνώστης το αναγνωρίζει χωρίς βοήθεια φιλολόγων.
Τι κάνουμε λοιπόν; Αντιγράφουμε άκριτα την παράδοση; Όχι βέβαια, κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς αδόκιμο και δεν θα έφερνε κανένα αποτέλεσμα. Ακολουθούμε τυφλά την εξέλιξη, δεχόμενοι εκ των προτέρων πως ό,τι νέο είναι και καλό; Ούτε. Προσπαθούμε, ως ποιητές, να δράσουμε ανεξαρτήτως εποχής. Δεν ακολουθούμε την εποχή. Δημιουργούμε την εποχή. Ο ποιητής δεν δημιουργεί με όρους χρόνου, με όρους εποχής, αλλά με όρους αιωνιότητας. Η παράδοση χρησιμεύει μόνο ως το σημείο που είναι παγκόσμια και καθολική. Το ίδιο και οι μοντέρνες τεχνικές της ποίησης.
Το χρέος μας είναι να δίνουμε στον αναγνώστη αυτό που χρειάζεται, κι αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα το πνεύμα του αναγνώστη είναι η ομορφιά που λείπει από την ζωή του. Είναι λοιπόν ανάγκη να ανταποκριθούμε σε αυτό το χρέος με την μεγαλύτερη δυνατή αφοσίωση και αρτιότητα.
του Ανδρέα Αντωνίου
“Το χρέος μας είναι να δίνουμε στον αναγνώστη αυτό που χρειάζεται, κι αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα το πνεύμα του αναγνώστη είναι η ομορφιά που λείπει από την ζωή του.”
Υπάρχει τόση ασχήμια γύρω μας να μας καταθλίβει… ας μην επιτείνουμε αυτή την κατάθλιψη αντλώντας αφορμές μέσα από τις σελίδες των βιβλίων…