–
γράφει η Κατερίνα Γυφτάκη
–
“Δε νύσταξες ακόμα;” με ρώτησε η ηλικιωμένη κύρια, καθώς έβαζε το τσαγερό στη φωτιά. Όλη η παρέα του λόρδου Καριγκαλέην, ήμασταν φιλοξενούμενοι της-είχε την ευγενική καλοσύνη να μας το προτείνει-κατά τη διάρκεια μιας ορειβατικής αποστολής.
Λίγα πράγματα γνωρίζαμε για την οικοδέσποινα μας. Την έλεγαν Γκρέην και έδειχνε να έχει υπάρξει πολύ όμορφη κάποτε. Ο λόρδος Καριγκαλέην γνωρίζοντας την, είχε καταλήξει στο πικρό συμπέρασμα πως είναι μεγάλο λάθος της φύσης να γερνά η γυναίκα.
Είχα ακολουθήσει αυτή την αποστολή μετά από μια αυθόρμητη παρόρμηση και ομολογώ πως καθόλου δε το είχα μετανοιώσει, παρόλο που στο Καρίν – Μάχον η θερμοκρασία έφτανε αισίως τους 20 βαθμούς κάτω από το μηδέν.
Ήταν μαγεία να κοιτάζεις τις οροσειρές σκεπασμένες με πάλλευκο χιόνι. Είχαμε ήδη αποτολμήσει τη πρώτη εξόρμηση σε μια δύσκολη και δύσβατη αναρρίχηση. Στη πλαγιά του Μόνκσαουν και μάλιστα με επιτυχία. Τώρα ξεκουραζόμασταν γιατί μας περίμενε η ακόμη ποιο δύσκολη ανάβαση για τη κορφή του Μπαλιασένουνγκ.
Απόψε πάντως δε νύσταζα και ομολογουμένως ένα αχνιστό φλιτζάνι με τσάι και ένα σέρρυ ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτα.
Η κυρία Γκρέην μου χαμογέλασε καθώς μου πρόσφερε το τσάι. Το χαμόγελο της είχε μια θλίψη. Λες και υπήρχε ένα μυστικό κρυμμένο μέσα της.
Κάθισα απέναντι της, πλάι στη φωτιά και αφουγκράστηκα τη δύναμη του αέρα που μαστίγωνε τις βουνοπλαγιές.
“Σκληρός χειμώνας”, σχολίασα για να βρω κάτι να πω.
“Μα την αλήθεια ναι καλή μου πράγματι είχαμε χρόνια να δούμε τόσο χιόνι. Είστε ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη παρέα εσείς και οι φίλοι σας.” Χαμογέλασε ρίχνοντας μια ματιά έξω από το παράθυρο.
“Ά! εμείς οι ορειβάτες πάντα ζητάμε να αναμετρηθούμε με τον εαυτό μας, να ξεπεράσουμε τα όρια μας.”
“Να ξεπεράσετε τα όρια σας… ναι… καταλαβαίνω, υπάρχει μιά φοβερή γοητεία εκεί… όσο και κίνδυνος.”
Παραξενεύτηκα με τα λόγια της. Σίγουρα κάτι είχε στο νου της, σκέφτηκα και άλλαξα θέμα ‘ “Άκουσα πως ένα από εκείνα τα βουνά έχει ορυχεία με πετρώματα από Μαλαχίτη. Διάβασα επίσης πως υπάρχει μια κρυφή πλαγιά, κόκκινη σαν αίμα. Είναι αλήθεια;”
“Ναί, είναι! Μιλάς για το πορφυρό βουνό που το όνομα του είναι Το Βουνό της Γεντιανής.”
“Τί είναι η Γεντιανή;” απόρησα.
“Είναι ένα πορφυρό λουλούδι που φυτρώνει στα ποιο άγρια μέρη και στα πιο δύσβατα βουνά.” να λέω.
“Ο λόρδος Καριγκαλέιν μας εξήγησε πως υπάρχει μια ιστορία για αυτό το μέρος,” συνέχισα να λέω.
“Ναί, είναι μια μυστηριώδης ιστορία. Πάνε εξήντα χρόνια από τότε που συνέβη. Μικρή κοπέλα ήμουν, μόλις είκοσι χρονών.”
Ξαφνικά ήμουν γεμάτη περιέργεια.
“Γνωρίζετε λοιπόν τι έλεγε εκείνη η ιστορία;”
“Ναι, την γνωρίζω. Μου την είχε αφηγηθεί ακριβώς όπως είχε συμβεί τότε η Ρόουζ.”
“Η Ρόουζ;”
“Ήμασταν φίλες κι έτσι έμαθα πρώτη τι της είχε συμβεί τότε. Κόντεψε να χάσει τη ζωή της. Βλέπεις αγαπούσε ένα αγόρι τόσο πολύ που ήταν έτοιμη ακόμα και να πεθάνει για να τον σώσει.”
Έσμιξα τα φρύδια μου ρουφώντας μια γουλιά τσάι. “Κινδύνευε το αγόρι εκείνο δηλαδή να πεθάνει;”
“Το αγόρι δεν μπόρεσε ποτέ να ξεφύγει από τη δύναμη της.”
Η όψη της ηλικιωμένης τώρα, είχε αλλάξει. Μια σκοτεινή αύρα είχε σκιάσει το πρόσωπο της.
“Θέλετε να πείτε από την Ρόουζ;”
Κούνησε το κεφάλι της αρνητικά, και μετά σκύβοντας κοντά μου, ψιθύρισε με έναν τρόπο που με έκανε να ριγήσω ολόκληρη, λες και κάποιος είχε μόλις περάσει πάνω από τον τάφο μου, όπως λέγαμε σαν παιδιά, κάθε φορά που ένα απρόσμενο τρέμουλο, συντάραζε τα κόκκαλα μας.
“Όχι παιδί μου, όχι η Ρόουζ. Ήταν εκείνο το φοβερό πλάσμα… κανένας δεν τη βρήκε ποτέ, ούτε έμαθαν την αλήθεια για εκείνη, αλλά όλοι ξέρουν πως στοιχειώνει τα σπλάχνα του πορφυρού βουνού. Εκεί που ξεκίνησαν όλα, και κατέστρεψαν δυό πολύ αγαπημένα αδέρφια. Η ζωή τους έδειχνε κάποτε τόσο απλή τόσο γεμάτη αγάπη, ώσπου ήρθε εκείνη, και τους έσπειρε τη δυστυχία. Καταραμένη να είναι για πάντα!”
“Ποιά ήταν;” ψέλλισα συνεπαρμένη. Είχα καρφωθεί στη θέση μου και δεν σκόπευα να το κουνήσω από εκεί αν δεν μάθαινα περισσότερα.
“Ένας δαίμονας, που φέρνει κακοτυχία σε όποιον πλησιάσει εκείνο το μέρος.”
“Για αυτό λοιπόν είναι απαγορευμένη η ανάβαση σε εκείνη την κορυφή;”
“Ακριβώς. Πάντα υπήρχαν τρομαχτικές ιστορίες για εκείνο το βουνό, και τα παλικάρια του χωριού, δεν είχαν αποτολμήσει να το ανέβουν. Όσοι είχαν αποπειραθεί να το κάνουν, πέθαναν από άγνωστη αιτία, η τρελλάθηκαν. Έτσι πάρθηκαν πολύ αυστηρά μέτρα και απαγορεύτηκε ρητά η ορειβασία στο Πορφυρό βουνό. Μέχρι που δύο χρόνια πριν συνέβη κάτι ανατριχιαστικό….”
“Κυρία Γκρέην, πολύ θα ήθελα να ακούσω αυτή την ιστορία. Κοιτάξτε… δε νυστάζω πια, και νομίζω πως θα σας κάνει καλό και εσάς να μου την αφηγηθείτε από την αρχή. Τι λέτε;” Ευχόμουν να συμφωνήσει και οι προσευχές μου έπιασαν.
“Θα σου μιλήσω για όλα αυτά, αλλά δεν θα ήθελα να τα μοιραστείς με την παρέα σου. Είναι γεγονότα δυσνόητα και τρομαχτικά. Πράγματα που κανένας δεν θα μπορούσε ποτέ να πιστέψει πως είναι δυνατόν να έχουν συμβεί…. κι όμως συνέβησαν και είναι πέρα για πέρα αληθινά.”
Φρόντισα αμέσως να την καθησυχάσω πριν αλλάξει γνώμη.
“Σας υπόσχομαι πως ότι ειπωθεί απόψε εδώ, θα μείνει εδώ!” είπα δυναμικά.
Η κυρία Γκρέην αναστέναξε και πέρασε το χέρι της πάνω από το μέτωπο της μετακινώντας προς τα πίσω μια λευκή τούφα μαλλιών.
Σκέφτηκε για λίγο και μετά ξεκίνησε να λέει, ενώ τα ουρλιαχτά του αέρα έξω από τα παράθυρα δυνάμωναν.
——-
“…..Όλα ξεκίνησαν στο χωριό Νταόλ. Εκεί ζούσαν τότε δυό πολύ αγαπημένα αδέρφια. Ο Άρντεν και ο Νις. Ήσυχα παιδιά, σκληροί δουλευταράδες. Είχαν ανακαλύψει στο Μπαλιασένουγκ, βράχια γεμάτα από πετρώματα Μαλαχίτη. Τα έβγαζαν μέσα από το βουνό, και τα πούλαγαν στις γύρω κομητείες.
Ο μικρότερος αδερφός ο Άρντεν ήταν πολύ ωραίο αγόρι. Όλες ήμασταν τότε ερωτευμένες μαζί του. Είχε κάτι γαλάζια λυπημένα μάτια, πυκνές μπούκλες, δυνατά χέρια… λιγομίλητο παιδί βέβαια.
Παρά την ανθεκτικότητα που είχε στην δύσκολη δουλειά, ήταν τόσο αρχοντικός, σα να είχε γεννηθεί για μια διαφορετική ζωή… τι να πεις…
Όπως φάνηκε πάντως μεγαλώνοντας, διαμόρφωσε έναν εντελώς αδάμαστο χαρακτήρα. Ένιωθες πως δεν το είχε σε τίποτα, να προκαλέσει τη μοίρα.”
“Και ο Νις, τι τύπος ήταν;” ζήτησα να μάθω.
“Ω! Ο γλυκός Νις. Ήταν εντελώς διαφορετικός εκείνος. Πράος σαν ένα πρόβατο. Πρόθυμος για όλα, προστατευτικός με όλους, ιδιαίτερα με τον μικρό του αδερφό, τον οποίον λάτρευε.
Ήταν ορφανά βλέπεις. Ο πατέρας τους είχε σκοτωθεί στο λατομείο και η μητέρα τους πέθανε από φυματίωση ένα χρόνο αργότερα. Τα βγάζαν πέρα μόνοι τους.
Ξυπνούσαν τα χαράματα και ξεκινούσαν την ανάβαση στο Μπαλιασένουνγκ, με σακιά περασμένα στους ώμους. Κουβαλούσαν αξίνες, σφυριά, σκοινιά και μαχαίρια. Δεν ήταν καθόλου εύκολη δουλειά να ξεκολλήσουν τα πετρώματα του μαλαχίτη, έτσι όπως ήταν σφηνωμένα στο βουνό. Έτυχε συχνά, να γυρνούν κατάκοποι με άδεια χέρια, νηστικοί και απογοητευμένοι.
Σου είπα προ ολίγου πως όλες μας είχαμε ξετρελαθεί με την ομορφιά του Άρντεν έτσι;”
Κούνησα το κεφάλι μου, προσπαθώντας να ζωγραφίσω με τη φαντασία μου ένα ένα τα χαρακτηριστικά του.
“Ε, λοιπόν κορίτσι μου, εκείνος πια δεν είχε μάτια για καμμιά άλλη πέρα από την Ρόουζ. Και τον καταλαβαίνω. Η Ρόουζ είχε μια μεγάλη δύναμη μέσα της. Του ήταν αφοσιωμένη. Θυμάμαι με θλίψη, πόσο έλαμπε το πρόσωπό της τότε που μου είχε εκμυστηρευτεί πως είχαν αποφασίσει να παντρευτούν. Θυμάμαι πόσο είχα ζηλέψει… Το μεσοκαλόκαιρο θα γινόταν ο γάμος τους.
Συνέβη όμως εκείνο που ήρθε σαν στρόβιλος που κατεβαίνει από τα βουνά, και τα σάρωσε όλα. Τα πάντα ξεκίνησαν εκείνη τη συννεφιασμένη μέρα, που το βουνό ήταν τυλιγμένο σε μια πυκνή ομίχλη. Τα δυό αδέρφια έκαναν την καθημερινή τους ανάβαση, και καθώς η διαδρομή ήταν επικίνδυνη, χρησιμοποιούσαν τις αξίνες τους για να βλέπουν που πατούσαν. Οι γκρεμοί καιροφυλακτούσαν γύρω τους σε κάθε βήμα.
Ξαφνικά, ο Νις στάθηκε και είπε στον Άρντεν, τουλάχιστον έτσι φαντάστηκε η Ρόουζ πως πρέπει να έγινε, και του είπε, ‘Αδερφέ, μπορείς να κρατήσεις ένα μυστικό;’
Παραξενεμένος ο Άρντεν απάντησε. ‘Φυσικά και μπορώ! Γιατί ρωτάς; Τι τρέχει;’
‘Για να σε ρωτάω υπάρχει σοβαρός λόγος. Ξέρεις πως μια φορά το μήνα ανεβαίνω εδώ πάνω ολομόναχος. Έτσι δεν είναι;’
‘Εννοείς όταν κατεβαίνω στην πόλη με τη Ρόουζ ε;’
‘Ναι, ακριβώς. Ε, λοιπόν μια από εκείνες τις φορές μου συνέβη κάτι εδώ πάνω για το οποίο δε σου έχω μιλήσει ποτέ!’
‘Μα.. Νις, νόμιζα πως δεν έχουμε μυστικά ο ένας από τον άλλον. Τι συνέβη, και γιατί στην ευχή δε μου το είπες τότε.’
‘Αδερφέ μου, αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο μυστικό, είναι ένα θαύμα της φύσης, και δεν λέγεται εύκολα.’ Ο Άρντεν κούνησε ανυπόμονα το κεφάλι του.
‘Πες μου τι τρέχει Νις; Τι είναι όλα αυτά; Τι μπορεί να σου συνέβη εδώ πάνω που να είναι θαύμα.’ Ο Νις άφησε κατάχαμα την αξίνα του και έπιασε τον μικρό του αδερφό από τους ώμους. Τα μάτια του πήραν μια πολύ απόκοσμη έκφραση καθώς του είπε, ‘Θυμάσαι εκείνο το μονοπάτι που όλοι έλεγαν στο χωριό πως ήταν στοιχειωμένο και είχαν απαγορεύσει σε όλους, να περάσουν από εκεί;’
‘Ξέρω. Εννοείς το μονοπάτι του Σληβ-Κουλιόν, που οδηγεί στο Πορφυρό βουνό. Όσοι είχαν πάει εκεί τα παλιά τα χρόνια, η πέθαναν η τρελλάθηκαν. Είχαμε ακούσει από τη γιαγιά κάτι τρομαχτικές ιστορίες για ένα φοβερό πλάσμα που στοίχειωνε το βουνό.’
‘Μας έλεγε να μην τολμήσουμε ποτέ και για κανένα λόγο να ανέβουμε εκεί. Ε, λοιπόν εγώ μια μέρα το έκανα!’
‘Νις! Ανέβηκες το μονοπάτι του Σληβ Κούλιον; Χωρίς εμένα; Γιατί; Θα είχα έρθει μαζί σου αν το είχαμε συζητήσει.’ Τα μάτια του Άρντεν πέταγαν σπίθες, καθώς μιλούσε φωναχτά, ‘Ήρεμα αδερφέ μου. Θα σου τα πω τώρα όλα. Δε φαντάζεσαι τι βρήκα εκεί πάνω. Αν δεν το δεις με τα ίδια σου τα μάτια, δεν πρόκειται να το πιστέψεις.
‘Θέλω να μου πεις τα πάντα!’
‘Πρώτα να μου ορκιστείς πως δεν θα μιλήσεις για ότι δεις απόψε σε κανέναν άλλον. Ούτε καν στη Ρόουζ. Θα το κρατήσεις για τον εαυτό σου. Έχω το λόγο σου Άρντεν;’
‘Τον έχεις.’ Έδωσαν τα χέρια.
‘Πάμε λοιπόν!’ πρόσταξε ο Νις.
Σε λίγο βρέθηκαν να διασχίζουν το απαγορευμένο μονοπάτι, που ήταν φιδογυριστό και στένευε σε κάθε τους βήμα. Το μονοπάτι οδηγούσε στον πυρήνα του Πορφυρού βουνού. Του Σληβ-Κουλιον.
Η ομίχλη πύκνωνε καθώς ανέβαιναν, γινόταν αδιαπέραστη και σχεδόν στέρεη. Μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι. Δυό κοράκια φτερούγισαν πάνω από τα κεφάλια τους, κρώζοντας ανατριχιαστικά. Το κρύο έγινε τσουχτερό και τους χτυπούσε καταπρόσωπο, κάνοντας τα αυτιά τους να πονούν.
Είχε έρθει η ώρα το βουνό να τους καταπιεί μέσα στις κρύπτες του. Να τους φανερώσει τα σκοτεινά του πρόσωπα.
Σαν υπνωτισμένος ο Άρντεν, ακολουθούσε τον Νις δίχως τίποτα να ρωτάει πια.
Ξάφνου, η ομίχλη διαλύθηκε και η εικόνα που αντίκρισε του έκοψε την ανάσα!
Μπροστά τους ορθωνόταν μια πλαγιά του βουνού που άστραφτε, κόκκινη σαν αίμα. Έμοιαζε σαν ένα φλεγόμενο ηφαίστειο όπου πάνω του γλιστρούσε πορφυρή η λάβα. Ο Άρντεν τα έχασε. Κοίταξε κατάπληκτος τον αδερφό του.
‘Τι είναι εδώ; Ηφαίστειο;’ Ο Νις με ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα του.
‘Έτσι είχα πιστέψει και γω την πρώτη φορά. Όχι, δεν είναι ηφαίστειο. Είναι λουλούδια. Η Γεντιανή των βουνών.’
Προτού προλάβει να συνεχίσει, μιά άσπρη κουκουβάγια, είχε πετάξει κοντά τους και είχε σταθεί στο βράχο απέναντι τους. Μόλις λίγα δευτερόλεπτα στάθηκε εκεί. Μετά βγάζοντας μια κραυγή, πέταξε μακριά. Τα δυό αδέρφια κοιτάχτηκαν τρομαγμένα. Γνώριζαν καλά τις δεισιδαιμονίες για τις άσπρες κουκουβάγιες. Έφερναν κακοτυχία.
‘Είναι οιωνός Νις,’ είπε ανήσυχα ο Άρντεν.
‘Ας γυρίσουμε πίσω αδερφέ. Δε θα μας βγει σε καλό αν συνεχίσουμε. Το νιώθω. Δεν έπρεπε να βρισκόμασταν εδώ τώρα.’ Προσπάθησε μάταια να τον πείσει. Ο Νις ήταν αποφασισμένος να φτάσει ως το τέλος.
‘Έλα Άρντεν, ας μη δίνουμε βάση στις προλήψεις. Είμαστε μια ανάσα κοντά σε κάτι τόσο μαγικό όσο δεν μπορείς να φανταστείς.’
Έψαξε με τις παλάμες του την επιφάνεια των πορφυρών λουλουδιών και τα παραμέρισε. ‘Εκπληκτος ο Άρντεν είδε ένα λαβύρινθο να ανοίγεται εμπρός του, και να οδηγεί κατευθείαν μέσα στο εσωτερικό του Πορφυρού βουνού. Από μια μαρμαρυγή φωτός, μια πράσινη λάμψη άστραψε στα σκοτεινά έγκατα του λαβύρινθου. Προχώρησαν αργά, ακούγοντας τον ήχο από τα πόδια τους να δυναμώνει σε κάθε τους βήμα.
Καθώς το φως απλωνόταν όλο και δυνατότερο, ο Άρντεν έβγαλε μια κραυγή χαράς, ‘Ει Νις! Οι τοίχοι εδώ μέσα είναι γεμάτοι ατόφιο μαλαχίτη! Δεν χρειάζεται να ψάχνουμε πια το βουνό. Αρκεί να ερχόμαστε εδώ.’
Ήταν χαρούμενος σαν παιδί. Μιλούσε τώρα ακατάπαυστα. Έλεγε πως έπρεπε να πάρουν όσα περισσότερα πετρώματα μπορούσαν από εκεί μέσα. Ένα βλέμμα του αδερφού του όμως τον έκανε να σωπάσει.
‘Άρντεν μη διανοηθείς να αγγίξεις οτιδήποτε γύρω σου!’
Έντρομος τώρα ο Άρντεν άκουσε πίσω τους μια ψιθυριστή γυναικεία φωνή.
‘Νις…’ ‘ελεγε, ‘Αγαπημένε μου Νις, καλώς ήρθες.’
Και τότε έκθαμβος ο Άρντεν είδε, μέσα στο κυπαρισσένιο φως που αντανακλούσαν οι μαλαχίτες, μια γυναικεία σιλουέτα να τους πλησιάζει νωχελικά. Είδε τον αδερφό του να την αγκαλιάζει και να της φιλά τα χέρια.
‘Έίναι μαζί μου και ο μικρός μου αδερφός ο Άρντεν. Δεν άντεχα πια να του κρύβω την αλήθεια. Δεν πρέπει όμως να φοβάσαι τον Άρντεν. Μου ορκίστηκε πως θα το κρατήσει κρυφό,’ της έλεγε με πειθώ.
‘Εγώ και ο αδερφός μου είμαστε σαν ένας καθρέφτης. Θέλω να τον εμπιστευτείς όσο τον εμπιστεύομαι και εγώ.’
Γύρισε στον Άρντεν. ‘Άρντεν, αυτή είναι η γυναίκα που αγαπώ. Η Σάμπα.’
Η γυναίκα γέλασε με ένα γουργουρητό που έκανε τη ραχοκοκκαλιά του Άρντεν να παγώσει.
‘Αφού το λες εσύ αγάπη μου, ας είναι. Δεν ήξερα πως είχες αδερφό. Έλα κοντά στο φως Άρντεν να σε δω. Έτσι θα κρίνω και μόνη μου αν μπορώ να σε εμπιστευτώ.’
Ο νέος ήταν άλαλος με όσα συνέβαιναν. Έκανε ένα βήμα μπροστά, και τότε την είδε να στέκει κάτω από μια πράσινη αχτίδα φωτός. Τινάχτηκε.
Η γυναίκα είχε σχιστά καταπράσινα μάτια, σαρκώδη και αιματώδη χείλη, ήταν λυγερή σαν αιλουροειδές και τον κοιτούσε κοροιδευτικά πίσω από τις βλεφαρίδες της, σφυρίζοντας σα να ήταν φίδι. Το πιο απίστευτο όμως χαρακτηριστικό της δεν ήταν άλλο από τα μαλλιά της που έφταναν ως τους αστραγάλους της. Είχαν το χάλκινο χρώμα του αργίλου. Προφανώς βαμμένα από κάποιο ισχυρό φυτό, πρόλαβε να σκεφτεί ο Άρντεν.
‘Χαίρω πολύ… Σάμπα,’ κατάφερε να αρθρώσει.
Εκείνη του πρότεινε το χέρι της με τα γαμψά κόκκινα νύχια, και ο Άρντεν έσκυψε να το φιλήσει. Μπας και όλα τούτα να ήταν όνειρο; Να έσβηναν με το λάλημα του πετεινού;
Η Σάμπα, σα να είχε κιόλας ακούσει τις σκέψεις του, ξαναγέλασε λέγοντας, ‘Όχι μικρέ μου δεν ονειρεύεσαι. Είναι όλα αληθινά. Δεν είναι υπέροχο, να σας έχω και τους δυό σας εδώ κοντά μου απόψε; Ω! Μα πρέπει να το γιορτάσουμε Νις! Στο κάτω κάτω, πότε έχω τόσο σημαντικούς επισκέπτες. Να σου πω. Θα πιούμε κρασί, νέκταρ μάλιστα. Κάτω στη σπηλιά μου έχω άφθονο. Μετά θα διασκεδάσουμε οι τρεις μας, όσο ποτέ. Ελάτε, Νις, Άρντεν, ας κατέβουμε.’
Την ακολούθησαν που κατέβαινε υπόγεια σκαλοπάτια. Διέσχισαν ένα μονοπάτι που ήταν φωτισμένο από πυρσούς. Ο Άρντεν με κομμένη την ανάσα, έβλεπε το αγαλματένιο της κορμί να διαγράφεται κάτω από το διάφανο ύφασμα που είχε για φόρεμα. Περπατούσε σα να μην είχε κόκκαλα, κινούνταν με μια απερίγραπτη σβελτάδα.
Είχαν φτάσει στη σπηλιά που έλεγε πως ήταν το καταφύγιο της από τη σκληρότητα του κόσμου, έτσι είχε προλάβει να σκύψει και να ψιθυρίσει ο Νις στον αδερφό του.
Η κρύπτη εκείνη ήταν φτιαγμένη από λίθους και σταλακτίτες. Στη μέση υπήρχε ένας βράχος, στο πάτωμα σκόρπια φύλλα, ένας σοφράς στρωμένος με μετάξια, μπροστά του ακριβώς μια μικρή γαλάζια λίμνη. Μια χρυσή άρπα ήταν τοποθετημένη στο βάθος της σπηλιάς.
Η Σάμπα, τίναξε τα μαλλιά της και γύρισε να κοιτάξει την έκφραση του Άρντεν.
‘Ζω με πετρώματα από ατόφιο μαλαχίτη. Εδώ και χρόνια τα μαζεύω. Τα λατρεύω και τα μισώ την ίδια στιγμή, μα ξέρω πως δεν θα μπορούσα ποτέ να ζήσω δίχως αυτά. Είναι η συντροφιά μου, ότι έχω και δεν έχω. Δεν είναι εντυπωσιακά, τι λες;’
Ο Άρντεν κατένευσε.
‘Μα πως τα απέκτησες όλα αυτά…’
‘Ω! Πίστεψε με καλέ μου, με πολύ πολύ πόνο… Ας είναι όμως! Είπαμε σήμερα θα γιορτάσουμε! Θα φέρω το κρασί.’ Έφερε ένα κέρας και τους γέμισε δυό πήλινες κούπες με κρασί. Μια τρίτη για την ίδια. Σήκωσε ψηλά το χέρι της και είπε μεγαλόπνοα, ‘Στους δύο πιο αγαπημένους αδερφούς του κόσμου!’
Ήπιαν, και μετά ο Νις την σήκωσε σαν πούπουλο στην αγκαλιά του και την γύρισε μια στροφή. Εκείνη τσίριξε τάχα μου τρομαγμένα.
‘Λοιπόν αδερφούλη, πως σου φαίνεται το μυστικό μου; Δεν είναι θεσπέσιο;’
‘Έχω χάσει τα λόγια μου, Νις! Όλα είναι τόσο… πως να το εκφράσω δε φτάνουν οι λέξεις.’
‘Μη λες τίποτε άλλο αδερφέ, αρκεί. Απλά κράτα το για σένα.’
Ο Άρντεν κατένευσε σιωπηλά. Γυρνώντας στην Σάμπα τη ρώτησε, ‘Μόνη σου ζεις εδώ; Ολομόναχη;’
‘Ναί, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου βρίσκομαι εδώ, σε αυτή τη σπηλιά. Το φως με σκοτώνει, δεν το αντέχω. Ένιωθα πολύ μόνη μου πριν με βρει ο Νις. Από τη στιγμή που συναντηθήκαμε τα πάντα άλλαξαν. Τώρα δεν είμαι πια μόνη.’
Σηκώθηκε στις μύτες και έδωσε ένα φιλί στον Νις, που είχε συνέχεια το χέρι του περασμένο γύρω της.
‘Μα…πως…’, πήγε να ξεκινήσει ο Άρντεν. Ήθελε να ρωτήσει τόσα πολλά, μα η κοφτερή ματιά του Νις, τον σταμάτησε στη μέση.
‘Δε μου λες Νις, έφερες εκείνο που σου ζήτησα;’
‘Φυσικά αγάπη μου!’
Έβγαλε από το σάκο του ένα γαλαζωπό φιαλίδιο και της το έδωσε.
‘Υοχιμβίνη. Το πιο ισχυρό αντίδοτο για δηλητήρια. Αυτό δεν ήθελες;’
Εκείνη πήρε το φιαλίδιο και υψώνοντας το ένα της φρύδι τον κοίταξε με ένα μυστηριώδες μειδίαμα.
‘Σε ευχαριστώ Νις. Έτσι δεν θα χρειάζεται να φοβάμαι πια τα δαγκώματα τους.
Και τώρα τι θα λέγατε να σας τραγουδήσω για λίγο; Μπορείτε να ξαπλώσετε στο σοφρά και να απολαύσετε τη μουσική. Θαρρώ πως είστε και οι δύο πολύ κουρασμένοι, και είναι νιώθω την ανάγκη να σας περιποιηθώ. Έλα Άρντεν, μη βασανίζεις άλλο το μυαλό σου. Είναι τόσο όμορφα όλα απόψε, αρκεί να αφεθείς στη στιγμή χωρίς να γυρεύεις να την εξηγήσεις, έλα αφέσου Άρντεν, απλά αφέσου…. εγώ θα αναλάβω τα υπόλοιπα, και όλα θα πάνε περίφημα, πίστεψέ με.’
Όλα εκείνη τη νύχτα συνέβησαν απαλά, σαν θρόισμα, σαν πέρασμα στο όνειρο, αέρινα σχεδόν.
Η Σάμπα τους πήρε και τους δύο από τα χέρια και τους οδήγησε στο σοφρά. Μετά έφερε την άρπα , και ξεκίνησε να παίζει και να τραγουδάει. Η φωνή της ήταν μεθυστική. Την ώρα που τραγουδούσε, είχε βυθίσει τα σχιστά της μάτια στα μάτια του Άρντεν. Η ομορφιά της ήταν καθηλωτική. Υπήρχε κάτι τόσο μοιραίο στην έκφρασή της καθώς τον κοιτούσε που ο νέος ένιωσε τόσο αδύναμος σα να ήταν υπνωτισμένος. Τα βλέφαρα του έκλειναν, με κόπο τα κρατούσε ανοιχτά.
Κάποια στιγμή ανάμεσα στον ύπνο και στο ξύπνιο, άκουσε το γέλιο της κοντά στο αυτί του, εισέπνευσε το βαρύ άρωμα της και την ένιωσε να τον κοιτάζει εξεταστικά μέσα από τα πράσινα μάτια της.
‘Έλα, Νις, πάμε τώρα. Ο αδερφός σου θα κοιμηθεί πολύ βαθειά. Ήρθε η ώρα να μείνουμε μόνοι μας. Πόσο ανάγκη σε έχω δεν φαντάζεσαι.’
Μετά η φωνή του Νις, βραχνή από πόθο, αλλόκοτη. ‘Ω Σάμπα, Σάμπα αγάπη μου πόσο σε θέλω.’
——-
Όταν ο Άρντεν άνοιξε τα μάτια του, διαπίστωσε πως βρισκόταν στο φως της μέρας. Ήταν ξαπλωμένος καταγής. Πετάχτηκε πάνω και είδε πως ο Νις ήταν καθισμένος πλάι του σα να τον περίμενε να ξυπνήσει.
Γύρισε να δει που βρίσκονταν, και είδε πως το βουνό με την Γεντιανή ορθώνονταν πίσω τους.
‘Νις! Τι στην ευχή…’
Ο Νις σηκώθηκε και στάθηκε πλάι του. Έδειχνε σκυθρωπός και κουρασμένος.
‘Μου ορκίστηκες να μη ρωτήσεις τίποτα για όσα είδες. Τώρα θα γυρίσουμε στο χωριό και το καλό που σου θέλω, να ξεχάσεις ότι συνέβη χθες τη νύχτα.’
Έτσι πήραν αμίλητοι το δρόμο πίσω.”
——-
Εδώ η κ. Γκρέην σταμάτησε και με κοίταξε μέσα από τα γυαλιά της.
“Είναι όμως πολύ αργά καλή μου. Κουραστήκαμε και οι δύο νομίζω ε; Ας πάμε για ύπνο και θα σου συνεχίσω την ιστορία αυτή αύριο βράδυ.”
Αναστέναξα λυπημένη που θα σταματούσαμε σε ένα τόσο έντονο σημείο. Ήθελα απεγνωσμένα να μάθω τη συνέχεια. Γιατί υποπτευόμουν πως κάτι φοβερό επρόκειτο να συμβεί.
“Κ.Γκρέην πως γνωρίζετε με κάθε λεπτομέρεια αυτή την ιστορία; Την αφηγήστε λες και την παρακολουθούσατε από κοντά,” θέλησα να μάθω αν και αισθάνθηκα πως η ερώτηση μου την έκανε να νιώσει άβολα.
“Μου τα διηγήθηκε όλα λέξη προς λέξη ο Νις, λίγο πριν πάθει… τέλος πάντων ας τα πιάσουμε πάλι αύριο παιδί μου. Αύριο θα έχεις μια πολύ κουραστική μέρα. Θα ήθελα όμως και εγώ να σε ρωτήσω κάτι ξέρεις… Πως γίνεται μια κοπέλα στην ηλικία σου, να παίρνει μέρος σε μια τόσο δύσκολη ανάβαση; Δεν έχεις κάποιον σύντροφο που να ανησυχεί για σένα;”
Είχε χτυπήσει φλέβα. Έσκυψα το κεφάλι και συλλογίστηκα αν ήταν η κατάλληλη στιγμή να πω την αλήθεια.
“Κ. Γκρέην, ο λόγος που ήρθα ως εδώ είναι γιατί πρέπει να πάρω κάποιες αποφάσεις. Ήμουν… είμαι μάλλον σε διάσταση με τον άντρα μου και δεν ξέρω αν αξίζει να συνεχίσουμε… Όταν σπάσει ένα βάζο, όσο κι αν το κολλήσεις θα παραμείνει για πάντα ένα σπασμένο βάζο έτσι δεν είναι;”
“Ο άντρας σου σε έχει πληγώσει τόσο πολύ;”
Κούνησα το κεφάλι μου.
“Ερωτεύτηκε την καλύτερη μου φίλη, είχε φτιάξει μια ολόκληρη δεύτερη ζωή μαζί της και εγώ ήμουν στο σκοτάδι όλα εκείνα τα χρόνια μέχρι που…. το έμαθα και πόνεσα τόσο πολύ, που του ζήτησα να χωρίσουμε.”
“Και συμφώνησε;”
“Καθόλου μάλιστα. Προσπάθησε στην αρχή να με βγάλει αρρωστημένα ζηλιάρα, αλλά αναγκάστηκε εν τέλη να το παραδεχτεί. Μάταια πάσχισε να με κάνει να τον συγχωρήσω να τα ξεχάσω όλα και να βρούμε πάλι την αγάπη που είχαμε κάποτε, πολύ πριν…”
Εδώ σταμάτησα και σκούπισα με το μανίκι μου τα δάκρυα που έτρεχαν κιόλας.
“Πολύ πριν από τι;” Η κ.Γκρέην είχε σκύψει τώρα κοντά μου με συμπάθεια.
Πήρα μια πολύ βαθιά ανάσα και σήκωσα τα μάτια μου να την κοιτάξω.
“Πολύ πριν πεθάνει το μωρό μας. Ήταν το πρώτο μας παιδί.”
——-
Την επόμενη νύχτα, παρόλο που ήμουν εξοντωμένη από τη δύσκολη ανάβαση, παγωμένη μέχρι το κόκκαλο και νυσταγμένη, αναζήτησα την παρέα της οικοδέσποινας μου, αφότου οι υπόλοιποι της παρέας είχαν αποσυρθεί στα δωμάτια τους.
Η κ. Γκρέην με περίμενε υπομονετικά στο σαλονάκι της έχοντας ήδη ετοιμάσει το τσάι. Με έβαλε να καθήσω πλάι στη φωτιά και μου έδωσε ένα ποτηράκι ουίσκι να ζεσταθώ, πριν σερβίρει το τσάι.
“Σε περίμενα αγαπητή μου να έρθεις. Έχουμε αφήσει την ιστορία μας στη μέση, και δεν πρέπει να μένουν έτσι τα πράγματα ε; Καλό είναι να κλείνει ο κύκλος τους.”
Συμφώνησα, πίνοντας μια γερή γουλιά ουίσκι που έπεσε σαν βάλσαμο μέσα μου.
Η νυχτερινή μου πλέον συντροφιά, η γλυκιά κ. Γκρέην, έπλεξε για λίγο τα δάχτυλά της σα να προσπαθούσε να βρει από που θα ξετύλιγε το νήμα της ιστορίας.
“Τα πράγματα περιπλέχθηκαν πολύ για τον δύστυχο Άρντεν, από εκείνη τη νύχτα που είχε βρεθεί μάρτυρας μπροστά σε κάτι τόσο εξωπραγματικό. Χωρίς να ξέρει γιατί, το μυαλό του ήταν συνέχεια σε εκείνη τη νύχτα. Ανακαλούσε μέσα του όλα τα γεγονότα ένα ένα όπως είχαν συμβεί.
Κυρίως όμως ο νους του έτρεχε την κάθε στιγμή σε εκείνο το πλάσμα, σε εκείνη την σμαραγδένια Θεά της σπηλιάς, σε εκείνα τα μάτια, στο κοροιδευτικό αλλά τόσο αισθησιακό της χαμόγελο, στο ανάγλυφο κορμί της κάτω από το μετάξι… στην μυρωδιά της και στον ήχο της φωνής της. Όλα αυτά τον ζάλιζαν, τον έκαναν να υποφέρει από κάποιο άγνωστο συναίσθημα που δεν μπορούσε να το ελέγξει πια καθόλου, ούτε να το εξηγήσει.
Ήταν ένα κύμα φωτιάς που τον φλόγιζε όλη μέρα.
Σύντομα έγινε ανίκανος να ανταποκριθεί σε οτιδήποτε. Στη δουλειά του, στον αδερφό του, στη Ρόουζ. Ετοίμαζε το γάμο του με εκείνη που την αγαπούσε από παιδί, αλλά η καρδιά του είχε κάνει φτερά, και ήταν έτοιμη να πετάξει μακριά…. Το χειρότερο από όλα ήταν πως το καημένο το αγόρι πάσχιζε να αντισταθεί σε αυτόν τον πειρασμό, μα όσο περισσότερο προσπαθούσε τόσο μεγαλύτερη δύναμη εκείνος αποκτούσε μέσα του.
Στο τέλος, κατακουρασμένος υπέκυψε, δεν άντεχε να αντιστέκεται άλλο. Συνειδητοποίησε πως είχε νικηθεί από μια πολύ ισχυρή δύναμη. Άκουγε μόνο σε ένα όνομα. Σάμπα.
Μια μέρα δεν άντεξε άλλο πια. Πήρε την απόφαση να πάει να την βρει, μόνος του. Δεν ήξερε τι σκόπευε να της πει, τι θα συνέβαινε ανάμεσα τους, πως θα αντιδρούσε εκείνη. Ήξερε μόνο ένα πράγμα. Πως στα σίγουρα θα τρελλαινόταν αν δεν το έκανε.
Από την αγωνία και το φόβο που ένιωθε, χάθηκε μέσα στα μονοπάτια του βουνού, και χωρίς να το καταλάβει πως, είχε κιόλας σκοτεινιάσει.
Ο ουρανός ήταν γεμάτος πυκνά γκρίζα σύννεφα, οι νυχτερίδες πέταγαν γύρω του με απειλητικές διαθέσεις. Έφτασε στην είσοδο της σπηλιάς ακολουθώντας όλα εκείνα που είχε δει να κάνει ο Νις. Τα ίδια περάσματα, τα ίδια ανοίγματα μέσα στο πορφυρό βουνό, κατάφυτο από τη γεντιανή.
Η καρδιά του κάλπαζε σαν τρελλή όταν επιτέλους χτύπησε τη πόρτα της. Το έντιμο παιδικό σχεδόν πρόσωπο του Νις, ήρθε στο νου του, ακριβώς τη στιγμή που τρίζοντας άνοιγε η πόρτα της. Και να την! Εκεί στεκόταν μπροστά του, με τα αφύσικα πράσινα μάτια της, το λοξό χαμόγελο πίσω από τα σαρκώδη χείλη, τα μαλλιά αργίλου, την υποψία του αμετάκλητου πάνω της. Ρίγησε ολόκληρος ο Άρντεν, έμεινε αμίλητος μη βρίσκοντας τι να πει.
Τον έβγαλε κατευθείαν από τη δύσκολη στιγμή, λέγοντας με σιγανή φωνή, ‘Πως το ήξερα πως θα ερχόσουν Άρντεν! Ήμουν τόσο σίγουρη για αυτό. Έλα λοιπόν, πέρασε μέσα, μη στέκεσαι άλλο έτσι αμήχανος. Ξέρουμε καλά και οι δύο τι γυρεύεις.’
Ο νέος την άρπαξε στην αγκαλιά του. Εκείνη τσίριξε θυμωμένη φωνάζοντας, ‘Άσε με κάτω! Σε διατάζω Άρντεν!’
Εκείνος λαχανιασμένος άρχισε να της λέει, ‘Το μόνο που θέλω είναι ένα φιλί. Τίποτε άλλο, σου το ορκίζομαι Σάμπα. Έλα, άσε με να σε φιλήσω, έχω βασανιστεί τόσο πολύ. Σου ορκίζομαι πως θα φύγω αμέσως μετά.’
Η Σάμπα τον έσπρωξε μακριά και σταυρώνοντας τα χέρια της στο στήθος φώναξε εξοργισμένη, ‘Φύγε Άρντεν, φύγε μακριά μου, δεν έπρεπε να έρθεις εδώ απόψε. Μην τολμήσεις να με αγγίξεις! Είμαι η γυναίκα του αδερφού σου, το ξέχασες κιόλας;’
‘Δεν είσαι κανενός εσύ! Μια μάγισσα είσαι. Αν ήσουν του Νις, γιατί με κοίταζες έτσι τότε; Δεν ξέρω τι μάγια μου έχεις κάνει, ούτε τι πλάσμα είσαι. Από εδώ απόψε δεν θα φύγω αν δεν πάρω ένα σου φιλί.’
‘Όχι!’, ούρλιαξε εκείνη, αλλά ήταν αργά. Ο Άρντεν την είχε κιόλας αδράξει τυφλωμένος από ανεξέλεγκτες δυνάμεις, που τον είχαν κατακλύσει.
Η Σάμπα όμως σαν να μην είχε κόκκαλα, ξεγλίστρησε από τα μπράτσα του και με ένα άλμα, είχε τώρα βρεθεί πάνω από τη λίμνη, στο βράχο. Μόνο που δεν ήταν πια γυναίκα. Ήταν ένα άλλο πλάσμα. Μια μεγάλη καταπράσινη σαύρα με μισάνοιχτο στόμα, από όπου έβγαινε μια μακριά γλώσσα. Καθώς τον κοιτούσε, το γλοιώδες δέρμα της φούσκωνε και ξεφούσκωνε, και από μέσα της έβγαινε ένα σφύριγμα φιδιού, έτοιμου να επιτεθεί.
Ο Άρντεν πίσω πάτησε. ‘Για το όνομα του Ιησού! Τι λόγου δαίμονας είσαι εσύ!’ Σταγόνες ιδρώτα άρχισαν να στάζουν πάνω στο πρόσωπό του.
Η φωνή της Σάμπα του απάντησε αμέσως, ‘Τώρα είδες ποιά είμαι Άρντεν. Δεν έπρεπε να με πιέσεις. Ο αδερφός σου ποτέ δε με ανάγκασε να του δοθώ. Εσύ όμως είσαι διαφορετικός. Δεν μπορείς να αλλάξεις τη φύση σου. Ούτε εγώ τη δικιά μου. Ήμουν καταδικασμένη να ζω εδώ μέσα μόνη μου, στο σκοτάδι, στη μοναξιά στην απελπισία… μέχρι που με βρήκε ο Νις. Με τη γλυκιά του ψυχή έδωσε νόημα στη ζωή μου για πολλούς μήνες, χωρίς ποτέ να μάθει τι πραγματικά ήμουν. Έπεσε όμως στην παγίδα του εαυτού του.’
‘Τι θέλεις να πεις;’
‘Έφερε εσένα Άρντεν. Εσένα. Από τη πρώτη στιγμή που με κοίταξες κατάλαβα πως ήταν μοιραίο να με ερωτευτείς. Να τα καταστρέψεις όλα εκείνα που εγώ και ο Νις είχαμε. Γιαυτό σε μισώ, θα σε μισώ για πάντα.’
‘Τότε αφού τα πράγματα ήταν έτσι, γιατί με προκάλεσες; Γιατί με κοιτούσες με εκείνα τα μάτια και μου χαμογελούσες με εκείνον τον… άθλιο τρόπο; Γιατί; Γιατί εσύ με έκανες να έρθω ως εδώ! Για το όνομα του Θεού, αγαπώ την Ρόουζ.’
Πριν προλάβει να πει άλλα, η σαύρα πήδηξε μπροστά του και μεταμορφώθηκε πάλι στη Σάμπα. Αυτή τη φορά η έκφρασή της είχε μια παράξενη μεγαλοπρέπεια. Αργά τον πλησίασε και εκείνος σφάλισε τα μάτια του. Αισθάνθηκε το κάψιμο του φιλιού της πίσω από το αυτί του.
‘Τώρα πια είναι αργά για σένα μικρέ μου. Εσύ το ήθελες. Από αυτή τη στιγμή ανήκεις μόνο σε μένα. Θα είσαι πανέμορφος ως το τέλος της ζωής σου, και όλες θα σε θέλουν δικό τους. Σε καμμιά όμως δεν θα δώσεις ποτέ την καρδιά μου. Όσο για αυτό το σημάδι που σου έδωσα με το φιλί μου, να εύχεσαι μα μην το δει ποτέ καμμιά γυναίκα, αλλιώς θα καταστρέφεται σιγά σιγά από έρωτα για σένα. Έρωτα οδυνηρό και θανάσιμο. Έχεις τώρα πάνω σου την παντοτινή μου σφραγίδα. Το σημάδι της πράσινης Σάμπα.’”
——-
Η κ. Γκρέην, σταμάτησε για λίγο και κοίταξε μελαγχολικά έξω από το παράθυρο σα να αναζητούσε μια αγαπημένη σκιά να περάσει. Ήταν πολύ αργά, το ρολόι του τοίχου σήμανε μεσάνυχτα, αλλά ήξερα πολύ καλά πως έπρεπε απόψε να ακούσω την υπόλοιπη ιστορία ως το τέλος. Αυτή η ιστορία μου έφερνε μια ανεξήγητη θλίψη. Ήταν λες και όλα αυτά να είχαν συμβεί σε μένα την ίδια. Ευχόμουν να υπήρχε μια λύτρωση στο τέλος.
“Λοιπόν; Τι έγινε μετά;” ρώτησα γεμάτη ενδιαφέρον.
Η αφηγήτρια μου έβγαλε τα γυαλιά της, τα σκούπισε και τα ξαναφόρεσε.
“Τα πάντα είχαν τώρα πια αλλάξει για τον άτυχο Άρντεν…. Η κατάρα της πράσινης Σάμπα, τον ακολουθούσε σε κάθε του βήμα. Είχε ανακαλύψει πίσω από το δεξί του αυτί, κάτω από τις πυκνές μπούκλες του, το φλόγινο σημάδι μιας μικρής σαύρας… Ο Άρντεν έκρυβε εκείνο το σημάδι με μεγάλη επιμέλεια. Κάθε φορά που το χέρι της Ρόουζ πήγαινε να χαιδέψει τα μαλλιά του, εκείνος προσεκτικά της απομάκρυνε τα χέρια, βρίσκοντας πάντα κάποια πρόφαση.
Η αγάπη της Ρόουζ για εκείνον ήταν τόσο δυνατή που τον συγκινούσε. Η πίστη της στο δεσμό που μοιράζονταν από παιδιά. Ο Άρντεν όμως είχε τώρα υψώσει ένα τοίχος ανάμεσά τους, που ολοένα και τους απομάκρυνε. Άρχισε να γίνεται σκληρός, απρόσιτος, σκοτεινός και γεμάτος μυστικοπάθεια.
Από όπου περνούσε οι κοπέλες κρυφοκοίταζαν και προσευχόντουσαν να εγκλωβίσουν μια ματιά του. Σκορπούσε τον έρωτα, με τρόπο καταστροφικό. Έδινε πόνο και απογοήτευση σε όποια τολμούσε να σχετιστεί μαζί του. Όλα αυτά, κρυφά από την Ρόουζ. Εκείνη ήταν το μοναδικό του καταφύγιο από τη δυστυχία που τον περιτριγύριζε. Το βάλσαμο στα πάθη του. Γιατί, βλέπεις…. συνέχιζε να ανεβαίνει κρυφά στο Πορφυρό βουνό. Να συναντά εκείνο το αδίστακτο πλάσμα….”
“Και ο Νις; Το έμαθε ποτέ;”
“Τότε ήταν που ο δύστυχος Νις αρρώστησε βαριά .Έλεγαν πως είχε μολυνθεί από τη δηλητηριώδη σκόνη που έβγαινε από τον μαλαχίτη. Άρχισε να αδυνατίζει, να χάνει το σφρίγος του, να γίνεται κίτρινος σαν το κερί. Η ζωή γλιστρούσε σαν μια χούφτα άμμου μέσα από τα χέρια του. Έκανε αιμοπτύσεις, πότε φλεγόταν από πυρετό, πότε τουρτούριζε και χτυπούσαν τα κόκκαλά του. Ήταν σε όλους μας πιά ξεκάθαρο… Ο Νις πέθαινε…
Εν τω μεταξύ, ο Άρντεν γινόταν όλο και πιο όμορφος, όλο και πιο εγωιστής, δύσθυμος. Ο χαρακτήρας του είχε εντελώς αλλοιωθεί. Λες και υπήρχε, ένα έρεβος που τον τραβούσε κοντά του. Όλα όσα κάποτε ήταν φωτεινά και ευτυχισμένα, είχαν τώρα μετατραπεί σε βαριά θλίψη, τρόμο και αγωνία. Ο καιρός απλά περνούσε χωρίς πια οι μέρες να σημαίνουν κάτι για εκείνους.
Η μοναδική λαμπερή αχτίδα που τολμούσε να διαπεράσει εκείνη τη δυστυχία και να φέρει μια ελπίδα, ήταν η Ρόουζ. Εκείνη, φρόντιζε τον Νις, παρηγορούσε τον Άρντεν από τις απότομες μεταβολές της διάθεσης του, δούλευε σκληρά στα χωράφια για να έχουν να φάνε, έκανε τα πάντα χωρίς να παραπονιέται.
Ο Άρντεν έκρυβε το σημάδι του από εκείνη, μέχρι που μιά νύχτα, η Ρόουζ αποφάσισε να ανακαλύψει γιατί δεν την άφηνε πια να τον αγγίξει. Περίμενε την κατάλληλη στιγμή που ο Άρντεν κοιμόταν βαθιά, τον πλησίασε στις μύτες των ποδιών της, και έσκυψε πάνω του κρατώντας ένα λυχνάρι. Παραμέρισε τις μπούκλες του και έκπληκτη είδε το σημάδι που τόσο καιρό της έκρυβε. Αναρωτήθηκε τι μπορεί να σήμαινε αυτό.
Δεν είχε όμως πολύ χρόνο να το ερευνήσει γιατί ο Νις ήταν πια ετοιμοθάνατος. Αν δεν ήταν ώρες ήταν μέρες… Λίγο πριν το τέλος ο Νις ζήτησε να δει τον αδερφό του. Όταν ο Άρντεν τον πλησίασε, η Ρόουζ άκουσε τον Νις να του λέει λυπημένα, με σβησμένη φωνή, ‘Αδερφέ μου, πόσο έχεις αλλάξει από τότε… Η όψη σου είναι όψη αγγέλου, αλλά κάποιος δαίμονας έχει γεμίσει σκοτάδι την ψυχή σου. Φοβάμαι πως είναι εκείνη… Δεν έπρεπε να σε πάω κοντά της, συγχώρεσε με…. προσπάθησε να αντισταθείς Άρντεν, προτού είναι αργά για σένα. Εγώ τελείωσα.. αυτό ήταν.’
Αυτά υπήρξαν τα τελευταία του λόγια…..
Ο Άρντεν ένιωσε σαν να είχε ξεκολλήσει ένα τεράστιο κομμάτι από μέσα του. Κατέρρευσε σε λυγμούς στην αγκαλιά της Ρόουζ.
——-
Μερικές μέρες αργότερα, ο Άρντεν πάλι άρχισε να εξαφανίζεται, ώσπου η Ρόουζ, που ποτέ δεν τον είχε ρωτήσει που πηγαίνει, αποφάσισε να τον παρακολουθήσει. Ήταν εξαιρετικά καλή στο να κρύβεται, να γίνεται σχεδόν αόρατη όταν ήθελε. Έτσι της ήταν εύκολο να ακολουθήσει τα χνάρια του.
Έντρομη συνειδητοποίησε πως έπρεπε να περάσει το απαγορευμένο μονοπάτι του Πορφυρού βουνού. Κατάλαβε πως ο αρραβωνιαστικός της έκρυβε κάποιο φοβερό μυστικό εκεί πάνω. Η δύναμη που είχε μέσα της τη βοήθησε να παραμείνει αλύγιστη, μέχρι το τέλος.
Παρακολούθησε τα πάντα, κρυμμένη πίσω από βράχια, θάμνους και δέντρα. Ανακάλυψε όλα τα περάσματα, και όταν κατόρθωσε πια να μπει στη σπηλιά από μαλαχίτη, έμεινε άναυδη από εκείνα που αντίκριζε. Κατέβηκε την υπόγεια σκάλα, και διέσχισε το λαβύρινθο με τους πυρσούς. Είδε την πόρτα μισάνοιχτη και άκουσε τη φωνή του Άρντεν…. και μια άλλη φωνή, γυναικεία. Πλησίασε για να δει καλύτερα και έμεινε άφωνη. Άθελα της έβγαλε μια κραυγή.
Η Σάμπα και ο Άρντεν που εκείνη τη στιγμή ήταν παραδομένοι σε ένα φιλί, γύρισαν παραξενεμένοι να δουν ποιός ήταν. Με απόλυτη φρίκη ο Άρντεν αντίκρισε την Ρόουζ να τον κοιτάζει τρομοκρατημένη.
Η Σάμπα σφύριξε με οργή, ‘Ποιά είναι αυτή και τι θέλει εδώ; Δεν σου είπα πως δεν πρέπει κανένας να μάθει για μένα;’
Η Ρόουζ όμως συνήλθε από το σοκ, και χύμηξε να αρπάξει μακριά τον Άρντεν.
‘Ξύπνα Άρντεν!’ ούρλιαξε με όλη της τη δύναμη. ‘Δε βλέπεις πως σου έχει κάνει μάγια; Αυτή φταίει για όλα! Φύγε μακριά της Άρντεν, έλα πάλι στη ζωή μαζί μου. Εδώ, το μόνο που θα βρεις είναι απόλυτη δυστυχία. Με ακούς; Ξύπνα!’
Ο νέος φαινόταν να τα έχει χαμένα. ‘Ρόουζ…” ψέλλισε. ‘Για το όνομα του Θεού, πως βρήκες αυτό το μέρος…’
‘Φτάνει ο θάνατος του Νις. Μέσα στο παραλήρημα του πυρετού του, ο Νις μίλησε για αυτήν με μισόλογα. Ήταν αρκετά για να καταλάβω τι είχε συμβεί.’ Πριν προλάβει να ειπωθεί κάτι περισσότερο, συνέβη κάτι τρομερό.
Εν ριπή οφθαλμού, η Σάμπα είχε μεταμορφωθεί σε μια τεράστια σαύρα, που πήδηξε πάνω στην Ρόουζ και την δάγκωσε στον ώμο. Η κοπέλα έβγαλε ένα ουρλιαχτό και διπλώθηκε στα δύο.
‘Τι της έκανες;’ φώναξε ο Άρντεν και αρπάζοντας τη σαύρα την σήκωσε ψηλά. Ξαφνικά μπροστά του έστεκε πάλι η Σάμπα, με δάκρυα να τρέχουν από τα μάτια της.
‘Θα πεθάνει σε λίγα λεπτά Άρντεν. Έχει μέσα της ισχυρό δηλητήριο. Δεν έπρεπε να μάθει για μας. Τώρα είναι ξοφλημένη. Τα μέλη της θα παραλύσουν και ο θάνατος θα έρθει γλυκός σαν μέλι. Μη φοβάσαι, δεν υποφέρει πολύ. Κοίταξε την… ούτε καν παραπονιέται. Δεν τη χρειαζόμαστε αγάπη μου, είναι αντάξια σου. Καλύτερα νεκρή. Θα μπορούσα και εγώ να ήμουν μια κανονική γυναίκα σαν και αυτήν. Αντίθετα είμαι καταδικασμένη στην απομόνωση και τη μοναξιά.’ Λέγοντας έτσι, μάζεψε τις σταγόνες που έτρεχαν από τα μάτια της και τις τοποθέτησε στον τοίχο. Στη στιγμή πήραν το σχήμα του μαλαχίτη.
Η Ρόουζ με κόπο είχε κατορθώσει να σταθεί στα πόδια της. Με μάτια έτοιμα να σβήσουν κοίταξε τη Σάμπα και είπε, ‘Ήσουν και θα είσαι για πάντα ένα δυστυχισμένο πλάσμα. Άφησε μας να φύγουμε, και ίσως έτσι λυτρωθείς από τα βάσανα σου.’ Ήταν έτοιμη να αφήσει την τελευταία της πνοή όταν ακούστηκε η κραυγή του Άρντεν.
‘Μην πεθαίνεις Ρόουζ! Όχι σε παρακαλώ μη με αφήνεις μόνο.’ Απεγνωσμένος στράφηκε στη Σάμπα που τον κοίταζε με μια έκφραση φόβου και θυμού.
‘Υοχιμβίνη! Γρήγορα! Σου είχε φέρει το αντίδοτο ο Νις. Δως μου το αμέσως τώρα! Για χάρη του αδερφού μου που κάποτε αγαπούσες…. άφησε τη να ζήσει σε ικετεύω. Θα κάνω ότι θέλεις.’
Εκείνη γέλασε δυνατά ρίχνοντας πίσω το κεφάλι της.
‘Εντάξει λοιπόν αγάπη μου. Κέρδισες. Θα φέρω το αντίδοτο αλλά με ένα αντάλλαγμα. Πως δεν θα γυρίσεις ποτέ πια πίσω στο χωριό σου. Για πάντα θα μείνεις εδώ μαζί μου. Το δέχεσαι;’
‘Όχι Άρντεν… μη…’ σύρθηκε η φωνή της Ρόουζ.
‘Το δέχομαι!’ Τότε η Σάμπα, έβγαλε από τη ζώνη της ένα μικρό φιαλίδιο και το έδωσε στον Άρντεν. Εκείνος έσπευσε στην Ρόουζ που είχε κιόλας χάσει τις αισθήσεις της, και την έκανε να το πιει. Έτσι με αυτήν την ανταλλαγή, η Ρόουζ έζησε. Όσο κι αν παρακάλεσε, έκλαψε, ικέτεψε, ορκίστηκε, η Σάμπα δεν λύγισε. Ο Άρντεν έπρεπε να μείνει κοντά της για πάντα. Είχε δώσει το λόγο του και όφειλε να παραμείνει πιστός.
Η Ρόουζ αναγκάστηκε να πάρει το μονοπάτι για το χωριό, κλαίγοντας με λυγμούς σε όλο το δρόμο, τρομάζοντας στο διάβα της φίδια και αγριοπούλια. Έζησε και είδε πολλά, από τότε, μα ποτέ δεν κατόρθωσε να ξεχάσει εκείνον που είχε αγαπήσει περισσότερο από κάθε τι στο κόσμο.
Τον Άρντεν, που την είχε γλιτώσει από βέβαιο θάνατο, με ένα πολύ σκληρό αντάλλαγμα. Κάθε μέρα, περνούσε από τον τάφο του Νις, και του άναβε ένα κερί, η του άφηνε ένα τριαντάφυλλο.
Η Ρόουζ παντρεύτηκε, έκανε παιδιά και εγγόνια, χωρίς όμως να ξανανιώσει την έκσταση που ένιωθε, όταν τα χείλη του Άρντεν ακουμπούσαν τα δικά της, όταν την έπαιρνε στη μαγική του αγκαλιά και την έκανε να ξεχνά τα πάντα γύρω της. Εκείνον τον απόλυτο έρωτα, δεν τον ξανά έζησε ποτέ πια.
Συχνά πυκνά, έπαιρνε τα κιάλια της και κοιτούσε τις μυτερές κορυφές του Πορφυρού βουνού, πασχίζοντας να διακρίνει ένα σημάδι του.
Τις νύχτες πολλές φορές ξυπνούσε και της φαινόταν πως εκείνος της χτυπούσε το παράθυρο κλαίγοντας. Προς στιγμή μια άγρια χαρά την καταλάμβανε ώσπου ξυπνούσε κανονικά και διαπίστωνε πως ήταν ένα ακόμα όνειρο…. Ο Άρντεν είχε χαθεί, λες και δεν υπήρξε ποτέ. Κανένας δεν έμαθε την αλήθεια, δεν υπήρχε πλέον λόγος να αμαυρωθεί η μνήμη του. Καλύτερα να πίστευαν όλοι πως ο θάνατος του Νις τον είχε τόσο συγκλονίσει που είχε αναζητήσει μια άλλη ζωή κάπου αλλού.
Ώσπου μια μέρα συνέβη κάτι…” Η ηλικιωμένη γυναίκα άπλωσε το χέρι της για λίγο να πιάσει το δικό μου. Την ένιωσα να τρέμει ελαφρά.
“Πείτε μου τι συνέβη κ. Γκρέην,” της είπα τρυφερά.
“Μιά ομάδα ορειβατών σαν και εσάς είχε φτάσει στο χωριό μας. Πάνε δυό χρόνια από εκείνη τη μέρα. Είχαν έρθει ως το Κάριν Μάχον για να διασχίσουν την ψηλότερη κορφή, του Πορφυρού βουνού. Ως τότε ήταν απαγορευμένη η ανάβαση εκεί, αλλά ο καινούργιος νόμος του χωριού είχε δώσει την άδεια σε έξη Γιαπωνέζους να επιχειρήσουν να διασχίσουν το βουνό. Ήταν Φλεβάρης, και όλα τα βουνά ήταν σκεπασμένα με πυκνό χιόνι.
Για κακή τους τύχη έπεσαν σε μια χιονοθύελλα, και δεν γύρισαν πίσω. Κάποια παλικάρια του χωριού, τότε αποφάσισαν να ανέβουν στο Πορφυρό βουνό, και να τους ψάξουν. Όλοι φοβόμασταν πως σίγουρα ήταν νεκροί. Ο Θεός όμως έδωσε και τους βρήκαν όλους ζωντανούς και ξεπαγιασμένους. Είχαμε θυμάμαι μαζευτεί όλο το χωριό στους πρόποδες του βουνού και τους βλέπαμε να κατεβαίνουν. Μετέφεραν μαζί τους ένα φορείο, έτσι πιστέψαμε πως κάποιος ήταν βαριά τραυματισμένος. Τα νέα που έφτασαν ήταν ανατριχιαστικά. Είχαν βρει έναν άνθρωπο, μέσα σε μια χαράδρα. Ήταν νεκρός, αλλά καθώς είχε παγώσει μέσα στα χιόνια, τα όμορφα χαρακτηριστικά του είχαν διατηρηθεί αναλλοίωτα.
Οι νεαροί διασώστες είπαν πως ήταν κάποιος άγνωστος. Όταν όμως τον έφεραν κάτω στο χωριό, οι ηλικιωμένοι σοκαρισμένοι αναγνώρισαν τον Άρντεν. Καθώς είχε παγώσει μέσα στο χιόνι είχε παραμείνει ένα αγόρι είκοσι χρονών!”
Εδώ η κ. Γκρέην σταμάτησε και πλησίασε τη φωτιά να μετακινήσει τα κούτσουρα. Μια πύρινη γλώσσα φωτιάς αναδύθηκε, φωτίζοντας το πρόσωπό της, και τότε κατάλαβα… Της έσφιξα το χέρι.
“Εσείς ήσαστε εκείνη… η Ρόουζ. Το βλέπω τώρα καθαρά.”
Κούνησε το κεφάλι της σκουπίζοντας ένα δάκρυ που κυλούσε στο γερασμένο της μάγουλο.
“Και… τον είδατε…” ψιθύρισα ταραγμένα. Ήμουν έτοιμη να βάλω και εγώ τα κλάματα.
“Ήταν πολύ… σκληρό… δεν είχε περάσει λεπτό από πάνω του. Κι όμως, είχαν μεσολαβήσει εξήντα ολόκληρα χρόνια…”
“Και τι πιστεύετε πως του είχε συμβεί; Γιατί ήταν εκεί κάτω;”
“Είχε προσπαθήσει να ξεφύγει από κείνη, να γυρίσει πίσω σε μένα, μόνο που δεν πρόλαβε…”
——-
Εκείνη τη νύχτα ο ύπνος μου ήταν ταραγμένος, γεμάτος εφιάλτες. Μέσα τους μπερδεύονταν πολλά πρόσωπα, που ξεπηδούσαν από μια ομίχλη. Το υπέροχο πρόσωπο του Άρντεν, έτσι όπως τον φανταζόμουν, ο Νις να με κοιτάζει ικετευτικά σαν να με παρακαλεί για κάτι, η κυρία Γκρέην σαν νεαρή κοπέλα και μετά…. εκείνο το τόσο θλιμμένο, τόσο συνταρακτικό γυναικείο πρόσωπο, που ξαφνικά χανόταν μέσα σε δίνες αέρα, πνιγμένο από τα χάλκινα μαλλιά γύρω της. Ήταν τυλιγμένη με μια κάπα από μαλαχίτη, και τα μάτια της γεμάτα πράσινα δάκρυα. Ανάμεσα στα δάχτυλά της γλιστρούσαν μικροσκοπικές σαύρες….
“Είμαι τόσο μόνη…” μονολογούσε αλλά η φωνή της χανόταν μέσα στα ουρλιαχτά του ανέμου.
Ξύπνησα τα χαράματα αλαφιασμένη και πετάχτηκα πάνω.
Τα τελευταία λόγια της Ρόουζ είχαν μείνει χαραγμένα μέσα μου φαίνεται. Την είχα ρωτήσει, πριν την καληνυχτίσω, αν είχε ποτέ μιλήσει σε κάποιον άλλον για εκείνη την ιστορία. Αν ο κόσμος έμαθε ποτέ για την πράσινη Σάμπα και τη σπηλιά της. Η Ρόουζ με είχε κοιτάξει με ένα έντονο βλέμμα και μου είχε πει, “Κανένας δεν έμαθε ποτέ για εκείνη. Και ούτε θα πρέπει να μαθευτούν όλα αυτά.”
“Τι υποθέτετε πως της συνέβη; Να έμεινε άραγε για πάντα κλεισμένη μέσα στο βουνό;”
“Ήταν ένας δαίμονας που έφερε έρωτα και θάνατο. Καλύτερα να μείνει για πάντα μακριά από όλους. Κανένας να μην έχει την κακοτυχία να την συναντήσει ξανά.”
“Κυρία Ρόουζ δεν είναι πολύ σκληρό για ένα πλάσμα να είναι καταδικασμένο στην απόλυτη μοναξιά όμως;” αναρωτήθηκα φωναχτά. Η συμπόνια μέσα μου είχε νικήσει.
Η Ρόουζ μου κράτησε και τα δύο χέρια.
“Γλυκιά μου κοπέλα, καταλαβαίνω πως τη λυπάσαι. Ακόμα και εγώ ώρες ώρες τη λυπάμαι, παρόλο που μου πήρε ότι αγαπούσα. Η λύπη για τα σκοτάδια όμως είναι κάτι με το οποίο πρέπει να μάθουμε να ζούμε. Η ψυχή μας πάντα οφείλει να αναζητά το φως.”
——-
Ήταν η τελευταία μας νύχτα εκεί, στο Κάριν Μάχον. Όταν ξημέρωνε για τα καλά, θα ξεκινούσαμε με τη δυσκολότερη ανάβαση για το όρος Μπαλιασένογκ.
Πολλές ώρες αργότερα, βρισκόμασταν όλοι στο παρεκκλήσι του Μάλμπορο, κάνοντας μια στάση για σάντουιτς. Άφησα για λίγο την ζωηρή και κεφάτη παρέα μου, και απομακρύνθηκα . Στάθηκα στην άκρη ενός γκρεμού, πήρα τα κιάλια μου και παρατήρησα τη θέα απέναντι μου. Το απρόσιτο, και μυθικό Πορφυρό βουνό, ήταν ολόκληρο, σκεπασμένο με χιόνια. Απροσπέλαστο.
Ξαφνικά, μου φάνηκε πως το μάτι μου πήρε μια ελάχιστη φλόγινη αναλαμπή μέσα στο χιόνι. Κατάλαβα τι έβλεπα. Άνθος της Γεντιανής των βουνών.
Και τότε μέσα μου άξαφνα άστραψε η αλήθεια. Η δικιά μου. Ο γάμος μου, δεν είχε πια καμμιά χαρά να μου δώσει. Κανένα φως. Όλη η προσπάθεια ήταν άσκοπη. Δεν ήθελα άλλο να ζω τη ζωή που ζούσα. Ήξερα πως είχα κάθε ελπίδα να ζήσω κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο, και θαυμάσιο.
Ήμουν ακόμα νέα, και ελεύθερη!
ΤΕΛΟΣ
0 Σχόλια