Χρόνια τώρα παλεύω
στην κορυφή να φτάσω
και να φανταστείς
δεν είναι τίποτα σπουδαίο.
Μια μικρή πλαγιά
στην άκρη του χωριού μου.
Μόνο μια φορά μικρή
κατάφερα να σκαρφαλώσω
και να δω τα μυστήρια
του κόσμου τούτου.
Από τότε παλεύω
εκεί ψηλά ν’ ανέβω.
Ένα αόρατο χέρι με κρατάει
καρφωμένη στη γήινη ζωή μου.
Συχνά παραπαίω
μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας
κυνηγάω χίμαιρες
και με κατατρέχουν φαντάσματα.
Στην αρχή της νιότης μου
βαριόμουνα νωρίς
εγκατέλειπα την προσπάθεια,
κυνήγι εύκολο η χαρά
σ’ ένα ανυποψίαστο αύριο.
Αργότερα βάρυναν τα πόδια μου
η ψυχή μου αλυσοδέθηκε στην πέτρα.
Όλο λέω να ξεκινήσω
μα γι’ αύριο τ’ αναβάλλω.
Δύσκολο, θαρρώ, πως είναι
τις Συμπληγάδες να περάσω.
Ακονίζω τα φτερά μου
να πετάξω
αλλά μένει το πέταγμα μισό.
Αύριο, λέω,
δεν πειράζει.
Τίποτα πια δε με λυτρώνει,
κι αυτός ο έρωτας
στην αρχή του δυναμίτης,
μα έμεινε μόνο το φιτίλι,
χωρίς φωτιά
το πάθος κοιμήθηκε νωρίς.
Κι εσύ, που είπες
πως θα με σώσεις
από του κόσμου τούτου τα δεινά,
δε φάνηκες ακόμα.
Μονάχη πρέπει να σωθώ
να προλάβω τη φθορά
πριν πέσω στον γκρεμό.
Μετρώντας τα χρόνια μου
θρηνώ για τα περασμένα
ή για λύπες μελλούμενες
θαρρείς και μπορώ να τις προλάβω.
Τώρα στη δύση της ζωής μου
το ίδιο σαράκι με κατατρώει
να κάνω το ταξίδι.
Ή τώρα ή ποτέ.
Τα τείχη θα γκρεμίσω
τους δράκους θα σκοτώσω
και θα φωτίσω την ψυχή μου.
Απόφαση το πήρα
να εκδικηθώ τα όνειρά μου.
Αύριο, λέω,
και μέσα σ’ αυτό το αύριο
κλείνω την ύπαρξή μου.
Ήρθε η νύχτα,
κοίμισε τις σκέψεις,
έσβησε το φως της προσδοκίας
κι έπεσε βαριά στα βλέφαρά μου.
Κύλησαν τα λιγοστά μου χρόνια
σαν το νερό της πηγής
που ποτέ δεν ήπια.
Κοιτάζω το ρολόι.
Δώδεκα και μισή.
Μπροστά μου, αλίμονο, ο Καβάφης
Δώδεκα και μισή πώς πέρασε η ώρα.
Δώδεκα και μισή πώς πέρασαν τα χρόνια.
_
γράφει η Μαρία Πολίτη
0 Σχόλια