Ημέρα ηλιόλουστη, χαρά Θεού.
Η Έλλη κάθεται στην κουκλίστικη κουζινίτσα της.
Τακτοποιεί τους λογαριασμούς της, που είναι η μόνιμη μα και μοναδική επαφή της με τα ΕΛ.ΤΑ. Μια επαφή που ποτέ δεν τη ξεχνά την Έλλη! Την επισκέπτεται ανελλιπώς μια φορά το μήνα ή το δίμηνο. Ο.Τ.Ε., ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, χώρια οι άλλοι λογαριασμοί που τής δίνονται ιδιοχείρως: Κοινόχρηστα, φάρμακα, Χασάπης, Σούπερ Μάρκετ, τα ελέη του Θεού! Τι να λέμε τώρα… Τί της απομένει την κάθε φορά, αν θελήσει να πάρει κανένα σουβλάκι, άντε και καμιά πίτσα πού και πού;
ΤΙΠΟΤΑ.
Οι αποδείξεις που ζητάει το Υπουργείο των Οικονομικών από τις περισσότερες των προαναφερθεισών υπηρεσιών άντε και από κανένα κομμωτήριο για κούρεμα μια φορά την τριμηνία, δε φτάνουν για την απαιτούμενη φορολογική απαλλαγή της. Δε βαριέσαι. Θα κάνει ό, τι μπορεί. Θα ζητήσει καμιά περισσευούμενη απόδειξη από τα παιδιά της, θα μαζέψει δυο τρεις πεταμένες πλάι στο ταμείο του φούρνου ή του μπακάλη. Θα τα καταφέρει, πού θα πάει; Γιατί, για να μαζέψει από άλλες υπηρεσίες, όπως π.χ. από ηλεκτρολόγους και υδραυλικούς, αδύνατον, άσε που αυτοί ουδέποτε δίνουν, αλλά λόγω του ότι για να τους πληρώσει δεν έχει, αναγκαστικά και υδραυλικός έχει η ίδια γίνει, μα και ηλεκτρολόγος. Μέχρι που καμιά μέρα θα πάθει καμιά ηλεκτροπληξία και θα πάει καλιά της, μιας και στην δική της Σχολή δεν της τα έμαθαν σωστά τα μαστορέματα. Κατάντια και των γονέων. Τί να πεις!
Εκεί που κάθεται, σαν να αισθάνθηκε ένα αεράκι στην πλάτη της. Το παράθυρο της κουζίνας της ορθάνοιχτο να φύγει η μυρωδιά του κουνουπιδιού που ναι μεν της αρέσει να το τρώει όχι όμως και να το μυρίζει. Σηκώνεται να το κλείσει το πλατύ παράθυρο, ήταν και Φλεβάρης μήνας και παρά τη λιακάδα έκανε αρκετό κρύο, το μετανιώνει, λέει να το αφήσει ανοιχτό ακόμη λίγο. Σαν να της φάνηκε μια σκιά να περνά μπροστά από το οπτικό της πεδίο και υπέθεσε ότι κάποιο από τα εγγόνια της θα φαινόταν μπροστά της από στιγμή σε στιγμή καθώς ήταν η ώρα που σχολούσαν και περνούσαν να της πουν ένα γεια ως συνήθως.
«Εσύ είσαι Αλέξανδρε; Όλγα εσύ;»
Μη παίρνοντας απάντηση και απορώντας γιατί, σηκώνεται να δει τι συμβαίνει και δεν απαντούν.
Κοιτάζει.
Κ α ν ε ί ς.
“Άλλο και τούτο”, μουρμουρίζει. “Άρχισαν τα μάτια μου να βλέπουν σκιές στο σπίτι μου μέσα; Βλάβη των ματιών ή του μυαλού μου;”
Ρίχνει μια ματιά και στα δωμάτια μη και τα πιτσιρίκια της κάνουν καμιά πλάκα.
Κανείς.
“Έλα Θεέ μου”, μουρμουρίζει και κουνώντας το κεφάλι της σκεπτική, ξαναγυρίζει στην κουκλίστικη κουζίνα της που την έλουζε ο ήλιος γενναιόδωρα μέσα από το ορθάνοιχτο παράθυρο. Ώρα να το κλείσει πια. Γυρίζει στο τραπέζι της και μένει με το στόμα της τώρα ορθάνοιχτο, σαν του ορθάνοιχτου παραθύρου τα τζάμια! Το πορτοφόλι της και τα χρήματα της σύνταξής της έτσι όπως προ ολίγου τα είχε πάρει από την τράπεζα, ΆΦΑΝΤΑ!
“Α, δεν πάω καθόλου καλά σήμερα”, μονολόγησε.
“Τη μια βλέπω σκιές, την άλλη ξεχνώ πού έβαλα τα χρήματά μου, είχε και η συγχωρεμένη η γιαγιά μου μια μαλάκυνση του εγκεφάλου. Ον εστί μεθερμηνευόμενο, αλτσχάιμερ… Ώρες είναι να μου κτυπά την πόρτα η κληρονομικότητα… Υπέροχα. Έχουν και οι γιατροί απεργία, άντε και να δω τι θα κάνω. Και θα αρχίσουν τα παιδιά να με μαλώνουν:
‘Είδες τι παθαίνεις που δεν βγαίνεις έξω;
Τα ‘δες που δεν περπατάς;
Για ό, τι και αν μου συμβαίνει αυτή είναι η επωδός…
Έκανες διάδρομο;
Όχι;
Ε, γι‘ αυτό βλέπεις σκιές!’
Τι να πεις; Μα τώρα πάλι, εδώ δεν ήταν που μετρούσα τα λεφτά μου και αναρωτιόμουνα αν περισσέψει τη φορά αυτή κανένα ευρώ;”
Αρχίζει λοιπόν να ψάχνει απεγνωσμένα παντού. Μα τελικά κατάλαβε το απίστευτο. Δεν επρόκειτο για απώλεια μνήμης αλλά περί θρασύτατης κλοπής μέσα στο ίδιο της το σπίτι με αυτήν την ίδια παρούσα.
Και ο κλέφτης;
ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΛΕΦΤΗΣ;
Έλα μου ντε; Πούντον; Και πώς μπήκε; Και από πού μπήκε; Και πώς έφυγε χωρίς να έχει την καλοσύνη να με σακατέψει στο ξύλο κατά τα ειωθότα όπως βλέπουμε καθημερινά να γίνεται στην T.V; Ευγενέστατο παιδί, όχι σαν τους αγροίκους συναδέλφους του. Ο Θεός να τον έχει καλά…
Και… καλεί την αστυνομία!
Έρχονται δύο υπέροχα παιδιά και η κυρία Έλλη τους περιγράφει λεπτομερώς τη σκηνή που και εμείς περιγράψαμε λίγο πριν. Οι νεαροί αστυφύλακες τη λυπήθηκαν τη σεβάσμια κυρία που τους άκουγε αποσβολωμένη να της λένε ότι έπεσε θύμα κλοπής από τη “ΣΚΙΑ”. Έτσι αποκαλούσαν τον κλέφτη που λυμαίνονταν την περιοχή με πανομοιότυπο με τον δικό της τρόπο.
«Μα καλά, η ΣΚΙΑ δεν προέρχεται από μια υλική υπόσταση; Τι είναι, φάντασμα; Εγώ, ούτε είδα, ούτε άκουσα κανέναν να μπαίνει ή να βγαίνει από το σπίτι μου και ειδικότερα από την κουζίνα μου. Ο δε χρόνος που περίεργη σηκώθηκα να δω γιατί δεν απαντούν τα εγγόνια μου, δεν θα ήταν παραπάνω από ένα λεπτό. Και πολύ λέω».
«Κυρία μου για το φίλο μας τον επονομαζόμενο ΣΚΙΑ, ο χρόνος της εκάστοτε κλοπής του ποτέ δεν υπερβαίνει τον χρόνο που μας λέτε. Και αυτός είναι και ένας από τους πολλούς λόγους που δεν έχουμε δυστυχώς καταφέρει να τον τσακώσουμε μέχρι τώρα, πράγμα για το οποίο δεν είμαστε καθόλου υπερήφανοι μα την αλήθεια. Αφού ο αρχηγός σκέπτεται να τον επικηρύξει με κάποιο ποσό για να πιαστεί και να μη ρεζιλευόμαστε άλλο.»
Έμειναν με την κυρία Έλλη λίγο περισσότερο απ’ ό,τι επίτασσε το καθήκον τους, γιατί την λυπήθηκαν τη γυναίκα, έτσι που την είδαν απελπισμένη. Καινούρια ήθη στους αστυνομικούς κύκλους. Ευπρόσδεκτα και μπράβο τους. Εκείνη τους έκανε όχι μόνο ένα μερακλίδικο καφεδάκι αλλά τους έκανε και φίλους της. Τελειώνοντας δε την κουβέντα της, τους είπε το παράπονό της:
«…Και καλά η Κρίση που δε μας αφήνει να έχουμε ήσυχα γεράματα, αμ’ να έχουμε και την κλεψιά; Σας υπόσχομαι αγόρια μου ότι εγώ, δεν πρόκειται να καθίσω με σταυρωμένα τα χέρια να ακούω για ΣΚΙΕΣ και σαχλαμάρες. ΕΓΩ ΤΟΝ ΚΛΕΦΤΗ ΘΑ ΤΟΝ ΒΡΩ. ΕΚΕΙΝΟΣ ΜΕ ΡΩΤΗΣΕ ΠΩΣ ΘΑ ΤΑ ΒΓΑΛΩ ΠΕΡΑ ΑΥΤΟΝ ΤΟ ΜΗΝΑ;»
Οι νεαροί αστυφύλακες την ευχαρίστησαν και έφυγαν χαμογελώντας της ζεστά για το “χιούμορ” της. Πώς αλλιώς να χαρακτήριζαν την υπόσχεσή της ότι θα καθάριζε τον τόπο από τις ΣΚΙΕΣ που σκέπαζαν απειλητικά, πράγματι, τη γειτονιά της, όταν αυτοί, παρά τις περιπολίες τους, παρά τις παγίδες που του έστηναν, δεν είχαν καταφέρει το παραμικρό;
*
Οι επόμενες ημέρες δεν έμοιαζαν διόλου με την ημέρα εκείνη την ηλιόλουστη του άσχημου για την κυρία Έλλη συμβάντος. Τις Αλκυονίδες ημέρες του Φλεβάρη διαδέχθηκε μια μουντάδα, μια βαριά συννεφιά και ένα παγωμένο ψιλόβροχο που σου περόνιαζε τα κόκαλα.
Μωρέ και πάλι καλά να λες. Και τι ήταν αυτός ο καιρός μπροστά στη θεομηνία που μάστιζε την Υπόλοιπη Ευρώπη και την Αμερική; Να βλέπεις τις καταστροφές και να λες δεν είναι δυνατόν. Ολόκληρες περιοχές παραθαλάσσιες, άλλες παραποτάμιες, να πνίγονται στα νερά,να εξαφανίζονται περιουσίες και σπίτια, από έναν πρωτόγνωρο χειμώνα. Η κατάσταση στην Ελλάδα υπό ομαλότατες και φυσιολογικές για την εποχή συνθήκες. Ευλογημένος Τόπος, πάει και τελείωσε. Έχουμε βέβαια και ‘μείς τα δικά μας, που και που κανένα ταρακούνημα, αλλά και σε αυτή την περίπτωση τα Ρίχτερ σχετικά λίγα. Κάτι ήξεραν που είχαν διαλέξει τον τόπο αυτό για κατοικία τους οι θεοί, οι ημίθεοι, και έτεροι… εκ των συγγενών τους, από Αρχαιοτάτων χρόνων…
Η Ε.Μ.Υ. έστελνε μέσω της μικρής οθόνης, ελπιδοφόρα μηνύματα ότι σε 3-4 ημέρες θα ανέβαινε και η θερμοκρασία πράγμα που καταλάγιαζε κάπως τις γκρίνιες και τους τσακωμούς των κατοίκων με τους διαχειριστές των πολυκατοικιών. Ξέρεις τι θα πει, εσύ να λες: “δεν πληρώνω κοινόχρηστα, δεν πληρώνω” και να σου κόβουν το καλοριφέρ ή ακόμη το ασανσέρ και να ανεβαίνεις μέχρι τον πέμπτο όροφο με τα πόδια; Υπομονή λοιπόν κυρία Έλλη λίγες μέρες. Θα ζεστάνει ο καιρός. Μα η κυρία Έλλη, και κρύωνε, και δεν είχε καταφέρει να ξεπεράσει το σοκ και τη στενοχώρια της από την απώλεια του μισθού της. Γιατί, ναι μεν προσπαθούσε να κάνει υπομονή, μα οι λογαριασμοί της παρέμεναν απλήρωτοι και ελπίδα για θαύμα, από πουθενά. Με κίνδυνο να της κόψουν το φως, το νερό, το τηλέφωνο, ζήτησε και κατάφερε να κερδίσει από τις υπηρεσίες αυτές μία σχετική προθεσμία εξηγώντας ότι αδυνατούσε να είναι συνεπής με τις υποχρεώσεις της, αυτή που μια ζωή δεν θυμάται να χρωστούσε σε κάποιον μια δραχμή. Περιόρισε το φαγητό της, τόσο σαν ποσότητα όσο και σαν ποιότητα. Από φάρμακα έπαιρνε και από τα ληγμένα της ακόμη. Δεν είχε να πληρώσει ούτε τη συμμετοχή της στο φαρμακείο και στερήθηκε την απαραίτητη για την ηλικία της θέρμανση ζητώντας από τον διαχειριστή να της σφραγίσουν το καλοριφέρ της για να αποφύγει μέρος των κοινοχρήστων. Δεν γινόταν αλλιώς. Έκοψε το κινητό τηλέφωνο. Και το σταθερό το είχε μόνο για ώρα ανάγκης. Κάποτε ήρθε η ημέρα της νέας μισθοδοσίας της. Θλιβερή επέτειος η ανάμνηση του συμβάντος, πριν ένα μήνα.
Η ίδια σκηνή στην κουζίνα μέσα.
Λαχανοντολμάδες τη φορά αυτή και το παράθυρο του υπερυψωμένου ισογείου πάλι ανοιχτό, να φύγει η μυρωδιά του λάχανου. Παραξενιά; Έχει λίγες παραξενιές η Έλλη, μεγάλη γυναίκα είναι. Πολύ προσεκτικότερη αυτή τη φορά. Ο φόβος φυλάει τα έρμα. Ναι μεν οι λογαριασμοί της απλωμένοι στο τραπέζι της αλλά με τα χρήματα ασφαλισμένα σε μέρος απλησίαστο από εξωτερικούς εισβολείς, από ΣΚΙΕΣ, και συναφείς αλλόκοτες υπάρξεις. Έχουν γνώση οι φύλακες.
Ο εγγονός της ο μικρός είχε ένα επιτραπέζιο παιχνίδι, την ΜΟΝΟΠΟΛΗ. Το άφησε σπίτι της. Ερχόταν και έπαιζαν μαζί. Αυτό της έδωσε μιαν ιδέα: Πλάι στα χαρτιά της και τους λογαριασμούς της, αφήνει τα ψεύτικα αντίγραφα χάρτινων νομισμάτων του παιχνιδιού, σε δέσμες των 5, 10, 20 και 50 ευρώ. Από μια κάποια απόσταση, δεν τα ξεχώριζες από τα αληθινά. Άρχισε να φέρνει βόλτες στο σπίτι μέσα, από την κουζίνα στην κρεβατοκάμαρα και τούμπαλιν έχοντας στήσει τρόπω τινά παγίδα και καρτέρι στον κλέφτη. Θα ξαναερχόταν, ήλπιζε. Γιατί όχι; Αυτοί οι επαγγελματίες κλέφτες, ξέρουν ακριβώς πότε υπάρχουν στο σπίτι χρήματα και ποιοι είναι οι αφελείς που νομίζουν ότι είναι ασφαλείς στο σπίτι τους μέσα. Είχε γλυκαθεί από την περασμένη φορά, γιατί να μη ξαναδοκίμαζε; Έτσι δεν κάνει πάντοτε ο ευχαριστημένος πελάτης;Σκέψεις ολίγον αφελείς βέβαια. Μα και τί είχε να χάσει; Δόκανο λοιπόν.
Το διάβασμα τόσων βιβλίων της Άγκαθα Κρίστι ξύπνησε μέσα της ένα αφελές ντετεκτιβικό ένστικτο… Άρχισε να κρυώνει κάπως. Ο Μάρτης δεν αστειευόταν παρά τη λιακάδα. Ήλιος με δόντια που λένε. Αποφάσισε να σταματήσει το παιχνίδι. Ναι μεν ο δολοφόνος ξαναγυρίζει στον τόπο του εγκλήματος, μα η “ΣΚΙΑ” δεν μπορεί να μην είχε καταλάβει ότι παντού του είχαν στήσει παγίδες. Θα πρόσεχε πολύ. Ετοιμάζονταν να κλείσει το πλατύ παράθυρο. Από το χολ που βρισκόταν, είχε πλήρη οπτική επαφή με την κουζίνα.
Άντε λοιπόν Χριστιανή μου. Κλείσε τό το ρημάδι πριν πουντιάσεις γριά γυναίκα! Θυμήθηκε τον αστυφύλακα που της είχε πει ότι η χρονική διάρκεια της κλοπής από τη “ΣΚΙΑ”, ήταν μικρότερη του λεπτού. Και αν δε λειτουργούσε σαν ΣΚΙΑ αλλά εμφανιζόταν σαν… άνθρωπος τη φορά αυτή, και της άνοιγε καμιά κουμπότρυπα πάνω στη μέση του κούτελου σαν Ινδή Μαχαρανή, με κανένα πιστόλι με σιγαστήρα για να μην ακουστεί η πιστολιά από τους συγκατοίκους;
“Τέρμα οι προσπάθειες, οι αναμονές και οι παγίδες, Μiss Marple”, σκέφτηκε και ετοιμάστηκε να πάει κουζίνα μεριά για να κλείσει το παράθυρο, όταν βλέπει κάτι, που την αφήνει όχι κατάπληκτη, μα αποσβολωμένη. Ένα μακρύ καλάμι με ένα αγκίστρι στην άκρη του, έφερνε βόλτες στην επιφάνεια του τραπεζιού με ό,τι υπήρχε εκεί πάνω, ενώ η άλλη άκρη ήταν εκτός παραθύρου. Κατάλαβε αμέσως.
Αστραπιαία τηλεφωνεί στο 100 από το κινητό της λέγοντας περιληπτικά μα μεστά, το τί ακριβώς συμβαίνει. Σε χρόνο ρεκόρ καταφθάνουν 5-6 περιπολικά και περικυκλώνουν την πολυκατοικία της Έλλης. Συλλαμβάνουν τον λωποδύτη “ψαρά” που προτιμούσε να “ψαρεύει” στα σπίτια αντί στη θάλασσα, λίγες δεκάδες μέτρα απόσταση από το σπίτι. Η πλάκα είναι, ότι τον είχαν πιάσει ως ύποπτο και άλλες φορές, αλλά μη βρίσκοντας πάνω του κάτι το ενοχοποιητικό, παρά μόνο ένα καλάμι, τον άφηναν ελεύθερο. Δεν είχαν όμως καταλάβει ότι ψάρευε σε… παράξενα θολά νερά, με ένα καλάμι δικής του ευρεσιτεχνίας αυξομειωμένο, που στη μία άκρη του είχε ένα αγκίστρι – βεντούζα και από την άλλη κάτι σαν καθρέφτη που λειτουργούσε σαν κιάλι τέλος πάντων, κι έβλεπε πολύ καλά τι ‘’ψάρευε’’ ο ευφάνταστος, ο ευφυής “ψαράς” χωρίς να αφήνει δακτυλικά αποτυπώματα και άλλα ίχνη. Μεγάλη η επιτυχία της αστυνομίας η σύλληψη του φαντομά. Και την χρωστούσε στην Έλλη. Η οποία ναι μεν έχασε ενός μηνός σύνταξη πριν ένα μήνα, απέκτησε όπως φίλους πιστούς και νεαρούς δια βίου. Οι οποίοι συχνά πυκνά πίνουν το καφεδάκι τους μαζί της και αυτό είναι μια μεγάλη παρηγοριά για την Έλλη που λατρεύει τα ένστολα αυτά νιάτα.
«Σας το είχα υποσχεθεί ότι θα βοηθήσω στη σύλληψη. Θυμάστε; Δεν έκανα τίποτα άλλο από το να κρατήσω την υπόσχεσή μου…», τους είπε σχεδόν ευτυχής…
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
_____
*Το διήγημα “Η Σκιά” βραβεύτηκε με τον Ε’ Έπαινο στον διαγωνισμό διηγήματος 2014 της “Εταιρείας Λογοτεχνών Πάφου”, Κύπρου.
Μου άρεσε πάρα πολυ Λένα το διήγημά σου!!Ο δυναμισμός του με μαγνήτισε!!
Καλησπέρα Αννούλα. Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια…
Χαχα…πάει η Σκιά….Μπράβο στην κυρά Ελλη! Μακάρι να μπορούσαν όλοι να αυτοπροστατεύονταν σαν κι εκείνη….Μονο που το γεγονός οτι τα περιπολικά πρόλαβαν και ήρθαν τόσο γρήγορα…παραπεμπει σε …άλλη χώρα!!!!
Γράφετε χορταστικά! Καλό σας βράδυ!
Σ’ ευχαριστώ για το …”χορταστικά” Μάχη . Καλό βράδυ και σε σένα.