Δεμένος χειροπόδαρα πάνω στο χωρίς στρώμα σιδερένιο κρεβάτι, και ακριβώς πάνω από το κεφάλι του κρεμασμένο, ένα βρυσάκι σαν εκείνο του παλιού καιρού που είχαμε στους νιπτήρες μας, όχι σαν υπό απειλή Δαμόκλειας σπάθας αλλά κυριολεκτικά σπάθας εν δράση. Ρυθμισμένο διαβολικά να στάζει σταγόνα, σταγόνα, με απόλυτη ρυθμικότητα και συχνότητα. Μια αθώα κατά τα άλλα σταγόνα νερού που την ένιωθε να τρυπάει την κεφαλή του σαν τιρμπουσόν, ένα μέσον βασανισμού από τα πλέον ειδεχθή (όχι πως υπάρχουν και μη ειδεχθή μέσα βασανισμού βέβαια).
Ο Θανάσης υπέφερε, διψούσε φρικτά, μα σχήμα οξύμωρο να λαχταράει νερό τη στιγμή που αυτό ήταν που τώρα τον βασάνιζε φρικτά.
Τικ, τικ ,τικ, στο ίδιο σημείο του κεφαλιού που τον έκανε να παραλύει από τον πόνο. Σίγουρα δε θα άντεχε για πολύ ακόμη και όταν το συνειδητοποίησε αυτό, αφέθηκε στη μοίρα του αλλά και σε μια θεόσταλτη, να την πούμε, λιποθυμία, που του έσβησε τον πόνο.
Στην αφασία που βρισκόταν έβλεπε τον συγχωρεμένο τον πατέρα του αγριεμένο ΝΑ ΤΟΝ ΚΤΥΠΑ ΜΕ ΤΟ ΖΩΝΑΡΙ ΤΟΥ ΑΛΥΠΗΤΑ ΣΤΑ ΠΟΔΙΑ, ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ, ΣΤΟ ΚΟΡΜΊ και τον ένιωθε τον πόνο πολύ πιο ήπιο από αυτόν της σταγόνας που τον διέλυε μέχρι μόλις πριν λίγο και που τον έκανε να χάσει τις αισθήσεις του τελικά. Ποιος ξέρει ποιες διεργασίες του νου, συνηγορούσαν στην αίσθηση αυτή.
Πάντα εν τη ανυπαρξία του, σαν να βρέθηκε σε ένα χωριό και ήταν Άνοιξη και ήταν μέρες Πασχαλιάς, με τις πασχαλιές να κάνουν το τοπίο μωβ. Δέντρα παντού, στις παρυφές των δρόμων, στους κήπους, ακόμη και στα χωράφια υπήρχαν πασχαλιές, αντί για σπαρτά και κλήματα. Και η αίσθηση του αρώματος τόσο δυνατή που ζάλιζε τον Θανάση. Τέτοια ανθοφορία Άνοιξης πρώτη φορά στα σαράντα του χρόνια έβλεπε ο Χριστιανός και να δεις που το άρωμα ήταν ακριβώς το ίδιο που έβαζε η γυναίκα του, η Νίνα, με τη σέσουλα πάνω της, που τον μεθούσε, αλλά και που τον απωθούσε συνάμα. Μέχρι που κατάλαβε τον λόγο της υπερβολής της. Ήθελε να καλύψει την μυρουδιά του χασίς που έφτιαχνε στο στριφτό της τσιγάρο.
Καθώς αποδείχτηκε, εκείνη ήταν εθισμένη και εκείνος τίποτα δεν είχε αντιληφθεί. Να που τελικά δεν ξέρεις και ποιος είναι στ’ αλήθεια ο σύντροφος της ζωής σου, ποια άβυσσος σε χωρίζει από αυτόν τον τόσο κοντινό σου ξένο. Μπορεί να μοιράζεται μαζί σου την τράπεζα και την κλίνη σου, μα την ψυχή του εννέα στις δέκα φορές την κρύβει από τον μόνο άνθρωπο που θα έπρεπε ίσως να επιτρέπει να την δει, τον σύντροφο της ζωής του.
Τρελάθηκε ο Θανάσης, την αγαπούσε τη Νίνα του και παρά την απογοήτευσή του, έκανε ό, τι μπορούσε για να τη βοηθήσει να απεξαρτηθεί,, μα μάταια. Τίποτα δεν γινόταν, ή καλύτερα, εκείνη τίποτα δεν ήθελε να αλλάξει. Και όταν σιγά σιγά είδε να εξαφανίζονται από το σπίτι τους πολύτιμα πράγματα, χαζός δεν ήταν, κατάλαβε ότι η αγαπημένη του είχε μπει και στον κόσμο των ουσιών, στον οποίο εύκολα μπαίνεις και σχεδόν αδύνατο να βγεις. Άρχισαν οι φοβεροί καυγάδες, οι απειλές, η οικονομική αφαίμαξη και η καταστροφή η πλήρης. Τη λύση την έδωσε η Ασφάλεια, όταν κατά την έφοδό της σε έναν τεκέ, συνέλαβε και τη Νίνα που κλείστηκε σε μια ανήλια φυλακή, πάνω στα τριάντα χρόνια της. Ευτυχώς που ακόμα δεν είχαν αποκτήσει παιδιά…
Μα δεν ήταν τα υλικά αντικείμενα μόνον που άλλαξαν σιγά σιγά χέρια από το σπιτικό τους, αλλά ότι εκείνη χρωστούσε πολλά και οι έμποροι του θανάτου ζητούσαν από τον Θανάση να τους τα ξεπληρώσει. Και πώς να γινόταν αυτό; Και επί 24ώρου βάσης να εργαζόταν, χωρίς να ξοδεύει ευρώ ούτε καν θα πλησίαζε το ογκώδες χρέος. Ηλίου φαεινότερο ότι σε κάτι άλλο απέβλεπαν οι δήμιοι. Όχι. Με τη Νίνα στη φυλακή, δεν τον έσυραν στα δικαστήρια. Να τον ενοχοποιήσουν για την δική τους παρανομία; Απέβλεπαν, λοιπόν, στο ότι ήταν ταμίας σε μεγάλη τράπεζα. Με ένα δήθεν μικρολογιστικό λαθάκι λυνόταν το πρόβλημα του χρέους, που για τα κολοσσιαία κέρδη της Τράπεζας δε θα ήταν παρά το τράβηγμα μιας παρωνυχίδας! Τι ήταν μισό εκατομμύριο ευρώ;
Και με την προϋπόθεση ότι η κυρία δε θα τους έβαζε στο μέλλον καινούργιο φέσι. Ε, τότε θα του ζητούσαν τι; Την ίδια την τράπεζα ίσως;;; Χα Χα χα…
Τον διαβεβαίωναν δε ότι στην απευκταία περίπτωση που γινόταν τσακωτός, αυτοί θα ήταν που θα τον βοηθούσαν να την κάνει γι’ άλλη Γη, γι’ άλλα μέρη που κανέναν δεν θα ’ξερε και κανείς δε θα ξέρει! Τόση παρηγοριά πια καταντούσε συγκινητική! Μα ο Θανάσης, α όλα κι’ όλα. Ναι μεν είχε βαθύτατα απογοητευτεί από τη συμπεριφορά της γυναίκας του, που την είχε πολύ αγαπήσει, ναι μεν τη λυπόταν για την κατάντια του κατήφορου που είχε πάρει, μα αγαπούσε και τον άμοιρο τον εαυτό του που δεν τον έβλεπε να φαλτσάρει κάπου. Δε θα γινόταν η τιμή του το εξιλαστήριο θύμα του πάθους που κατέστρεψε και τη Νίνα. Η Τιμή του πάνω και από την ίδια του τη ζωή. Ας πέθαινε από τα βασανιστήρια, λίγο πια τον ένοιαζε. Η ζωή του συντρίμμια και στάχτες, δεν είχε πια τη δύναμη, μα ούτε και τα υλικά και συναισθηματικά αποθέματα να την ξαναφτιάξει.. Και φαίνεται ότι αυτό κάποια στιγμή το κατάλαβαν και οι δήμιοί του και τον άφησαν. Μα η πληγή του που τώρα δεν τον πονούσε, ήταν για να κατανοήσει ακόμη μέσα στην αφασία του ότι κάτι άλλαξε και άρχισε σιγά σιγά να επανέρχεται στον κόσμο των ζωντανών και λίγο, πολύ λίγο, να τολμά να ελπίζει.
Με όσες εναπομείνασες δυνάμεις είχε προσπάθησε να σηκωθεί, βλέποντας κατάπληκτος ότι ήταν άδετα τα χέρια και τα πόδια του, και κάποια στιγμή κατάφερε να φτάσει μέχρι την πόρτα, που, απίστευτο, ήταν ΞΕΚΛΕΙΔΩΤΗ.
Είχε την αίσθηση ότι συμμετείχε σε μία φάρσα εις βάρος του ίδιου του τού εαυτού και ότι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιζόταν κάποιος από τους βασανιστές του να τον αποτελειώσει σαδιστικά τη στιγμή που μέσα του γεννιόταν η ελπίδα. Μα να που δεν φαινόταν κανείς. Ανοίγει την πόρτα και τον λούζει το φως. Θα πρέπει να ήταν αργά το μεσημέρι.
Βρέθηκε στην αυλή μιας παντέρημης μονοκατοικίας, που για τόσες μέρες (μέρες μόνον;) υπήρξε το κολαστήριό του. Δεν έβλεπε ούτε το πριν του ούτε υπολόγιζε το μετά. Το τώρα τον απασχολούσε και η ανάγκη του να πιει λίγο νερό. Και σαν τον χαμένο στην έρημο που χωρίς αντικατοπτρισμό βρίσκεται μπροστά σε μια Όαση ανοίγει τη βρύση της αυλής που έσταζε νερό και πίνει πίνει μέχρι που πρήστηκε η κοιλιά του. Νόμιζε ότι δεν επρόκειτο να ξεδιψάσει ακόμη και αν έπινε τη Λίμνη του Μαραθώνα όλη. Και μεταφυσικά σκεπτόμενος, το άφθονο νερό το εξέλαβε σαν το καλωσόρισμα ξανά στη ζωή. Και αυτά τι ήταν; Πορτοκάλια ή νεράντζια; ΜΑ σίγουρα, δε βρισκόταν στον παράδεισο;
Βγαίνει στον δρόμο.
Ερημιά.
Να φύγει, Θεέ μου, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ναι, αλλά πώς και σαν πόσο να άντεχε έτσι καταπονημένος που ήταν;
Και τούτο το σύννεφο σκόνης που όλο πλησίαζε από τη δημοσιά τι ήταν, θαύμα ή ο εφιάλτης των βασανιστών που ξαναγύριζαν για να τον αποτελειώσουν;
Και χάνει τις αισθήσεις του.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, κατάλαβε ότι δεν ήταν εντελώς πεθαμένος και ότι βρισκόταν σε έναν περίεργο κατάλευκο χώρο, και δύο κυρίες, ντυμένες και αυτές ολόλευκα, τον φρόντιζαν. Νοσοκομείο σίγουρα. Ανάσανε με ανακούφιση και δάκρυα ευχαριστίας προς τον Θεό που του ξανάδινε πίσω τη ζωή του, ανάβλυσαν στα μάτια του, που τον έκαιγαν και που προσπάθησε να τα κρύψει σκουπίζοντάς τα με την ανάστροφη τού χεριού του. Οι νοσοκόμες έκαναν ότι δεν κατάλαβαν την εκδήλωση συγκίνησης του ασθενή και η μία εξ’ αυτών τού είπε:
«Καλωσόρισες στη ζωή, φίλε. Είναι η αλήθεια, λίγο μας τρόμαξες ότι δε θα τα καταφέρεις αλλά είσαι παλικάρι και μας διέψευσες. Απορίας άξιον, πώς με ένα στομάχι φουλ στο νερό, να έχεις μία αφυδάτωση όμοια της οποίας δεν έχω ματαδεί στα χρόνια της καριέρας μου. Πολλές αντοχές έχει τελικά ο άνθρωπος… Ούτε στη Σαχάρα να ήσουνα, τι να πω!»…
«Ή στην Κόλαση πες καλύτερα,» μουρμούρισε μέσα από τα δόντια του ο καημένος ο Θανάσης.
‘Όταν έγινε καλά και πήρε εξιτήριο, ζήτησε από την υπηρεσία του να τον αποσπάσει όσο πιο μακριά στην Ελλάδα γίνεται, με την πιστευτή δικαιολογία ότι ήθελε να αλλάξει παραστάσεις. Ήταν δε τέτοια η απώθησή του στις ουσίες, που έκανε καιρό να δει στο τσάι του ζάχαρη και στο φαγητό του αλάτι.
Όσο για την φυλακισμένη του γυναίκα, έμαθε ότι ναι μεν αποφυλακίστηκε, αλλά οι κακές της συνήθειες δεν την εγκατέλειψαν ποτέ.
Ο καθένας με τις επιλογές του σε αυτή τη ζωή…
–
γράφει Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Το σχόλιό σας είναι επιθυμητό!
0 Σχόλια