– Πότε μπορώ να περάσω; ρώτησα στο τηλέφωνο.
– Όποτε θέλετε, με διαβεβαίωσε η γραμματέας.
– Ευχαριστώ, της απάντησα ολότελα ικανοποιημένος.
– Καληνύχτα σας, μου είπε.
– Καληνύχτα.
Ήταν η πρώτη φορά που τον επισκεπτόμουν στο γραφείο του και είχα ένα ελαφρό τρακ. Είχαν περάσει τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια από τότε που είδα για τελευταία φορά τον γιο μου στην κούνια του πριν φύγω για το εξωτερικό. Έκτοτε μάθαινα νέα του από το τηλέφωνο, όταν μιλούσα με τη μητέρα του και πρώην γυναίκα μου.
Μου το έκοβε απότομα όταν ζητούσα λεπτομέρειες για τη ζωή του γιου μου. Όταν ξεκίνησε τις ιατρικές του σπουδές άρχισα να θέλω να τον ξαναδώ, αλλά δεν το άφησα να φανεί στις συνομιλίες και στην αλληλογραφία με την πρώην σύζυγό μου.
Ήμουν σίγουρος ότι δεν του είχε μιλήσει για μένα, όπως και ότι δεν είχε δει καμιά φωτογραφία μου. Αν και πασίγνωστος συγγραφέας, σπανίως επέτρεπα τη φωτογράφισή μου, καθότι η φύση μου ήθελε να είμαι μακριά από τη δημοσιότητα. Δεν ξαναπαντρεύτηκα, σε αντίθεση με την πρώην γυναίκα μου που έκανε άλλους δυο αποτυχημένους γάμους, γεγονός που με χαροποίησε.
Έφτασε επιτέλους η μέρα που θα ξαναέβλεπα τον γιο μου στο νέο ιατρείο του, σε πολυτελέστατο τετράγωνο του κέντρου της πόλης. Αγωνιούσα για τις πρώτες κουβέντες που θα ανταλλάσσαμε και τι γνώμη θα αποκτούσε για μένα στο τέλος της συνάντησης, μη αποκαλύπτοντας ότι είμαι ο πατέρας του.
– Χαίρετε, μου είπε η γραμματέας, όταν με αντίκρισε.
– Χαίρετε, της απάντησα. Μπορώ να περάσω;
– Βεβαίως, ο γιατρός δεν έχει ασθενή.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα.
Μου διέγνωσε ένα ελαφρό καρδιακό πρόβλημα και μου συνέστησε να αποφεύγω τις μεγάλες συγκινήσεις.
_
γράφει ο Αδαμάντιος Τσακαλούδης
εξαιρετικά κομψή πένα!