Το σπίτι της κολλητής μου, μία μαγική φτωχική -για τα σημερινά δεδομένα, μονοκατοικία. Θα μου πεις: «Συνάδει το μαγική με το φτωχική;». Αμέ. Δεν το ξέρετε; Εμείς πάντως, ο νεαρόκοσμος της εποχής, δε θα την αλλάζαμε με κανένα από τα πολυτελή διαμερίσματα των πολυκατοικιών που άρχισαν να σκάνε μύτη, τότε περίπου, και θα σας εξηγήσω το γιατί.
Μονοκατοικία λοιπόν, όπως τα περισσότερα σπίτια της γειτονιάς, που μοναδικό τους στολίδι εξωτερικά, είχαν το αγιόκλημα που σκαρφάλωνε στον ένα τοίχο και στον άλλον το γιασεμί, μπερδεύοντάς το άρωμά τους μ’ αυτό της γαρδένιας που σαν νυφούλα στόλιζε τις αυλές μέσα σε τεράστιες γλάστρες. Μία μίξη αρώματος που έμεινε χαραγμένη στη μύτη μας και μένει εκεί, αναλλοίωτη, μετά από τόσα και τόσα χρόνια.
Το σπίτι, όμως, της φίλης μου δεν είχε μόνον αυτά τα φυσικά στολίδια. Ήταν το ίδιο ένα στολίδι, με μια ταράτσα που όμοιά της δεν είχε άλλο κανένα απ’ όσα ήξερα, εγώ τουλάχιστον. Μία ταράτσα θησαυρό, που όλη της η μία πλευρά έβλεπε μέσα σ’ ένα από τους μεγαλύτερους και ωραιότερους υπαίθριους κινηματογράφους της περιοχής μας. Ήταν ένα θεωρείο πρώτης γραμμής, με φάτσα την οθόνη του σινεμά και ανεμπόδιστη θέα. Ένας στενόμακρος, ξύλινος κι άνετος πάγκος επείχε τη θέση καθισμάτων με μαξιλαράκια, που φέρναμε απ’ τα σπίτια μας για ν’ απολαμβάνουμε τη θέα, χωρίς να υποφέρει απ’ το καθισιό το ευαίσθητο μέρος του σώματός μας.
Κάθε καλοκαιρινό βράδυ κατέληγε στον ιδιωτικό μας κινηματόγραφο με ελευθέρα είσοδο και δυνατότητα να δούμε το έργο, αν θέλαμε, και στην τελευταία του παράσταση τη νυχτερινή· αν κι αυτή, συνήθως, ήταν για τους μεγάλους. Σίγουρα, τόσοι φίλοι που απολάμβαναν τις ταινίες με λαθροθέαση, στερούσαν τα εισιτήρια από τον κινηματογραφιστή. Έκανε, όμως, πως δεν τον ένοιαζε, αφού η πληρότητά της μάντρας, κάθε μέρα, ήταν στο 100% της.
Η μαγεία άρχιζε πολύ πριν την έναρξή της απογευματινής λεγόμενης παράστασης, με το ελαφρύ πότισμα του χαλικιού που ήταν στρωμένο το δάπεδο -γιατί άραγε, και γέμιζε με γραφικότητα τη χωμάτινη αλάνα. Εντέχνως, μετατρεπόταν σε κινηματογράφο. Ένα παραλληλόγραμμο οικόπεδο στην ουσία, με τον ένα τοίχο του να καταλαμβάνει τη μεγάλη οθόνη και τον ένα κάθετο μαντρότοιχο καλυμμένο όλον με αγιόκλημα. Ο άλλος, ο παράλληλος της εισόδου, καλυμμένος με γιασεμί και καθρέφτες. Ο δικό μας, καλυμμένος με τεράστιες αφίσες ηθοποιών, που φάνταζαν στα μάτια μας σαν όντα αλλόκοτα, ενός άλλου σύμπαντος, που τα περιμέναμε να μας εισαγάγουν στο ψεύτικο, το απατηλό Αμερικάνικο όνειρο και την Ελληνική του εκδοχή. Κι από πάνω, ένας φεγγαρόλουστος ανέφελος ουρανός, που συμπλήρωνε την ομορφιά. Η τηλεόραση θ’ αργούσε, ακόμη, να εισβάλει στα σπίτια μας και να τραυματίσει θανάσιμα την παγκόσμια πρωτοτυπία του ελληνικού υπαίθριου κινηματογράφου.
Τα μεγάφωνα, από νωρίς στη διαπασών, μετέδιδαν τραγουδιστικές επιτυχίες της εποχής. Προϊδέαζαν και καλούσαν τον κόσμο, σαν τις καμπάνες της εκκλησιάς για την δίωρη και τρίωρη οπτική πανδαισία, που θα άρχιζε οσονούπω.
Δεν ήταν λοιπόν και αμελητέο το γεγονός, εμείς η άφραγκη πιτσιρικαρία, το ότι απολαμβάναμε τον μαγικό τούτο κόσμο, δωρεάν, από ένα στέκι ολόδικό μας. Μα, δεν ήταν μόνον αυτό. Οι θεατές της μαγικής μας ταράτσας, είμασταν τουλάχιστον είκοσι στην κάθε προβολή, γινόμασταν όλοι μία παρέα, που έδινε την δική της ιδιότυπη παράσταση. Μία προέκταση της επίσημης, που ελάμβανε χώρα στους πρόποδές της μονοκατοικίας, εκεί μπροστά μας, απολαμβάνοντάς το μοίρασμα του ονείρου. Κι ήταν τέτοια η απόλαυση, ώστε να σκεφτεί κανείς πως το σινεμά δεν ήταν παρά η γενεσιουργός δικαιολογία του υπαίθριου πάρτι μας· γιατί, για το ίδιο το έργο, σπανίως νοιαζόμασταν πολύ. Για παράδειγμα, στα ελληνικά κυρίως έργα, το γέλιο μας γινόταν παροξυσμικό, σχεδόν. Θυμάμαι μία περίπτωση ελληνικής κωμωδίας με τον Γκιωνάκη και Σταυρίδη, που με το τόσο βροντώδες γέλιο μας οι θεατές του κινηματογράφου μάς απείλησαν μ’ ένα μακρόσυρτο «σσς», που μετέτρεψε το γέλιο μας σ’ ένα πλέον ανεξέλεγκτο ξεφωνητό, ξεσηκώνοντάς τους τελικά στο πόδι. Ναι, το είχαμε πια παρακάνει, και προς στιγμήν φοβηθήκαμε μήπως ο αιθουσάρχης καλούσε την αστυνομία. Μα, ήταν άνθρωπος με χιούμορ και πιθανόν να εξέλαβε και τούτη τη φασαρία μας ως ένα αναπόφευκτο δρώμενο· γιατί, πώς θα μπορούσε ν’ αποτρέψει κάποιους να γελούν, ενώ βρίσκονταν στο σπίτι τους, και μάλιστα στον δικό τους υπαίθριο χώρο;
Μια φορά, μάλιστα, τί έκανε ο αθεόφοβος; Την ώρα του πρώτου διαλείμματος, αντί τα γκαρσόνια να γυρνούν στους διαδρόμους διαλαλώντας τις λιχουδιές τους -πασατέμπο, φιστίκια, λεμονάδες, πορτοκαλάδες, γρανίτες, πλησίασαν τον τοίχο μας κι άρχισαν να εκτοξεύουν σακουλάκια με το εμπόρευμά τους, φωνάζοντας: «Κι αυτά, δωρεά του μαγαζιού, για να ολοκληρωθεί η απόλαυσή σας, τζαμπατζήδες». Γίναμε ολίγον ρεζίλι βέβαια, με τους θεατές να χαχανίζουν χαιρέκακα, ζηλεύοντάς μας κατά βάθος, για τη δική μας δωρεάν διασκέδαση. Η όλη φάση είχε τόσο γούστο, που ένας επιθεωρησιογράφος την έκανε παράσταση και παίχτηκε σ’ ένα υπαίθριο θέατρο της Αθήνας.
Μιαν άλλη φορά πάλι, ο χιουμορίστας κινηματογραφιστής, που πια μας είχε άχτι, τί έκανε λέτε; Καθυστέρησε ν’ αρχίσει την παράσταση, με τον κόσμο να διαμαρτύρεται με το γνωστό: «Χασάπη γράμματα». Οπόταν, βγαίνει μπροστά στην οθόνη ένας υπάλληλός του και λέει όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Παρακαλούμε, λίγη κατανόηση φίλοι μας για την ολιγόλεπτη καθυστέρηση έναρξης του προγράμματος. Οι φίλοι μας, στο θεωρείο, δεν κατέλαβαν όλον τον πάγκο απόψε. Ας περιμένουμε λίγο ακόμη, μήπως και έρθουν. Αλλιώς, θα χάσουν την αρχή, που είναι ουσιώδους σημασίας». Φαντάζεστε το τι έγινε. Με ‘μας ν’ ανοίξει η γη να μας καταπιεί, απ’ το ανεπανάληπτο ρεζίλεμά μας. Το πικρό χιούμορ του κινηματογραφιστή τελικά πέτυχε το στόχο του. Οι μεγαλύτεροι ντράπηκαν τόσο, που σταμάτησαν τη δωρεάν θέαση. Η ταράτσα πλέον έγινε ολότελα δική μας.
Μα, κι από ‘μας, δεν έλειψε το ανάλογο χιούμορ. Τα αγόρια της παρέας εφηύραν έναν μηχανισμό εκτόξευσης, κάτι σαν εξελιγμένη σφεντόνα. Γέμισαν σακουλάκια με κομφετί, φούσκωσαν δεκάδες μπαλόνια, και τα εκτόξευσαν κάτω στους ζηλιάρηδες θεατές. Πανηγύρι, Ανεπανάληπτες σκηνές γέλιου, που τύφλα να’ χει η ίδια η προβαλλόμενη ταινία. Έφτασε ο κόσμος να περιμένει κάθε φορά κάποιο απρόβλεπτο δρώμενο, που έφερνε δάκρυα γέλιου στα μάτια, περισσότερα απ’ όσα προκαλούσε η Βούρτση κι ο Ξανθόπουλος με τις δακρύβρεχτες υπερπαραγωγές τους.
Η λαθροθέαση της ταράτσας μας ήταν η πρώτη διδάξασα, καθώς φαίνεται. Σε λίγο, τα δέντρα γύρω από το σινεμά, γέμιζαν από πιτσιρίκια κάθε βράδυ κι απορίας άξιο, πώς και ποτέ δεν έγινε κάποιο ατύχημα, να ‘χουμε και θύματα.
Χρόνια φτωχικά αλλά αξέχαστα, που δεν τους έλειπε το γέλιο. Τα υπαίθρια σινεμά υμνήθηκαν, τραγουδήθηκαν και πολλά εξ αυτών δεν παρέδωσαν ακόμη τα όπλα. Όμως, δε βρέθηκε κανένας συνθέτης ή συγγραφέας να αποτίσει φόρο τιμής σε κάτι λατρεμένες ταράτσες μονοκατοικιών που βρίσκονταν σε προνομιούχα θέση. Ίσως, γιατί αυτοί σαν παιδιά, ποτέ τους δε γνώρισαν την ομορφιά τούτης της ιδιότυπης λαθροθέασης. Πράγμα, που μού επιτρέψατε να κάνω εγώ τώρα, με τούτο το μικρό μου αφιέρωμα στην ταράτσα της νιότης μου.
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Νοσταλγικα ομορφο Λενα! Αν σου πω οτι ακομη και σημερα συμβαινει αυτο στο θερινο κινηματογραφο της περιοχης μου. Μας ταξιδεψες ανεμελα. Καλο σου βραδυ!
Λίγο πολύ όλοι έχουμε ζήσει τέτοιες ιστορίες Επειδή τα εγγόνια μας σίγουρα δεν θα έχουν τέτοια βιώματα τις γράφουμε για να μείνουν λίγο ακόμη.Ευχαριστώ Σουλελάκι μου
Με γύρισες πολύ πίσω Λένα σε χρόνια παιδικά και αξέχαστα όπως πολύ σωστά αναφέρεις…την απόλαυσα την ιστορία σου μπράβο σου!!! Καλημέρα!
Σαν να ήταν χθες ε Σοφία;ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
Χάρηκα όλη αυτή τη διαδικασία, αλλά ζήλεψα και συγχρόνως. Όμορφη η πραγματική σου ιστορία, Λένα μου!!!
Μη ζηλεύεις Βασούλα Κάθε εποχή έχει τις χάρες της και τις χαρές της…
Λένα σε ευχαριστούμε για το νοσταλγικό και όμορφο ταξίδι στην ταράτσα!!!!Πραγματικά αξέχαστες μένουν τέτοιες στιγμές!!!Να είσαι καλά την καλημέρα μου!
Χαίρομαι που σε ταξίδεψα καλή μου ποιήτρια Ευχαριστώ Άννα
“Είναι κάτι νύχτες με φεγγάρι, μες στα θερινά τα σινεμά, νύχτες που περνούν που δεν θα ξαναρθούν, μ” αγιόκλημα και γιασεμιά”. Αχ Λένα μου, πόσο όμορφες αναμνήσεις έχεις καταγράψει!!! Μπράβο, που με την πένα σου τις κάνεις να ζωντανεύουν και μας κάνεις να τις απολαμβάνουμε!
ΤΟ’ ΠΑ ΚΑΙ ΤΟ ΞΑΝΑΛΈΩ Κάθε εποχή έχει τις ομορφιές της και ας μη τις βλέπουμε όταν τις …ζούμε και έρχεται ο Κηλαϊδόνης με τη Λένα κκαι ΤΙς ΥΜΝΟΛΟΓΟΥΝ ΧΡΌΝΙΑ ΜΕΤΆ Πάντα Μάρθα μου αυτό θα συμβαίνει δεν ξέρω γιατί… Σε φιλώ
Πω πω….τι όμορφη γεύση…τι ωραίες περιγραφές…πόσο τη λάτρεψα την περίοδο… Να μουνα και εγώ με αυτήν την πιτσιρικαρία!!! Λένα πολύ όμορφη ανάμνηση. Την απόλαυσα..!
Αν ήσουνα ΤΙ θα’ σουνα .Αρχηγ’ος υπαρχηγός ; δεν ξέρω Εκείνο που ξέρω είνα ότι ναι θα είχαν επέμβει οι διωκτικές αρχές σίγουρα