Και δεν είναι μόνο τα δεινά που κουβαλούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, όπου κυρίως τα παιδιά τα γνώρισαν όλα -αγριότητα, κατοχική μπότα, πείνα του κερατά που ούτε στην Αφρική την έχουν γνωρίσει στο απόγειό της, είναι και η θυσία των απλών Ελλήνων πολιτών που έπαιζαν τη ζωή τους κορώνα γράμματα με το να κρύβουν στα πιο απίθανα μέρη, Ιταλούς και Εγγλέζους, που είχαν ξεμείνει στην Ελλάδα και που είχαν πολεμήσει δίπλα δίπλα τον κοινό εχθρό πάνω στα βουνά και στα σαμποτάζ. Έφτασε, ως γνωστόν, να πει ο γέρο Τσόρτσιλ: «Δεν πολεμούν οι Έλληνες σαν ήρωες, αλλά οι ήρωες σαν Έλληνες». Και πριν αλέκτωρ λαλήσει τρις, τόσο αυτός όσο και οι περί αυτόν, έβαλαν τους ήρωες αυτούς να φαγωθούν μεταξύ τους για να πληρώσει η Ελλάδα σε πλούτο και σε αίμα, όσα δεν πλήρωσε ούτε με τους Γερμανούς.
Εμφύλιος. Η μεγαλύτερη κατάρα επί των κεφαλών του Ανθρώπινου Γένους. Να σκοτώνει αδερφός τον αδερφό και να το θεωρεί ηρωισμό απολαμβάνοντάς το. Να σκοτώνει ο γιος πατέρα και μάνα μην αναγνωρίζοντας αυτούς για γονείς, αφού πατέρας και μάνα ήταν το κόμμα!
Εμφύλιος. Η επιτομή του μίσους στη χειρότερη μορφή του. Τι και αν έχουν τόσα χρόνια περάσει. Οι μνήμες δε λένε να σβήσουν. Και ενώ στη Γερμανική Κατοχή γνωρίσαμε την αθλιότητα, την αγριότητα του Γερμανικού κτήνους και το σαδισμό τους, δε θυμάμαι τις βόμβες τους στην Αθήνα κι ας τρέχαμε να κρυφτούμε στα καταφύγια που είχαμε σκάψει στη γη σαν τυφλοπόντικες, στο άκουσμα της φρικτής εκείνης σειρήνας.
Τον κίνδυνο από πολυβολισμούς και οβίδες τον γνωρίσαμε με τον εμφύλιο από τα γεννοφάσκια μας, γι’ αυτό κι ό,τι έγραψε ο σκληρός δίσκος τού κομπιούτερ του μυαλού μας δε θα σβήσει ει μη μόνον με τον θάνατό μας.
Τα σπίτια τού κόσμου, μονοκατοικίες ως επί το πλείστον χωρίς θεμέλια και με κεραμοσκεπές, ήταν ευάλωτα σ’ ένα χτύπημα -είτε σκόπιμο είτε τυχαίο, από τις οβίδες που αντάλλασσαν τα αδέρφια μεταξύ τους. Πώς το λένε εκείνο το παιχνίδι που ο ένας πετάει την μπάλα στον άλλο και στη μέση το κορόιδο προσπαθεί να την πιάσει; Έτσι λοιπόν, ο λαός το κορόιδο στη μέση και οι ήρωες αδέρφια ένθεν κακείθεν.
Το σπίτι, το «πατρικό» μου, ξεχώριζε. Διώροφο, στο ισόγειο το καφενείο τού πατέρα και πάνω το σπίτι μας. Χτισμένο πάνω σε γερά θεμέλια και με τσιμεντένια οροφή έμοιαζε με φρούριο συγκρινόμενο με τ’ άλλα. Κι όπως ήταν επόμενο, όταν άρχισε ο σφαιροπόλεμος (και όχι ο πετροπόλεμος που ξέραμε σαν παιδιά) οι γείτονες για να προφυλαχθούν, άσχετα με το τι πίστευε ο καθένας και ποια παράταξη ήταν του γούστου του, ήρθαν να μείνουν στο σπίτι μας.
Υπήρχε ένας περίεργος χώρος, μεταξύ ισογείου και ορόφου, κάτι σαν αποθήκη. Τη σένιαραν οι γείτονες, κουβάλησαν τα στρωσίδια τους και ήρθαν στο κάστρο μας να περνούν τις νύχτες τους. Γιατί κατά την διάρκεια τής νύχτας συνήθως γίνονταν οι αδερφικές αψιμαχίες. Ίσως αν το εξετάσει κανείς βαθιά, για να μη βλέπει η μέρα την κατάντια τους και τους περιγελά. Ήταν πολύ μεγάλος ο χώρος και βολευτήκαμε όλοι. Μόνον ο πατέρας και η μάνα δε χάλασαν τη βολή τους, παραμένοντας στο δωμάτιό τους και την άπλα του. Άφοβοι.
Το ξενοδοχείο λοιπόν, ή χάνι, ή μοτέλ, ή όπως θέλετε πείτε το, είχε το πλεονέκτημα να έχει σαν οροφή του το τσιμεντένιο δάπεδο του σπιτιού μας και από πάνω την πεντάγερη τσιμεντένια ταράτσα του σπιτιού. Άτρωτο τουτέστιν, μα για επιδρομή καθέτως. Χμ, είχε όμως και την Αχίλλειο πτέρνα του. Οι οβίδες δεν πέφτουν… καθέτως, αλλά πλαγίως. Άρα ο πλαγιομετωπικός κίνδυνος μεγάλος, δεδομένου ότι το μοτέλ είχε ένα και μόνον παράθυρο μεγάλο που έβλεπε στο εσωτερικό του καφενείου, του οποίου οι τοίχοι όλοι ήταν τζαμαρίες. Πέτρα να έριχνες μπορούσε να περάσει άνετα από το τζάμι στο παράθυρο. Που σημαίνει πως αν έπεφτε οβίδα θα μας έκανε αλοιφή. Τώρα γιατί αυτόν τον κίνδυνο δεν τον υπολόγισαν τότε, δεν ξέρω. Ίσως να εξόρκιζαν το κακό μένοντας ο ένας δίπλα στον άλλο σαν πραγματικά αδέρφια και όχι σαν τους φονιάδες αδερφούς που σκοτώνονταν εκεί έξω.
Σχήμα οξύμωρο κι ίσως χαζό αυτό που θα πω, αλλά πέρασα θαυμάσιους μήνες και χρόνια σ΄ εκείνο το χάνι με τους γείτονες συντροφιά. Μωρό παιδί ήμουν και θυμάμαι τις ιστορίες και τα αστεία που έλεγαν οι μεγάλοι για να περάσει ευχάριστα η ώρα παίρνοντας κουράγιο ο ένας από τον άλλο, χωρίς ραδιόφωνα και τηλεοράσεις (μακρινό και άπιαστο όνειρο αυτά βέβαια). Ίσως εμείς τα παιδιά, μην έχοντας συναίσθηση του κινδύνου, να βλέπαμε την ευχάριστη όψη του θέματος με τόση αγάπη γύρω μας από τους γείτονες που τους θεωρούσαμε δικούς μας ανθρώπους, καλύτερους από τους συγγενείς μας που τους βλέπαμε αραιά και πού.
Κι ένα δειλινό πέφτει μια οβίδα με στόχο το σπίτι μας, αλλά παρέκλινε τής πορείας της και έπεσε στο δρομάκι έξω από το σπίτι, ανοίγοντας έναν τεράστιο κρατήρα. Οι ένοικοι τού μοτέλ έβαλαν όλα τα στρώματα και έφραξαν, εν είδει αναχώματος, το παράθυρο (σημ. άρα δεν είμαι μόνον εγώ η έξυπνη, τον ήξεραν και εκείνοι τον κίνδυνο αφού και ο πατέρας μετά της συμβίας του κατέβηκαν και αυτοί στο καταφύγιό μας). Και δεν περνά ώρα πολλή και πέφτει κι άλλη οβίδα. Αυτή βρήκε το στόχο της και όλοι πια είπαμε ότι σπίτι το πρωί δε θα βλέπαμε. Θα είχε γίνει καλοκαιρινό που λένε. Εδώ ταρακουνηθήκαμε λες και έγινε σεισμός. Τον δε θόρυβο αυτό, ουδέποτε τον είχα, εγώ τουλάχιστον, ξανακούσει.
Ξάγρυπνοι όλοι και η νύχτα μαύρη κι ατέλειωτη. Δε χώραγαν μήτε ιστορίες, μήτε αστεία. Μόνον προσευχές. Τον Θεό βλέπεις, σε κάτι τέτοιες στιγμές τον θυμόμαστε. Στα ευχάριστά μας ούτε ένα ευχαριστώ δεν του λέμε. Άνθρωποι απάνθρωποι, αχάριστοι και επίορκοι.
Και την ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα του και ανεβαίνει ο πατέρας να δει τις ζημιές. Μα καταστροφή καμιά. Μα δεν είναι δυνατόν. Την οβίδα σχεδόν την νιώσαμε και το σπίτι άντεξε;
Και ανεβαίνει και στην ταράτσα ο μπαμπάς να δει σε πιο άνετη θέα πού τελικά προσεδαφίστηκε η κανονιά.
Θα κάνω εδώ μια μικρή παρένθεση για να πω το εξής: Πάνω στην ταράτσα μας υπήρχαν τρεις τσιμεντένιες κολώνες τεράστιου όγκου η κάθε μια, μ’ ένα μεγάλο σίδερο μπηγμένο στα σωθικά τους και πάνω στα σίδερα αυτά δεμένα σχοινιά, όπου απλώναμε τη μπουγάδα μας. Εκείνη την εποχή η μπουγάδα απλωνόταν, είτε στις ταράτσες, είτε στις πίσω αυτές των σπιτιών, και όχι στα μπαλκόνια φόρα παρτίδα οι κυλόττες και τα λοιπά εσώρουχα των πολιτών, όπως αναιδώς κάνουμε σήμερα. Άλλη αισθητική, άλλος πολιτισμός και ο κόσμος αγράμματος ως επί το πλείστον, ε; Κλείνω την παρένθεση.
Η οβίδα, λοιπόν Χριστιανοί, ναι, είχε πέσει στο σπίτι μας. Ξύρισε την τσιμεντοκολώνα από τη ρίζα της, σαν με υποδεκάμετρο, υπολογίζοντάς το σημείο ξεριζώματος -στο σημείο επαφής της με την ταράτσα δηλαδή, και την είχε πετάξει σε αυτήν του διπλανού σπιτιού. Ελάχιστα εκατοστά αν είχε πέσει πιο κάτω θα είχε κάνει το σπίτι λαμπόγυαλο. Η κολώνα υπήρξε σωτήρια σαν ανάχωμα, όχι μόνον για το σπίτι, αλλά και για τους ενοίκους του μοτέλ πιο κάτω, που ασφαλώς θα κινδύνευαν από τα επακόλουθα τής κανονιάς, φωτιά κτλ.
Η παιδική μου μνήμη σταματά στο σημείο αυτό και για να μην θυμάμαι τι έγινε παρακάτω σημαίνει ότι κάποτε το κακό σταμάτησε. Οι γείτονες πήραν τα στρωσίδια τους και πήγαν στα σπιτάκια τους και στα νοικοκυριά τους.
Ε, λοιπόν, δε μπόρεσα ποτέ μα ποτέ στην κατοπινή ζωή μου να αισθανθώ την έννοια τής συναδέλφωσης και της Φιλίας όσο τότε μ’ εκείνους τους ανθρώπους, που την ώρα που τα παιδιά τους, τα αδέρφια τους, οι συγγενείς τους, σκοτωνόντουσαν μεταξύ τους, αυτοί και όλοι μας, ήμασταν μια αγκαλιά…
Αυτό πώς να το εξηγήσει η Ιστορία;
_
γράφει η Λένα Μαυρουδή Μούλιου
Καταστάσεις απιστευτα δύσκολες …που εμείς οι νεότεροι αδυνατούμε να διανοηθούμε Λένα μα που εσύ τις έζησες… οι αναμνήσεις της αγάπης και της αλληλεγγύης, που βίωσες είναι μια σπουδαία παρακαταθήκη. Την καλημέρα μου!
Άντεχε ο άνθρωπος τις δυσκολίες Άννα μ ου αφ’ ενός γιατί προσεβλεπε σε καλύτερες ημέρες αλλά και γιατί τις μοιράζονταν με τον φίλο, τον διπλανό. το γείτονά του Σήμερα , και ντρέπομαι αλλά και θλίβομαι που το λέω, δεν ξέρω καν ποιος μένει στο διπλανό μου διαμέρισμα. Απομόνωση. το γύρισμα περί τον άξωνά μας μόνον
Σε περιόδους δυσκολιών οι άνθρωποι νιώθουν την ανάγκη να ενωθούν, να βοηθήσουν, να βοηθούν, να συνδράμουν το φίλο, το γείτονα, το συγγενή. Έτσι ήταν εκείνα τα χρόνια, όπως τα περιγράφεις Λένα. Έχω ακούσει πολλές περιγραφές. Όση ώρα το διάβαζα, σκεφτόμουν αν και σήμερα σε αυτές τις δύσκολες εποχές συμβαίνει το ίδιο. Δυσκολεύομαι, με ελάχιστες εξαιρέσεις. Το διήγημά σου μου άρεσε πολύ. Η ιστορία μιας εποχής ζωντάνεψε μπροστά μου.
Γι’ αυτό τα γράφω Σουλελακι μου μήπως και δελεασθειτε εσείς οι νεότεροι και παρετε κάποια στιγμή το θέμα της συντροφικότητας στα δικά σας δυνατά χέρια. Πώς να το κάνουμε , ο άνθρωπος επαναλαμβάνεται ειναι πότε αναίσθητος και πότε το δάκρυ του τρέχει κορόμηλο. Συνθήκες, συνγκυρίες και είτε ελπίδα είτε απελπισλια τον κυριεύουν και ενεργεί αναλόγως.
Κοριτσι μου καλό καλές γιορτές εύχομαι σε σένα και τους δικούς σου. Και άκου, μέρες που’ ναι . μη πάρες και τα βουνά ε;
Λένα μου, τα βουνά δεν τα παίρνω ποτέ στις γιορτές. Γιορτάζω με τους δικούς μου ανθρώπους, γιατί αν κάτι έμαθα καλά, είναι να μην έχω κανέναν δεδομένο. Τα βουνά πάντα εκεί στέκουν, οι άνθρωποι φεύγουν. Καλό απόγευμα!
ΜΕ ΒΡΊΣΚΕΙς ΑΠΟΛΎΤΩς ΣΎΜΦΩΝΗ
Λενα συγκλονιστικη καταθεση..βλεπεις δεν ετυχε να γνωρσω τους παππουδες μου..και να εχω ετσι μια σπιθα ιστοριας απο τα οσα εζησαν γιαυτη τη συγκυρια του εμφυλιου..θα το φυλαξω γιατι συγκινηθηκα που και σκομα σημερα ..οι ανθρωποι δεν εξευγενιστηκαμε….αλλα συνεχιζουμε με αλλους τροπους αυτην την καταρα..να σκοτωνομαστε….και γιατι…ποτε δεν θα το καταλαβει η δικη μου λογικη..ευχαριστουμε!!!!
Καλεε γιορτες..!!!
Είσαι και ευαίσθητη όταν θέλεις!!!
Ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια πάντα ευπρόσδεκτα.
γΙΑ ΤΙς ΓΙΟΡΤΈς ΘΑ ΤΑ ΠΟΎΜΕ ΚΑΙ ΑΠΌ ΚΟΝΤΆ
Πολύ δυνατή η ιστορία-ανάμνηση σου Λένα, κάτι παρόμοιο θυμάμαι κι εγώ το 74. Αυτή η ένωση των ανθρώπων στις δύσκολες στιγμές που έχει εκλείψει πολύ στις μέρες μας… ήταν μαγική!!!Καλημέρα!
Απίστευτο το πόσο μού λείπει εκείνη η συντροφικότηταΚαι τούτο δω το fb που του σέρνουμε τα μύρια όσα, πολλές φορές σαν να μού φαίνεται πώς κάνει μία παρόμοια προσπάθεια. Κάτι είναι και αυτό …Σοφία καλές γιορτές να έχεις με τους ανθρώπους σου Σε φιλώ
Δύσκολες εποχές που εάν κάποιος δεν τις έχει ζήσει δε μπορεί να νιώσει αυτό το κλίμα. Παρόλα αυτά εσύ καταφέρνεις με τις περιγραφές σου να μας κάνεις να γινόμαστε ένα απ’ τα κομμάτια της ιστορίας σου.
Από αυτές τις βιωματικές αναπολήσεις ίσως πάρετε καλά μηνύματα εσείς οι νεοι.Ευχαριστώ Βάσω
Λένα μου, κατάφερες με την πένα σου τις μαύρες ημέρες του Εμφυλίου να τις κάνεις ένα ζεστό και πολύ διδακτικό διήγημα. Μνήμες ενός παιδιού που με την αθώα ψυχή καταγράφει πόσο πολύ βοηθά η ενότητα και η αλληλεγγύη. Μακάρι να εμπνεόμαστε και σήμερα από αυτές τις μνήμες.Ευχαριστούμε πολύ.
Είναι αλήθεια ότι η ράτσα μας είναι φτιαγμένη από περίεργο υλικίκό. Μεγαλουργεί όταν πιεζεται όταν δυσκολεύεται και γι’ αυτό αναρωτιέμαι τι έγινε και ακόμη δεν έσκασε μύτη η αντίδρασή της. Μάρθα ευχαριστώ κορίτσι μου και καλές γιορτές να έχουμε παρακάλα.
Δύσκολη εποχή… αλλά και στις δύσκολες εποχές αυτές οι αγκαλιές..οπως λες επιπλέουν. Και τώρα υπάρχουν. Ανάμεσα σε τόσους εμφύλιους υπόγειους και μη ονομασμένους καν…υπάρχουν αυτές οι σωτήριες αγκαλιές. Ζόρικα χρόνια Λένα μου… ζόρικα και τώρα σε άλλο επίπεδο.. Την καλημέρα μου
πΆΝΤΑ ΣΤΗ ΖΩΉ ΜΑς θα υπάρχει κάτι ζόρικο/ Αρκεί να υπάρχει και Αγαπη. Με αυτήν δίιπλα μας, μεσα μας όλα γίνονται ή φαίνονται ευκολότερα/