“Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας” του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, σε μια “καρκινική” ανάγνωση.
Από τις εκδόσεις Ίκαρος, 2012,
κυκλοφορεί το βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου, “Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας”
με εξώφυλλο του Φώτη Πεχλιβανίδη
και Φωτογραφία του Αργύρη Γιαϊτζόγλου, 2008.
–
γράφει η Αλεξάνδρα Παυλίδη
–
Δεν είμαι σίγουρη ότι θυμάμαι πώς “Η υψηλή τέχνη της αποτυχίας” του Βαγγέλη Ραπτόπουλου έφτασε εξαρχής στα χέρια μου. Αν το βιβλίο δεν ήταν ακαταχώρητο, θα έλεγα ότι ίσως το δανείστηκα από κάποια βιβλιοθήκη και ξέχασα να το επιστρέψω. Η αλήθεια είναι ότι δεν το αγόρασα. Το διάβασα όμως, είμαι σίγουρη για αυτό, καθώς ρίχνοντας μια ματιά στο οπισθόφυλλο θυμήθηκα το περιεχόμενό του. Πράγματι, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας δηλώνει εκεί, πρόκειται για ενός είδους ημερολογίου- με την ευρεία έννοια της λέξης- ένα γραπτό οδοιπορικό στην δεκαετία του 2000. Από το Ζενίθ στο Ναδίρ λοιπόν, από τα ευχάριστα στα δυσάρεστα μιας χώρας όπου η κοινωνική και πολιτική γκρίνια διαδέχεται τον υπέρμετρο ενθουσιασμό, ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Δεν είναι όμως μόνον αυτό. Εφόσον ο δημιουργός του έργου είναι συγγραφέας η χροιά του βιβλίου του δεν μπορεί να είναι μόνο δημοσιογραφική και επομένως περιέχει κείμενα όπου περιγράφεται η σχέση των κοινωνικών και πολιτικών γεγονότων με την συγγραφική δημιουργικότητα, και ο αντίκτυπος των χαρακτηριστικών στοιχείων μιας δεκαετίας, εκείνης του 2000, πάνω στην συλλογιστική του δημιουργού. Αναφέρονται επίσης στις εγγραφές, μαρτυρίες ομότεχνων του Ραπτόπουλου όπως, μεταξύ άλλων, του Κουμανταρέα, του Ταχτσή και του Σαμαράκη.
Αν στην ζωγραφική υπάρχουν καλλιτεχνικά ρεύματα ή αλλιώς κινήματα, τα οποία αντλούν τα χαρακτηριστικά τους- την πηγή της έμπνευσής τους- από εξωγενείς παράγοντες όπως φέρ’ ειπείν είναι οι πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές, το ίδιο ισχύει και για την συγγραφή. Μπορεί η μυθοπλασία να έχει πολλές φορές, ως κίνητρο την έκφραση πανανθρώπινων αξιών και κοινών για όλους, συναισθημάτων όπως αυτές σχηματίζονται μέσα από ιστορίες για το πάθος, τον έρωτα, τον πόνο, την μοναξιά, την απόρριψη-η λίστα είναι ατελείωτη-στην ουσία, το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ζει και κινείται ένας δημιουργός συνιστά την “τράπεζα θεμάτων” του.
Με μια “αυτοματοποιημένη” διανοητική διαδικασία, η οποία παραπέμπει στις τέσσερις φάσεις λειτουργίας των τετράχρονων κινητήρων, την εισαγωγή, τη συμπίεση, την εκτόνωση και την εξαγωγή, σε έναν ίσως ανορθόδοξο παραλληλισμό, ο Ραπτόπουλος περιγράφει και εξηγεί διεξοδικά τις ανωτέρω φάσεις μέχρι το αποτέλεσμα. Γιατί το αποτέλεσμα είναι το περισσότερο γνωστό, είναι τα έργα του τα οποία διαβάστηκαν και αξιολογήθηκαν, αυτό είναι γεγονός. Όμως η διαδικασία παραγωγής τους παρέμεινε στο παρασκήνιο, εκεί όπου ο κάθε δημιουργός είναι μόνος του, στην προσωπική του Βαβυλωνία, με μια χάβρα Ιουδαίων στο κεφάλι του, την οποία θέλει, για κάποιο λόγο, να μετατρέψει σε συνέδριο διαλογιστών. Από το προσωπικό εργαστήριο ή αλλιώς στο “δωμάτιο”, λοιπόν που οι περισσότεροι συγγραφείς κρατάν σφαλιστό και έχουν ως άβατο, ο Ραπτόπουλος τράβηξε την κουρτίνα του παραθύρου.
Αυτοί που μπορούν να βρουν ενδιαφέρον στην “Υψηλή τέχνη της αποτυχίας” όπως ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει στον επίλογό του, δύναται να είναι μελετητές οι οποίοι ερευνούν την ιστορικότητα των γεγονότων της δεκαετίας του 2000 μέσω κοινωνικών τεκμηρίων, νεότεροι αναγνώστες οι οποίοι θέλουν να μάθουν για αυτό το χρονικό διάστημα, χωρίς να περιοριστούν σε ένα ανάγνωσμα δύσκαμπτο και μονοδιάστατο αλλά και οι αναγνώστες που αγαπούν τα έργα του.
Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι ότι, πρόκειται περισσότερο για ένα βιωματικό αναγνωστικό ταξίδι, ενώ η αίσθηση που αποκομίζει κάποιος διαβάζοντας τη “Υψηλή τέχνη της αποτυχίας”, είναι μάλλον η παραίσθηση ότι βρίσκεται σε ένα καφέ με τον Ραπτόπουλο, κάπου στο κέντρο της Αθήνας και συζητά μαζί του για θέματα υπαρκτά και επινοημένα, για σεξ και ταμπού, επιτυχίες και αποτυχίες, ακούει τις αναμνήσεις του και γίνεται δέκτης μιας κάποιου είδους προσωπικής εξομολόγησης. Επτακόσιες δύο σελίδες δεν είναι και λίγες για έναν καφέ.
Το γεγονός είναι ότι Ραπτόπουλος γράφει διαφόρων ειδών κείμενα με την ίδια άνεση με την οποία εκφράζεται και προφορικά δίχως βερμπαλισμούς και εντυπωσιασμούς, ίσως “καθαρά ποιητικά” αν λάβουμε υπόψη τον ορισμό του για την “καθαρή ποίηση”.
Έχοντας όμως γράψει τα ανωτέρω, ακόμα νιώθω ότι δεν έχω πει κάτι καινούριο. Ίσως έχω κάνει μια φιλότιμη προσπάθεια να συνοψίσω-έχοντας αφήσει έξω πάρα πολλά- όλα όσα έχει γράψει και πει ο ίδιος για το εν λόγω έργο του, μειώνοντας τα περιθώρια μιας γνώμης ή ανάλυσης στο ελάχιστο. Μέχρι και η “βιβλιοάποψη”, λοιπόν είναι εξαιρετική απαιτητική όταν ο συγγραφέας έχει ήδη πάρει τις αποστάσεις του από το γραπτό του και έχει συνειδητοποιημένα “ακτινογραφήσει” τον λόγο του.
Αυτό που φοβόμουν από την αρχή, με την “Υψηλή τέχνη της αποτυχίας” ήταν ότι θα βούλιαζα σε μια κινούμενη άμμο, σε μια προσπάθεια αποτύπωσης μιας καινούριας οπτικής. Η λέξη “αποτυχία” τώρα παίρνει καινούριες διαστάσεις. Αυτό που μπορώ να πω όμως με σιγουριά είναι, ότι διαβάζεται περίφημα και από το τέλος προς την αρχή, όπως το διάβασα την δεύτερη φορά, από το Ναδίρ προς το Ζενίθ σε μια καρκινική/συμμετρική αναγνωστική πορεία (από τον Σεπτέμβρη 2011 μέχρι τις 23 Οκτωβρίου 2001), όποτε ξεκινώντας από το τέλος και την “Καθαρή ποίηση” σ.σ.. 695, και φτάνοντας στην αρχή και στην δεύτερη εγγραφή του έργου όπου “Το φίδι άρχισε να τρώει την ουρά του” σ.σ.. 8, ο κύκλος αρχίζει ξανά, μέσα από τον συγγραφικό φακό του Ραπτόπουλου.
0 Σχόλια